Του Νίκου Γραμματικόπουλου
Blow-up ή Μεγένθυνση είναι μια ταινία για έναν φωτογράφο μόδας στο Λονδίνο της δεκαετίας του '60. Ο Τόμας είναι ένας αντιπροσωπευτικός χαρακτήρας του "swinging London" - αποστασιοποιημένος, κυνικός και ανικανοποίητος από την τέχνη και τη ζωή του.Ένας χαρακτηρας που τον έχει καταβροχθίσει η κοσμικότητα της δυναμικής μεγαλούπολης και η επιφανειακή γοητεία της μόδας, της μουσικής και του στυλ δεν μπορεί να του δώσει καμία ικανοποίηση.
Ο Ντέιβιντ Χέμινγκς,ενας ηθοποιός που δεν έφτασε την φήμη που του άξιζε,με το χαρακτηριστικό γαλανό και απλανές βλέμμα του,κατάφερε να δώσει στον Τόμας άνεση,τύπο και ενεργητικότητα.Η ταινία διαθέτει ένα ιδιοφυές αλλά και ασυνήθιστο για τον Αντονιόνι σεναριακό εύρημα.Χρησιμοποιώντας την φωτογραφία ως μέσο και εργαλείο,μας αποκαλύπτει ένα συμβάν που φαινομενικά περιλαμβάνει ένα φόνο. Ένα πρωί ο Τόμας βγαίνοντας από το στούντιο του, φωτογραφίζει σε ένα πάρκο ένα ζευγάρι που κάνει βόλτα και ερωτοτροπεί.Όταν όμως εμφανίζει τα αρνητικά, αρχίζει να παρατηρεί λεπτομέρειες που υποδεικνύουν ότι μπορεί να έχει γίνει ένα έγκλημα.Έτσι μέσα στην ηρεμία του πάρκου όπου ακούμε μόνο τον αέρα και τα πουλάκια, ένας δολοφόνος με το όπλο στο χέρι,παραμονεύει κρυμμενος στους θάμνους.Εμείς δεν τον βλέπουμε αλλά η φωτογραφία τον κατέγραψε.Για την παγκόσμια μέρα της φωτογραφίας,19 Αυγούστου, ας δούμε πως ο Αντονιόνι προσπάθησε να αμφισβητήσει την δύναμη της ως μέσο.
Το βασικό θέμα της ταινίας είναι η σχέση μεταξύ αντίληψης και πραγματικότητας. Ο Αντονιόνι διαπραγματεύεται την έννοια ότι η πραγματικότητα δεν είναι στατική ή αντικειμενική, αλλά εξαρτάται από την ερμηνεία και την παρατήρηση του ατόμου.Αυτό γίνεται φανερό όταν ο Τόμας αρχίζει να μελετά τις φωτογραφίες του. Με κάθε νέα μεγέθυνση (blow-up), αποκαλύπτει νέες λεπτομέρειες που αλλάζουν τη σημασία της εικόνας. Αυτό που αρχικά φαινόταν ως μια όμορφη και συνηθισμένη σκηνή σε ένα πάρκο, μετατρέπεται σε κάτι που ίσως να εξελιχθεί σε ένα έγκλημα.
Τελικά, υπάρχει απάντηση στο αέναο ερώτημα για την υπόσταση της πραγματικότητας;Αντικειμενική ή υποκειμενική; Μήπως τελικά η φωτογραφία και ο κινηματογράφος δεν είναι τα εργαλεία που προσπαθούν να αποτυπώσουν την πραγματικότητα αλλά είναι αυτά που την παραμορφώνουν και την αλλοιώνουν. Μήπως τελικά το πτώμα δεν υπήρχε στα αλήθεια αλλά μόνο στη φαντασία του Τόμας. Μήπως πάλι το ζευγάρι βρέθηκε στο πάρκο εσκεμμένα από την γυναίκα ώστε να δολοφονηθεί ο άντρας. Μία από τις μεγενθύνσεις δείχνει την γυναίκα-Βανέσσα Ρεντγκρέιβ να βλέπει τον δολοφόνο που είναι κρυμμένος μέσα στους θάμνους αλλά όσο περισσότερο μεγενθύνονται οι φωτογραφίες τόσο πιο θολές γίνονται. Ασάφεια και αμφισβήτηση που δεν επιτρέπουν στον θεατή να καταλήξει σε μια οριστική εκδοχή της πραγματικότητας.Κατά κάποιο τρόπο, προσκαλεί τον θεατή να αμφισβητήσει την αντίληψή του για την πραγματικότητα.Ο Τόμας,από την άλλη,είναι ένας άνθρωπος που χειρίζεται την εικόνα, αλλά είναι ταυτόχρονα αιχμάλωτος της αβεβαιότητάς της.Είναι μια ταινία που αφήνει πολλές ερωτήσεις ανοιχτές, δίνοντας όμως έμφαση στη διαδικασία της αναζήτησης και όχι στην τελική αποκάλυψη της αλήθειας.Μια ταινία που περιστρέφεται γύρω από ένα μυστήριο αλλά ο σκηνοθέτης της αρνείται να το λύσει,έτσι όταν ο πρωταγωνιστής επιστρέφει στο πάρκο στο τέλος της ταινίας,το πτώμα έχει εξαφανιστεί και το παζλ μένει άλυτο.Και όπως ο Τόμας δεν μπορεί να είναι βέβαιος για το τι ακριβώς συνέβη στο πάρκο, έτσι και ο θεατής δεν μπορεί να είναι βέβαιος για το τι πραγματικά βλέπει στην οθόνη.
