Nicol Williamson: Ένα σπάνιο ταλέντο που χάθηκε λόγω της ιδιόρρυθμης ιδιοσυγκρασίας του

NICOL WILLIAMSON

Ένας από τους καλύτερους "Σέρλοκ Χολμς" της οθόνης

Ο Γουίλιαμσον, που έφυγε από τη ζωή, σαν σήμερα 16 Δεκεμβρίου το 2011 σε ηλικία 75 ετών, ήταν ένα τεράστιο ταλέντο και ένας από τους κορυφαίους ηθοποιούς της γενιάς του. Ο συγγραφέας Τζον Όσμπορν (Look Back In Anger, Tom Jones) τον αποκάλεσε «ο σπουδαιότερος ηθοποιός μετά τον Μπράντο». Ωστόσο, είχε πολλούς προσωπικούς δαίμονες που εκτροχίασαν μια καριέρα που θα έπρεπε να ήταν πολύ πιο επιτυχημένη. Η εκρηκτική και φαρμακερή του συμπεριφορά, που ήταν γνωστή στους κύκλους του κινηματογράφου, δεν άφησε αυτό το φοβερό ταλέντο να αναδειχθεί όπως του άξιζε.

Ξεκίνησε στο θέατρο στις αρχές της δεκαετίας του '60 και, μέχρι το τέλος της, είχε αναδειχθεί σε ένα σπάνιο υποκριτικό ταλέντο. Οι εξαιρετικές ερμηνείες του στο θέατρο σε έργα όπως A Midsummer Night's Dream, The Lower Depths, Inadmissible Evidence, Diary of a Madman, Plaza Suite, Hamlet, Uncle Vanya και Waiting for Godot αποθεώθηκαν από κοινό και κριτικούς, καθιστώντας τον έναν από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς του θεάτρου. Η ερμηνεία του ως Άμλετ στο θέατρο το 1969 ήταν τόσο δυνατή που ο Πρόεδρος Νίξον τον κάλεσε στον Λευκό Οίκο για μια παράσταση ενός μόνο ατόμου. Ωστόσο η κινηματογραφική μεταφορά του έργου ήταν μια αποτυχία. Ίσως λόγω της πειραματικής προσέγγισης του σκηνοθέτη Tony Richardson, που δεν ταίριαξε με την κλασική τραγωδία του Σαίξπηρ ή ίσως επειδή την ημέρα, ο σκηνοθέτης και όλο το κάστ γύριζαν την ταινία και το βράδυ είχαν τις παραστάσεις. Στην ταινία η ερμηνεία του Γουίλιαμσον μπορεί να φάνηκε υπερβολική ή αταίριαστη ενώ η Marianne Faithfull είχε υποστεί γενικά καυστικά σχόλια για την ερμηνεία της ως Οφηλία. Οι δυό τους είχαν μια σχέση κατά τη διάρκεια της θεατρικής παραγωγής, η οποία είχε τελειώσει άσχημα. Οι Anthony Hopkins και Anjelica Huston συμπλήρωναν το κάστ. 

Όμως ο Νίκολ ήθελε να γίνει κινηματογραφικός αστέρας. Ξεχώρισε στο The Bofors Gun (1968), ενσαρκώνοντας έναν παρανοϊκό, αλκοολικό στρατιώτη που αυτοκτονεί, καταστρέφοντας έτσι τις προοπτικές προαγωγής ενός δεκαενέα που απελπισμένα επιδιώκει ανέλιξη. Και ο Νίκολ και ο συμπρωταγωνιστής του Ian Holm κάνανε το ντεμπούτο τους στον κινηματογράφο με αυτήν την ταινία. Ο Tony Richardson τον διάλεξε για πρωταγωνιστή, όταν απέλησε τον Richard Burton, στην ταινία του Laughter in the Dark, βασισμένη στο βιβλίο του Vladimir Nabokov, ώς ένας μεσήλικας άντρας που μπλέκεται σε μια επικίνδυνη και καταστροφική σχέση με μια νεότερη γυναίκα. Ο Νίκολ έδωσε μια συγκλονιστική ερμηνεία ώς ο ευάλωτος και παράξενα συγκινητικός επιχειρηματίας που τυφλώνεται από τον έρωτα για τα μάτια της  Anna Karina.

