Unplugged μαγεία χωρίς βότανα και μάγισσες

Unplugged μαγεία χωρίς βότανα και μάγισσες

 

Έχουμε χάσει την αθωότητα μας, την επιθυμία για αυτοβελτίωση, την επαφή με τα απλά πράγματα κυνηγώντας το σήμερα, το αύριο, το μεθαύριο χωρίς σκοπό. Η μουσική είναι πάντα ένα καταφύγιο που περιμένει όλους μας υπομονετικά.

Σε μια συζήτηση με φίλους περί μουσικής και δίσκων απόλαυσα κριτική εσωτερική και εξωτερική. Να μιλήσω για τα άγνωστα ή τα γνωστά, τα πετυχημένα ή όχι. Να γράψω ακαδημαϊκά ή ουδέτερα, για την δική μου αλήθεια ή για να φανώ ειλικρινής στους άλλους. Τελικά αποφάσισα να γράψω απλά όπως αισθάνθηκα, όταν άκουσα αυτές τις μουσικές.

Προσπάθησα να ψάξω δίσκους «ακουστικούς» που έχουν γνωρίσματα και ιδέες απαλλαγμένα από το βάρος του marketing, από το τρίπτυχο της μουσικής βιομηχανίας Δημιουργία-Διαφήμιση-Επιτυχία. Να βρω αυτό που κάνει την τέχνη ν’ ακολουθεί τον εσωτερικό της δρόμο, όπου το προσωπικό γούστο και πάθος του καλλιτέχνη είναι ταυτόσημο με τα πιστεύω του και συγχρόνως κινητήριος δύναμη. Έτσι ανθολόγησα πέντε δίσκους απλής ακουστικής ομορφιάς από διαφορετικές εποχές, που όλοι τους εκφράζουν την ανιδιοτελή αγάπη στην εκφορά συναισθημάτων, ψυχωμένοι κι απόστροφοι από οποιαδήποτε εξιδανίκευση, με πηγαία ορμή.

Τα παρακάτω άλμπουμ μάλλον δεν είναι οι πέντε δίσκοι που θα έπαιρνε κάποιος σ’ ένα έρημο νησί –σ’ ένα από τα πολλά τοπ#5 του High Fidelity - γιατί είναι περισσότερο ασκήσεις ηρεμίας και διαφυγής μέσα στη νύχτα, παρά ένας οδηγός αγοράς για πωρωμένους συλλέκτες.

1.John Mayall – “The Blues Alone”-1967

https://www.youtube.com/watch?v=CqjnUzwkerE

Ο χρονικά παλαιότερος και συμπτωματικά πρώτος που αγόρασα από τους πέντε -από το ιστορικό δισκάδικο Blow-up στην Θεσσαλονίκη- είναι το “The Blues alone” του John Mayall. Ένας δίσκος που ο Mayall αποφάσισε να τα κάνει όλα μόνος του και τελικά καλά έκανε.

Μπορεί να μην κατάφερε να φτάσει σε δεξιοτεχνία τους φίλους του Eric Clapton & Peter Green, αλλά το πάθος του για τα blues είναι πάντα μια λυτρωτική δύναμη.

Μετά το ορόσημο “Blues Breakers with Eric Clapton” July-1966 και το “A Hard Road” Feb-1967, το να παίζει στον πρώτο με τον Eric Clapton και στον δεύτερο με τον Peter Green ένιωσε πως στους δύο τρίτος δεν χωρά. Μπήκε λοιπόν μόνος την πρωτομαγιά του 1967 στα στούντιο της Decca Rec. στο Λονδίνο και όταν όλοι κάναν «απεργία» εκείνη την μέρα, ο Mayall έκανε την «πρωτομαγιάτικη του επανάσταση», γράφοντας και ηχογραφώντας δώδεκα κομμάτια μπλουζ, παίζοντας όλα τα όργανα μόνος του (κιθάρες, φυσαρμόνικα, πιάνο, όργανο και ντραμς) με μοναδική βοήθεια από τον φίλο του Keef Hartley που έπαιξε ντραμς σε κάποια κομμάτια και τις σημειώσεις στο οπισθόφυλλο που τις έγραψε ο σπουδαίος Dj John Peel.

