Chris Rea: Ύπήρξε από εκείνες τις φιγούρες της βρετανικής μουσικής που σχεδόν αθόρυβα παρήγαγαν καλλιτεχνικό έργο

Chris Rea Στιγμές…

Από τον Θοδωρή Φαχουρίδη

Ο Chris Rea, γεννημένος ως Christopher Anton Rea στο Middlesbrough, υπήρξε από εκείνες τις φιγούρες της βρετανικής μουσικής που σχεδόν αθόρυβα παρήγαγαν καλλιτεχνικό έργο. Τραγουδοποιός, κιθαρίστας και αφηγητής με βαθιά ριζωμένη σχέση με το blues και το rock, ξεχώρισε για τη χαρακτηριστική, τραχιά φωνή του και το εκφραστικό slide guitar παίξιμό του, στοιχεία που έγιναν σήμα κατατεθέν μιας πορείας βασισμένης στη διάρκεια και όχι στον θόρυβο. Σε μια καριέρα που εκτείνεται σε περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες, ο Chris Rea κυκλοφόρησε 25 στούντιο άλμπουμ, χτίζοντας σταδιακά ένα κοινό που μεγάλωνε μαζί του. Δύο από αυτά, το «The Road to Hell» το 1989 και το «Auberge» το 1991, έφτασαν στην κορυφή του Official UK Albums Chart, επιβεβαιώνοντας ότι η χαμηλόφωνη, στοχαστική του γραφή μπορούσε να συνυπάρξει με ευρεία αποδοχή. Συνολικά, εννέα άλμπουμ του μπήκαν στο Top 10, δεκαεννέα στο Top 40 και είκοσι επτά στο Top 75, με εντυπωσιακή παραμονή 341 εβδομάδων στις βρετανικές λίστες. Στο επίπεδο των singles, η παρουσία του υπήρξε εξίσου σταθερή. Ο Chris Rea κατέγραψε δεκατρία τραγούδια στο UK Top 40 και τριάντα στο Top 75, με δύο να φτάνουν στο Top 10. Το «Driving Home for Christmas», που σκαρφάλωσε στο νούμερο 10 το 1988, εξελίχθηκε με τα χρόνια σε διαχρονικό σημείο αναφοράς, ενώ το «The Road to Hell (Part 2)» το 1989 επιβεβαίωσε τη δυναμική του ως δημιουργού που μπορούσε να μιλήσει σε μια ολόκληρη εποχή. Χωρίς ποτέ να κατακτήσει την πρώτη θέση στα singles charts, η συνολική του παρουσία αποτυπώθηκε σε 191 εβδομάδες στο Top 75, αριθμός που μαρτυρά αντοχή και συνέπεια. Περισσότερο όμως από τους αριθμούς, αυτό που χαρακτήρισε τον Chris Rea ήταν η αίσθηση ότι κάθε τραγούδι αποτελούσε κομμάτι μιας διαδρομής. Τα άλμπουμ του λειτουργούσαν ως κεφάλαια ενός ενιαίου αφηγήματος, όπου ο δρόμος, η κίνηση, η απώλεια και η αποδοχή επανέρχονταν ως σταθερά μοτίβα. Δεν υπήρξε ποτέ καλλιτέχνης της στιγμής, αλλά της επιστροφής, εκείνος που συνοδεύει νυχτερινές διαδρομές και προσωπικούς απολογισμούς.

Ο θάνατος του Chris Rea στις 22 Δεκεμβρίου του 2025 έφερε μαζί του την αίσθηση μιας πραγματικής απώλειας, όχι μόνο γιατί έφυγε ένας αναγνωρίσιμος δημιουργός, αλλά γιατί σίγησε μια φωνή που για δεκαετίες λειτουργούσε σαν σταθερό σημείο αναφοράς. Μαζί με το πένθος, προκάλεσε την ανάγκη της επιστροφής σε μια μουσική παρουσία που δεν διεκδίκησε ποτέ τον ρόλο του ηγέτη, του είδωλου ή του ήρωα της εποχής της, αλλά προτίμησε να στέκεται λίγο πιο πίσω, σαν συνοδοιπόρος. Ο Chris Rea τραγουδούσε περισσότερο για να συντροφεύσει παρά για να παίρνει από το χέρι τον ακροατή.