Μέχρι το 1970, ενώ δεν είχε καμία κινηματογραφική επιτυχία, ο Νίκολ ήταν ένας αυθεντικός σούπερ σταρ. Παντρεύτηκε τη γοητευτική ηθοποιό Τζιλ Τάουνσεντ, με την οποία θα παίξουν μαζί και στη μικρή και στη μεγάλη οθόνη. Αλλά η εκρηκτική προσωπικότητα του κυρίου Γουίλιαμσον – τροφοδοτούμενη από την υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ και μια γενική αμηχανία και αβεβαιότητα στην κοινωνική και επαγγελματική του ζωή – ανέστειλε την ανοδική πορεία της καριέρας του. Αυτή η αμηχανία μπορεί να προερχόταν από την αίσθηση ότι δεν ταίριαζε απόλυτα με τις προσδοκίες του θεατρικού κόσμου, γι'αυτό και είχε μια περιφρόνηση για τις συμβάσεις του ή από την ένταση που προκαλούσαν οι αντιφάσεις στην προσωπικότητά του και τον τρόπο που αντιλαμβανόταν τον εαυτό του. Έγινε γνωστός για τις θεατρικές του ενέργειες τόσο πάνω στη σκηνή όσο και εκτός αυτής. Μια θρυλική πλέον ιστορία είναι όταν γρονθοκόπησε τον ισχυρό παραγωγό Ντέιβιντ Μέρικ όταν αυτός ζήτησε περικοπές στο Inadmissible Evidence. Όταν τον ρώτησαν γιατί το έκανε, ο ηθοποιός είπε ότι ο παραγωγός το άξιζε. Μια άλλη φορά, αποχώρησε απροειδοποίητα από την εκπομπή του Dick Cavett που ήταν καλεσμένος. Κάποια χρόνια αργότερα, ο Νίκολ υποδύθηκε το φάντασμα ενός άλλου αυτοκαταστροφικού ηθοποιού, του Τζον Μπάριμορ, στο I Hate Hamlet του Paul Rudnick. Η παράσταση έγινε διαβόητη για τη εκρηκτική συμπεριφορά του ηθοποιού. Υπήρξαν φορές που ξέφευγε από τον ρόλο του και μιλούσε στο κοινό, συχνά περιγελώντας το έργο και τους συμπρωταγωνιστές του. Σε μια από τις παραστάσεις και κατά τη διάρκεια μιας μονομαχίας με ξίφη, χτύπησε τον συμπρωταγωνιστή του, Έβαν Χάντλερ, στα πίσω μέρη του με το ξίφος του. Είπε ότι το έκανε για να «δώσει λίγο ζωή στην παράσταση!». Στον Χάντλερ φώναζε  «Χρησιμοποίησε το μυαλό σου! Δώσε του περισσότερη ζωή!».  Ο Χάντλερ αντέδρασε αποχωρώντας εκνευρισμένος από τη σκηνή, αφήνοντας το θέατρο και δεν επέστρεψε ποτέ. Μόνος του πάνω στη σκηνή, ο Williamson γύρισε στο κοινό και είπε: «Λοιπόν, να τραγουδήσω;».