Στις σημειώσεις ο John Peel αναλύει ένα-ένα τα δώδεκα κομμάτια του άλμπουμ «σπρώχνοντας» προς τα μπρός τον John Mayall, αφού τον αναφέρει ως έναν από τους μεγαλύτερους bluesman του κόσμου!! Ο δίσκος αρχίζει με το “Brand new start”. Ένα κομμάτι που επιβεβαιώνει την πρόθεση του Mayall ν’ αφήσει το παρελθόν πίσω. Συνεχίζει στο ίδιο κλίμα με το “Please don't tell”, όπου λέει χαρακτηριστικά “Please don't tell nobody/ We've got something new/ Please don't tell nobody/ They might laugh you”. Όλα τα κομμάτια αποπνέουν το ίδιο πάθος και ορμή τονίζοντας την σχέση του με το blues και τις ρίζες του. Το πιο ευαίσθητο, εύθραυστο και «λιγωτικό» κομμάτι ο Mayall το αφήνει για το τέλος –συγκεκριμένα προτελευταίο- το “Broken wings”. Ένα «νυχτερινό» κομμάτι γεμάτο θλίψη αλλά με μια νότα ελπίδας στο φινάλε.

Η αμεσότητα, οι μνήμες και η λύτρωση μέσα από τα τραγούδια περνάνε από τη φωνή και τα όργανα του John Mayall στην ραχοκοκαλιά του ακροατή με τέτοιο τρόπο που όταν βγάλεις τον δίσκο από το πικάπ τον γυρνάς απλώς ξανά και ξανά από την άλλη μεριά.

 

2.Leo Kottke – “Greenhouse”-1972

 

https://www.youtube.com/watch?v=OSMubj4HS5Q

 

Στην συζήτηση των φίλων τελικά ειπώθηκε και αυτό. Μα ποιος είναι τελικά αυτός ο Leo Kottke; Επειδή ακούστηκε κάπως σαν «κότες» και άλλα πτηνά, πρότεινα στην παρέα τον δίσκο “Greenhouse”. Ένα «θερμοκήπιο» τραγουδιών ριζωμένων και καλλιεργημένων με υπομονή, αυτοσεβασμό και αφοσίωση που δεν χρειάζεται διαβατήριο, σφραγίδες και περιττές σημειώσεις.

Ο Leo Kottke ακολουθεί στη μακρά πορεία του μέχρι σήμερα ένα δύσκολο δεξιοτεχνικό μονοπάτι, αυτό της εναλλακτικής φολκ και μιας άλλης τεχνικής που σπάει τα δεσμά του παραδοσιακού αφού πειραματίζεται με την κιθάρα σαν μελωδικό όργανο με ανορθόδοξους τρόπους και «δρόμους». Έτσι με τον δίσκο “Greenhouse”-Θερμοκήπιο –που γράφτηκε αυθόρμητα μέσα σε 72 ώρες- με «όπλα» την εξάχορδη και δωδεκάχορδη κιθάρα μέσα από απλές παιδικές ιστορίες όπως ο «Ισπανός Εντομολόγος», αγροτικά παιχνιδίσματα όπως «Η ώρα του φασολιού» και σκοτεινά μπλουζ όπως «Το τραγούδι του βάλτου» μάλλον καταλαβαίνουμε αυτό που εννοεί ο Leo Kottke στο οπισθόφυλλο όταν γράφει «Με την έννοια ότι οι κιθάρες μου ήταν κάποτε φυτά, αυτός ο δίσκος είναι ένα θερμοκήπιο»

Στο ποιητικό “Tiny Island” που έγραψε ο φίλος του Al Gaylor, ο Kottke δίνει μια τρυφερή ερμηνεία, μια ωδή στην απεραντοσύνη της ζωής και αποτελεί ένα μνημόσυνο για τον θάνατο εκείνη την εποχή του Jimi Hendrix που ήταν το έναυσμα για να γράψει ο Gaylor το κομμάτι.