Ο Αντονιόνι δεν ήταν ποτέ ένας συνηθισμένος δημιουργός.Ενω υπήρχε πάντα ένα σενάριο στις ταινίες του,πάντα είχε την τάση να απομακρύνεται από αυτό και να κινηματογραφεί σκηνές που δεν είχε πρόθεση να γυρίσει. 'Τα πράγματα προτείνονται επί τόπου και αυτοσχεδιάζουμε' είχε πει ο ίδιος σε μια συνέντευξη το 1969.Αυτοσχεδιασμός,πλάνα με συναίσθημα,ελάχιστοι διάλογοι,το κενό,που μονο αυτος μπόρεσε να το κινηματογραφήσει τόσο μοναδικά και η τελική συναρμολόγηση στην αίθουσα κοπής όπου θα δημιουργηθεί το 'άρωμα Αντονιόνι'.Αυτό ήταν το σινεμά του Αντονιόνι.Στο Blow-Up,ενώ έμεινε πιστός στον αυτοσχεδιασμό, έκανε ριζική απόκλιση στη θεματολογία του.Άφησε πίσω τις συνηθισμένες ανησυχίες του, συνήθως την ερωτική σχέση άνδρα-γυναίκα,την ευθραυστότητα των συναισθημάτων τους,την έλλειψη επικοινωνίας και έφτιαξε μια ταινία χωρίς μια ιστορία αγαπης και με έναν πρωταγωνιστή,χωρίς συναισθηματική ή ερωτική σχέση.
Πιο πολύ τον ενδιέφερε η σχέση του με τον κόσμο και τα πράγματα γυρω του.Ο διάλογος είναι δευτερεύουσας σημασίας.Όμως, η γωνία της κάμερας και η κίνηση της,τα κάδρα,οι ακριβείς θέσεις των πραγμάτων και των ανθρώπων,οι γωνίες του σώματος, το κεφάλι και οι ώμοι, καθώς και ο ακριβής ρυθμός κίνησης, ήταν ζωτικής σημασίας γι 'αυτόν.Ακόμα και τα χρώματα βοήθησαν ώστε να μας πει αυτό που ήθελε.Στην συγκεκριμένη ταινια άλλαξε ορισμένα γραφικά ζωγραφίζοντας δέντρα, δρόμους, γρασίδι και σπίτια, προκειμένου να πάρει την εμφάνιση που ήθελε στο φιλμ.
Αυτός ο ανοιχτός τρόπος αφήγησης είναι χαρακτηριστικός της μοντέρνας κινηματογραφικής αισθητικής του Αντονιόνι, που παράλληλα αμφισβητεί την παραδοσιακή αφηγηματική δομή και τις συμβάσεις του κινηματογράφου. Απρόβλεπτος, πρωτοποριακός και οραματιστής,πήρε ένα σενάριο,που οποιοσδήποτε σκηνοθέτης θα το μετέτρεπε σε μια περιπέτεια δράσης,και το έκανε μια αφαιρετική ταινία που εξερευνά τη σχέση μεταξύ τέχνης και ζωής,που είναι εξίσου εικαστική όσο και αφηγηματική,που αναζητά την αλήθεια μέσα από την εικόνα και την τέχνη αλλά και μια ταινία για την αποξένωση και την απώλεια νοήματος στη σύγχρονη κοινωνία.Το μυστήριο με τον δολοφόνο δεν ενδιαφέρει τον Αντονιονι και αφήνει την λύση του στην κρίση του καθενός.Πιο πολύ τον ενδιαφέρει να δείξει ότι ο φωτογράφος στο τέλος συναντάει ξανά την ομάδα των μίμων που ανοίγουν την ταινία και παίρνει τελικά μέρος στο ψεύτικο παιχνίδι τέννις που παίζουν χωρίς μπάλα και ρακέτες.Ένας ισχυρός συμβολισμός για την αβεβαιότητα της πραγματικότητας και την ευμετάβλητη φύση της αντίληψης.Ο Αντονιόνι υποδηλώνει ότι η πραγματικότητα μπορεί να είναι κατασκευασμένη, μια "παράσταση" που εξαρτάται από τη συμμετοχή μας και την πίστη μας σε αυτήν.