Ο Richard Burton, ο Peter O'Toole, ο Oliver Reed και ο Richard Harris ήταν γνωστοί για την αγάπη τους στο αλκοόλ, αλλά είχαν μια σημαντική διαφορά από τον Williamson. Ήξεραν σε ποιους έπρεπε να είναι ευγενικοί. Ή μπορεί απλώς να ήταν πιο συμπαθείς όταν μεθούσαν. Οι  συγκρούσεις του Williamson ήταν συχνά με επιφανείς προσωπικότητες με αποτέλεσμα η καριέρα του να χάνει σιγά σιγά έδαφος. Όσο, ο περίγυρός του,αποδέχονταν το φλογερό του ταλέντο, άλλο τόσο αποδέχονταν και την εκρηκτική και αυτοκαταστροφική του φύση. Δεν είχε το τακτ που πρέπει να έχουν τα δημόσια πρόσωπα. Ήταν παρορμητικός, αφοπλιστικός και ωμός και είχε ιδιαίτερα μεγάλη απέχθεια προς την δημοσιότητα, χαρακτηριστικά που δεν ταιριάζουν σε ηθοποιό.
Το 1972 έπαιξε στο δραματικό θρίλερ του Άδωνη Κύρου Le moine (Ο κολασμένος καλόγερος), ένα παλιότερο σενάριο των Luis Buñuel και Jean-Claude Carrière με τους Franco Nero, Nathalie Delon και Nadja Tiller. Υποδύθηκε έναν αξέχαστο κακό  δίπλα στους Sidney Poitier και Michael Caine στην περιπέτεια του Ralph Nelson, The Wilby Conspiracy, που ήταν και η πρώτη ταινία του Rutger Hauer έξω από την χώρα του την Ολλανδία. Εμφανίστηκε και στο Robin and Marian του Richard Lester δίπλα στους Sean Connery, Audrey Hepburn, Robert Shaw, Richard Harris και Denholm Elliott ενώ ήταν στο μεγάλο καστ της κωμωδίας του Neil Simon, The Cheap Detective το 78 με τον Peter Falk πρωταγωνιστή. Έπαιξε και στο The Human Factor (Διπλός κατάσκοπος) του Otto Preminger, σε σενάριο Tom Stoppard, από το βιβλίο του Graham Greene και στο Excalibur του John Boorman απέναντι στην Helen Mirren με την οποία δεν είχαν καλές σχέσεις μετά από μια παλιότερη συνεργασία τους στον Μάκμπεθ. Ο Boorman θεώρησε ότι η φυσική τους εχθρότητα θα ήταν ιδανική για την ταινία του. Συνεργάστηκε με τους Klaus Kinski, Oliver Reed και Sarah Miles στο Venom, με την Jill Clayburgh, την Dianne Wiest και τον Joe Pesci στο I'm Dancing as Fast as I Can το 1982, με τις Debra Winger και Theresa Russell στο Black Widow, με τον Colin Firth, στα νιάτα του, στο The Hour of the Pig και με τους Monty Pythons και τον Steve Coogan στο The Wind in the Willows του Terry Jones.

Άφησα στο τέλος την αγαπημένη μου ερμηνεία του Williamson που ήταν στην ταινία του Herbert Ross, The Seven-Per-Cent Solution το 1976. Ο Nicol Williamson είναι ο Σέρλοκ Χόλμς, ο Robert Duvall είναι ο Γουότσον και ο Alan Arkin είναι ο Ζίγκμουντ Φρόιντ. Vanessa Redgrave, Laurence Olivier και Samantha Eggar πλαισιώνουν τους πρωταγωνιστές.