Διάσπαρτο χιούμορ, ακουστικοί μονόλογοι, θρησκευτικές παραδοξολογίες, μπλουζ του βάλτου, κρυφτό και κυνηγητό όλα έχουν το σκοπό τους εδώ.

3.Bruce Springsteen – “Nebraska”-1982

https://www.youtube.com/watch?v=hCpL_ImsiDo

Στην ροή του χρόνου, 1982 έρχεται το “Nebraska”. Το πιο «σκοτεινό», πιο γνωστό όμως από τα παραπάνω, πιο πετυχημένο εμπορικά, αλλά μάλλον στην Ελλάδα πιο παρεξηγημένο άλμπουμ του Bruce Springsteen.

Δεν έχει σχέση με την Αλάσκα, δεν είναι μάρκα αμορτισέρ, ούτε καιρικό φαινόμενο.

Στο “Nebraska” ο Springsteen γίνεται άνθρωπος-ορχήστρα, αφού εμπνεύστηκε, έγραψε, τραγούδησε και έπαιξε τα πάντα (κιθάρα, φυσαρμόνικα, μαντολίνο, τύμπανα, Hammond, συνθεσάιζερ, μεταλλόφωνο) έκανε ακόμη και την παραγωγή. Τα περισσότερα κομμάτια ηχογραφήθηκαν στις 3 Ιανουαρίου 1982 στο σπίτι του στο Colts Neck του New Jersey σ’ ένα φορητό τετρακάναλο στούντιο Teac. Αυτό από μόνο του φτάνει –όπως φαίνεται και από το εξώφυλλο- να ειδωθεί ως ένας δίσκος βαθιάς ενδοσκόπησης της ανθρώπινης φύσης και των ταραγμένων ιστοριών της «Άγριας Δύσης» της περίφημης αμερικάνικης υπαίθρου, που έτσι κι αλλιώς ο “Boss” τάχει ψωμοτύρι τέτοια θέματα.

Όλα τα κομμάτια από το “Nebraska” ως το τελευταίο “Reason to believe” είναι ιστορίες αγάπης, απληστίας, φόνων, περιπλάνησης, τρόμου κι αποξένωσης. Μια ανθολογία ιστοριών Χιτσκοκικής διάθεσης με πρωταγωνιστές, πρόσωπα μιας άλλης καθημερινότητας. Κάτι σαν μεταμεσονύκτια ταινία αγωνίας με δόσεις αποκαλυπτικού ρεπορτάζ από Νικολούλη «Φως στο τούνελ» και Χαρδαβέλλα «Ρεπορτάζ στην ομίχλη» της Νεμπράσκα.

Το ομότιτλο τραγούδι που ανοίγει τον δίσκο είναι μία ιστορία φονικής βίας που οι ομοιότητες με το διεστραμμένο ζευγάρι των στίχων πιθανώς ενέπνευσε τον Ταραντίνο να γράψει και να σκηνοθετήσει το “Natural born killers”. Όλα τα υπόλοιπα τραγούδια «μιλούν» και μόνο με τους τίτλους τους αποπνέοντας απόγνωση, απόκοσμη σιωπή και απόδραση από την καθημερινότητα.