Την υπέροχη τζαζ υπόκρουση της ταινιίας συνέθεσε ο μεγάλος πιανίστας της τζαζ και συνθέτης Herbie Hancock και ήταν μάλιστα η πρώτη του δουλειά στο σινεμά.Η ταινία επίσης περιέχει ένα πολύ σπάνιο live των Yardbirds όταν κιθαρίστες στο συγκρότημα ηταν ο Jimmy Page και ο Jeff Beck,με τον δεύτερο να σπάει την κιθάρα του στο τέλος του τραγουδιού.Ο Jeff Beck θα έφευγε λίγους μήνες αργότερα απο το συγκρότημα ενώ ο Jimmy Page θα έμενε λίγο παραπάνω και θα αποχωρούσε με την σειρά του για να δημιουργήσει τους Led Zeppelin.Ο Αντονιόνι ήθελε τον Eric Burdon να παίζει στη σκηνή του κλαμπ, αλλά δεν πραγματοποιήθηκε η επιθυμία του.Καθώς ο Τόμας μπαίνει στο νυχτερινό κέντρο όπου εμφανίζονται οι Yardbirds, μερικά από τα γκράφιτι που κοσμούν την πόρτα γράφουν: "Here Lies Bob Dylan Died Away Royal Albert Hall 27 May 1966 R.I.P." Αυτός ο «επιτάφιος» ήταν για την εγκατάλειψη από τον Dylan της ακουστικής κιθάρας υπέρ της ηλεκτρικής.
Ο Sean Connery απέρριψε τον πρωταγωνιστικό ρόλο, επειδή δεν μπορούσε να καταλάβει για τι πράγμα μιλούσε ο Αντονιόνι.Τότε επιλέχθηκε ο Terence Stamp ως Τόμας,ο οποίος αντικαταστάθηκε δύο εβδομάδες πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα από τον τότε άγνωστο ηθοποιό David Hemmings.Η Jane Birkin υποτίθεται ότι θα ήταν μόνο κομπάρσος,όμως ο Αντονιόνι της πρότεινε τον μικρό ρόλο της ξανθιάς κοπέλας λέγοντας της ότι έχει γυμνό.Η Birkin πήγε σπίτι της να το σκεφτεί και να το συζητήσει με τον άντρα της John Barry,ο οποίος της είπε «Αν πρέπει πραγματικά να γυμνωθείς, μια ταινία του Αντονιόνι είναι αυτή για την οποία αξίζει να το κάνεις». Η ταινία αυτή σημάδεψε την καριέρα της.Στην ταινία εμφανίζονται σε μικρούς ρόλους και η Sarah Miles καθώς και το γνωστό μοντέλο Veruschka, κόρη του Γερμανού αξιωματικού που ήταν μέλος της συνωμοσίας της 20ής Ιουλίου για τη δολοφονία του Χίτλερ.Είναι η πρώτη ταινία που έκανε ο Αντονιόνι στα αγγλικά,η πρώτη του εκτός Ιταλίας,η δεύτερη έγχρωμη μετά το Red Desert και μια από τις πρώτες Βρετανικές ταινίες που δείχνει πλήρες γυμνό.
Το Blow-Up (1966) του Μικελάντζελο Αντονιόνι είναι μια από τις πιο διακεκριμένες και συζητημένες ταινίες της δεκαετίας του 1960. Μέσα από την ιστορία ενός φωτογράφου μόδας που νομίζει ότι έχει καταγράψει ένα φόνο, ο Αντονιόνι εξερευνά θεμελιώδη ζητήματα σχετικά με την πραγματικότητα, την αντίληψη και τη φύση της εικόνας.Αναφέρεται και στην κουλτούρα του θεάματος και την επίδραση της εικόνας στη σύγχρονη κοινωνία προβλέποντας κατά κάποιο τρόπο τη μετέπειτα εποχή των μέσων μαζικής ενημέρωσης και της εμμονής με την εικόνα.Είναι ένα πολυσήμαντο έργο που αναδεικνύει την ευφυΐα και την πρωτοπορία του σκηνοθέτη.