Ο Γουίλιαμσον προσέφερε μια εξαιρετική ερμηνεία στον ρόλο του Σέρλοκ Χολμς στην ταινία, αποδίδοντας στον θρυλικό ντετέκτιβ ευφυΐα, ευθραυστότητα και σκοτεινό χιούμορ. Εστιάζοντας στην ανθρώπινη πλευρά του Χολμς, αναδεικνύει άψογα την πάλη του χαρακτήρα με τον εθισμό του στην κοκαΐνη και ισορροπεί αριστοτεχνικά ανάμεσα στη φαινομενική υπεροψία του Χολμς και την εσωτερική του ανασφάλεια, δημιουργώντας έναν ήρωα τόσο ευφυή όσο και ευάλωτο. Ο Γουίλιαμσον σήκωσε όλη την ταινία πάνω του, όχι μόνο εξαιτίας του μοναδικού του ταλέντου, αλλά και εξαιτίας ενός έξοχα  καλογραμμένου σεναρίου από τον Nicholas Meyer, ο οποίος μετέφερε το δικό του ομότιτλο βιβλίο βασισμένο στους χαρακτήρες του Arthur Conan Doyle, σε κινηματογραφικό σενάριο. Κατάφερε και συνδύασε με ιδιαίτερα περίτεχνο τρόπο αυτήν την αλληλεπίδραση ενός αληθινου με ενός φανταστικού προσώπου. Η σκηνή στο γραφείο του Φρόιντ, που ο Γουότσον πρωτοφέρνει σε επαφή τον φίλο του Χόλμς με τον επώνυμο γιατρό, παρά την θέληση του ίδιου του Χόλμς, είναι ένα εξαιρετικό δείγμα κινηματογραφικής δεξιοτεχνίας, μια πραγματικά μαγική στιγμή στο σινεμά. Ευρηματική σκηνοθεσία και σκοτεινή, όσο χρειάζεται, προσεγμένοι διάλογοι, μελετημένοι στη λεπτομέρεια και γεμάτοι ευφυΐα και ένας Nicol Williamson που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην αυτοπεποίθηση και την αβεβαιότητα. Οι εκφράσεις του προσώπου του, ο τόνος της φωνής του με το ελαφρύ τρέμουλο, οι μικρές παύσεις, οι απότομες αλλαγές στη στάση του σώματος και στις εκφράσεις του, όλα μαζί αποτυπώνουν την εύθραυστη ψυχολογική κατάσταση του Χολμς, που είναι σκιά του θρυλικού ντετέκτιβ που γνωρίζουμε, την ευαλωτότητά του, τον εσωτερικό του διχασμό, την αίσθηση παρανοϊκού φόβου που έχει παραμορφώσει την κρίση του εξαιτίας της εξάρτησής του από την κοκαΐνη, την γενική νευρωτική του κατάσταση. Στην αρχή ο Χολμς παρατηρεί το περιβάλλον του γραφείου και αρχίζει να αναλύει τον Φρόιντ με την χαρακτηριστική του οξυδέρκεια, ευφυΐα και παρατηρητικότητα, δίνοντας την αίσθηση ότι κερδίζει την μάχη μεταξύ τους, που είναι περισσότερο πνευματική παρά σωματική. Όταν όμως ο Φρόιντ με την σειρά του ξεκινά να τον "διαβάζει", η αντίδρασή του είναι ένα θαυμάσιο δείγμα υποκριτικής λεπτότητας. Οι μικροεκφράσεις στο πρόσωπό του και το βλέμμα του δείχνουν ότι, όσο κι αν θέλει να κυριαρχήσει στη συζήτηση, είναι ο ίδιος που νιώθει εκτεθειμένος. Η σκηνή είναι ένα μικρό αριστούργημα της υποκριτικής του Γουίλιαμσον. Είναι ακριβής, υπολογιστικός, εγωμανής και ευλογημένος με μια υποψία "πραγματικής" τρέλας. Καταφέρνει να δείξει την πολυπλοκότητα του σύνθετου αυτού χαρακτήρα, με λεπτομέρεια, αυθεντικότητα και  αποδίδοντας με μοναδικό τρόπο τη βαθμιαία απογύμνωση της εσωτερικής του άμυνας μπροστά στον Φρόιντ. Ένα από τα χαρακτηριστηκά του ήταν πάντα η αξιοζήλευτη αυτή ικανότητά του να διαχειρίζεται τους διαλόγους με πνευματώδη ζήλο.

0 Γουίλιαμσον, αν και έδωσε στον κινηματογράφο κάποιες εξαιρετικές ερμηνείες, οι θρίαμβοί του στη σκηνή έκαναν την καριέρα του στον κινηματογράφο να φαίνεται απελπιστικά απογοητευτική. Ήταν ένας από τους πιο χαρισματικούς και πολυδιάστατους ηθοποιούς της γενιάς του, με έντονη σκηνική παρουσία, απαράμιλλη φωνή και μια αξιοσημείωτη ικανότητα να εισχωρεί βαθιά στην ψυχοσύνθεση των χαρακτήρων του. Ο τρόπος που ισορροπούσε ανάμεσα στην ένταση και την ευαισθησία, όπως και η δέσμευσή του στην αλήθεια του κάθε ρόλου, τον κατέστησαν πραγματικά μοναδικό. Από τον Άμλετ μέχρι τον Μέρλιν, και από τον Σέρλοκ Χολμς στο *The Seven-Per-Cent Solution*, ο Γουίλιαμσον απέδειξε πως ήταν ένας καλλιτέχνης που δεν ερμήνευε απλώς, αλλά ζούσε κάθε στιγμή στη σκηνή και την οθόνη.

Η ιδιορρυθμία αυτού του έξοχου ηθοποιού, που τον συνόδευε τόσο στη ζωή όσο και στην καριέρα του, εκφράστηκε με έναν μοναδικό τρόπο ακόμη και στον θάνατό του. Όταν έφυγε από τη ζωή, είχε ζητήσει από τον γιο του να μην ανακοινώσει το γεγονός αμέσως, και πράγματι, η είδηση της απώλειάς του γνωστοποιήθηκε σχεδόν έναν μήνα αργότερα, με αποτέλεσμα στην κηδεία του να παραβρεθούν μόνο 6 άτομα. Αυτός ο διακριτικός αποχαιρετισμός αντικατοπτρίζει το ιδιαίτερο πνεύμα και την ανεξαρτησία που χαρακτήριζαν τον Γουίλιαμσον μέχρι το τέλος.