Όλα θα μπορούσαν να μεταφερθούν στην οθόνη του κινηματογράφου. Είτε σαν «λασπωμένα» western του Sergio Leone με τον Clint Eastwood, είτε σαν ημερολόγια βίας του Quentin Tarantino ή ακόμη σαν αστυνομικά δράματα του Martin Scorsese. Η δύναμη των χάρτινων ιστοριών του Bruce Springsteen είναι σαν ένα κομποσκοίνι μετάνοιας στα χέρια ενός κατάδικου. Η τελευταία προσευχή και ελπίδα για τον παράδεισο, πριν μετρήσει ξανά και ξανά έναν-έναν τους κόμπους, που δεν μπορεί ούτε να τους λύσει ούτε να τους εξηγήσει.

4.Tony Joe White – “The Beginning”-2001

 

 

 

 

Η περίπτωση του πρόωρα χαμένου Tony Joe White και του δίσκου “The Beginning” μοιάζει αρκετά με το “Nebraska” αλλά και το “The Blues alone” ως προς την θεματική προσέγγιση των τραγουδιών.

Όσο αφορά το αποτέλεσμα, αυτό είναι ένα ατόφιο “Unplugged” χωρίς την επιτυχία που γνώρισε ο Eric Clapton με το πατρονάρισμα φυσικά του MTV, χωρίς λοιπόν καμιά έξωθεν «βοήθεια», μια αυτοέκδοση που ο ίδιος Tony Joe White την «σχεδίασε» και την εκτέλεσε από την αρχή ως το τέλος.

Ο Tony Joe γνωστός και ως αλεπού του βάλτου “Swamp Fox” βρίσκεται στο γνώριμο περιβάλλον του. Μια ξύλινη καλύβα στην μέση του πουθενά των βάλτων της Louisiana, μια κιθάρα, φυσαρμόνικα, ένα μικρόφωνο, κασετόφωνο, ξηρά τροφή και πλατύγυρο καπέλο για να διώχνει τα κουνούπια-«στούκας» του βάλτου.

Τα έντεκα τραγούδια του Tony Joe White σαν αργόσυρτα βήματα, αφήνουν πάνω στο ξύλινο πάτωμα του εξώστη, το ίχνος της νωπής λάσπης εκεί που ο αστυνόμος “State Trooper” του προηγούμενου δίσκου του Springsteen άφησε το περιπολικό και πάτησε το πόδι του στο βρεγμένο χαντάκι, αλλά σαφώς με μια νότα έκδηλης αισιοδοξίας. Μέσα σ’ αυτά, το μαύρο είναι ελαφρώς γκρι, ο ήχος του τρένου από μακριά ακούγεται αχνός και βαρύς λίγο πριν εκτροχιαστεί στην επόμενη στροφή, η καταιγίδα δεν σταματά ποτέ στην ερημιά, η περιπλάνηση είναι αυτοσκοπός, η αγάπη δεν είναι τελικά χαμένη υπόθεση και οι πόνοι της μνήμης δεν είναι ποτέ σωματικοί.

Ο Tony Joe White στις σημειώσεις του άλμπουμ τελειώνει με την φράση «Αυτή ήταν η ελευθερία την οποία πάντα επιθυμούσα». Το εγχείρημα αυτό τριγύριζε στο μυαλό του για πάνω από 30 χρόνια. Τι τον εμπόδιζε να το κάνει τόσο καιρό δεν γνωρίζουμε και δεν έχει μεγάλη σημασία. Πάντως ο δίσκος δεν φαντάζει –όπως λέει ο τίτλος σαν αρχή “Beginning” αλλά μια μυσταγωγία των blues για τον ίδιο και στους ήρωες του. Με πρώτον τον Lightnin’ Hopkins όπου ακούμε τους περίφημους δακτυλισμούς του πάνω στη κιθάρα του White, την «τυφλή» υπακοή του Ray Charles στις μουσικές φόρμες και το χαρακτηριστικό χτύπημα του ποδιού του John Lee Hooker, όταν ακούμε ξεκάθαρα τον Tony Joe White να αναπνέει στο μικρόφωνο και ν’ ανεβοκατεβάζει ρυθμικά το πόδι του στο πάτωμα.

Τέλος την καλλιτεχνική επιμέλεια και την παραγωγή είχε ο γιός του Jody White, το εξώφυλλο και τις φωτογραφίες έκανε η γυναίκα του Leann White και την ηχογράφηση ο ίδιος ο Tony Joe White. Αυτό κι είναι οικογενειακή υπόθεση.

5.Eric Bibb – “Booker's Guitar”-2010

 

 

Το “Booker's Guitar” του Eric Bibb είναι η κυκλοφορία ενός ακόμη ξεχωριστού “Unplugged” χωρίς το άγχος της εμπορικής επιτυχίας με το κάθε τραγούδι να είναι ένας ξεχωριστός κρίκος στην ιστορία του αμερικάνικου blues. Η φωνή του Eric Bibb μεστή, στεντόρεια, γεμάτη χρώματα, τραγουδά μπαλάντες, Delta-blues, φολκ αφηγήσεις, θρησκευτικούς μονόλογους, τραγούδια του τρένου έως βιωματικά blues. Ένα μουσικό ντοκιμαντέρ που ρέει όπως ο ποταμός Μισσισσιππής κάθετα την Αμερική, σα μια ζωτική αρτηρία μέσα στην καρδιά των ΗΠΑ με τους εκατοντάδες παραπόταμους σαν ένα κυκλοφορικό σύστημα στην χώρα των αντιθέσεων και των ευκαιριών αλλά και των διακρίσεων που οι έγχρωμοι κάτοικοι περιμένουν μια δικαίωση γι’ αυτά που έχουν «σπείρει» έως τώρα στον πολιτισμό, στην μουσική, στην κοινωνία και το έθνος. Αλλά όσο υπάρχουν άνθρωποι σαν τον Eric Bibb ν’ «ανακατεύουν» το παρόν με το παρελθόν το τραγούδι τους μετατρέπεται σε «διαμαρτυρόμενο» γονίδιο που «μολύνει» ευεργετικά τη μουσική παράδοση όλων των ειδών.

Όλος ο δίσκος είναι γραμμένος και παιγμένος πάνω στην ξακουστή steel guitar του Bukka White (1906-1977) -εξού και «Booker's Guitar»- ενός θρύλου του Delta-blues. Η κιθάρα αυτή κατέληξε τυχαία στα χέρια του Eric Bibb μέσω ενός θαυμαστή του μετά από μια συναυλία. Έτσι ο Bibb την χρησιμοποίησε ως μουσικό τοτέμ για να εμπνευστεί ιστορίες και πάθη που βγαίνουν μέσα από τις χορδές, τα τάστα και το κεντημένο σκάφος.

Ακούμε την δική του «εξομολόγηση» στο “Nobody's Fault But Mine” του Blind Willie Johnson , την ψιθυριστή καθηλωτική του ερμηνεία στο παραδοσιακό “Wayfaring Stranger”, την ιστορία πλημμύρας στο “ Flood Water”, την διδαχή του ιεροκήρυκα στο “With my maker i am one” που θυμίζει ερμηνείες της Odetta. Έτσι οι ιστορίες γίνονται «παραμύθια» που περνούν από γενιά σε γενιά αλλά αποτυπώνουν και το «τώρα» που δεν απολαμβάνουμε αλλά μάλλον ανεχόμαστε.

Ο Eric Bibb μετατρέπεται σ’ ένα συντηρητή της παράδοσης με συλλογιστική διάθεση, έναν ισορροπιστή μεταξύ του παλιού και του νέου (νεωτεριστικού).

 

ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΒΟΛΟΓΚΑΣ

Δείτε ακόμη:

>

>>

>>

>>

>>

>>

>>

>>

>>

>>

>>

>>

>> Μέρος 'Α

>>

>>

>>

>>

>>

>>

>>

>>

>>

>>

>>

>>

>>

>>