Γεννημένος το 1951, σε μια οικογένεια ιταλοϊρλανδικής καταγωγής με αυστηρή πατρική φιγούρα και έντονη αίσθηση πειθαρχίας, άργησε να βρει τη μουσική του φωνή. Δεν υπήρξε παιδί θαύμα, ούτε έφηβος βιρτουόζος. Ξεκίνησε να παίζει κιθάρα μόλις στις αρχές της τρίτης δεκαετίας της ζωής του και οδηγήθηκε σχεδόν από παράδρομο στην κιθάρα, επηρεασμένος από μουσικούς όπως ο Ry Cooder και ο Lowell George, αλλά και από το βάθος του παλιού μπλουζ. Αυτή η καθυστερημένη εκκίνηση σημάδεψε και τη συνολική του στάση. Ο Chris Rea δεν βιάστηκε ποτέ. Παρατηρούσε, άκουγε, περίμενε. Η δισκογραφία του απέφυγε συστηματικά να οικοδομήσει την υστεροφημία του πάνω σε εκρήξεις δημιουργικότητας ή απότομες αλλαγές κατεύθυνσης, αλλά στη συνέχεια, υπομονή και επιμονή. Ακόμη και όταν η επιτυχία ήρθε νωρίς, δεν τον όρισε. Ακόμη και όταν έγινε τεράστιος στην Ευρώπη, παρέμεινε χαμηλόφωνος, σχεδόν αμήχανος μπροστά στη δημοσιότητα. Δεν ενδιαφερόταν για τον μύθο, αλλά για το τραγούδι. Για τη διαδρομή που αυτό μπορεί να συνοδεύσει, είτε πρόκειται για έναν πραγματικό δρόμο, είτε για μια εσωτερική μετακίνηση. Ο Chris Rea υπήρξε καλλιτέχνης του δρόμου και όχι της στιγμιαίας κατάκτησης της κορυφής, η φωνή ενός συνοδηγού στο ατελείωτο μήκος του route 66. Και μόνο τώρα που ο δρόμος αυτός ολοκληρώθηκε, φάνηκε καθαρότερα από ποτέ ότι όλα όσα κατέθεσε, από τις πρώιμες αμφιβολίες έως την ώριμη αποδοχή, σχημάτιζαν ένα ενιαίο αφήγημα ζωής. Ένα αφήγημα χωρίς θεατρικές κορυφώσεις, αλλά με συνέπεια και μια φωνή που έμοιαζε να κουβαλά πάντα λίγο καπνό, λίγη σκόνη και πολλή αλήθεια.

Video Url

Η διαδρομή ξεκίνησε το 1978 με το «Whatever Happened to Benny Santini?», έναν δίσκο που τον έβαλε απότομα στο προσκήνιο. Το «Fool (If You Think Its Over)» έγινε επιτυχία, ιδιαίτερα στην Αμερική, ένα από τα 100 πιο πετυχημένα τραγούδια της χρονιάς για την αγορά της, και για χρόνια έμοιαζε να τον ορίζει. Όμως κάτω από αυτή την επιτυχία υπήρχε ήδη μια απόσταση. Κομμάτια όπως το «Because of You» αποκάλυπταν έναν εσωστρεφή τραγουδοποιό με φωνή βραχνή και ανθρώπινη, πολύ πιο ουσιώδη από το περιτύλιγμα της εποχής που του δόθηκε. Από τόσο νωρίς, ο Chris Rea έδειχνε να μην ανήκει απόλυτα στην εικόνα που προβαλλόταν γι’ αυτόν.

Το 1979, με το «Deltics», η απόσταση αυτή έγινε πιο εμφανής. Η παραγωγή του Gus Dudgeon τον έφερνε κοντά σε γνώριμες φόρμες της βρετανικής pop και των τραγουδοποιών, με εμφανείς αναφορές στον Elton John και τον Billy Joel, όμως ο ίδιος έμοιαζε ήδη να κοιτά αλλού. Το ομώνυμο «Deltics», οι μπαλάντες «She Gave It Away» και «The Things That Lovers Do», αλλά και η εμμονή με εικόνες κίνησης και τρένων, έδειχναν έναν δημιουργό που αντιλαμβανόταν τη μουσική ως ταξίδι δημιουργικό παρά ως μέσω επιτυχίας ενός ποπ σταρ. Ο δίσκος δεν άλλαξε την εμπορική του μοίρα, αλλά χάραξε τις πρώτες καθαρές γραμμές.

Το 1980, με το «Tennis», ο Chris Rea άρχισε να αποδεσμεύεται συνειδητά. Αυτοπαραγωγή, μεγαλύτερες διάρκειες, λιγότερη προσοχή στο αν κάποιο τραγούδι μπορεί να λειτουργήσει ως single. Το «Every Time I See You Smile» και το «Stick It» χτίζονταν αργά, σχεδόν πεισματικά. Ο δίσκος δεν βρήκε ανταπόκριση στην εποχή του, αλλά σήμερα ακούγεται σαν η πρώτη στιγμή ελευθερίας ενός καλλιτέχνη που προτίμησε να αποτύχει μόνος του παρά να επιτύχει αλλοτριωμένος.

Η σταθεροποίηση ήρθε στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ως αποτέλεσμα συσσώρευσης εμπειρίας και συνειδητών επιλογών. Το «Chris Rea» του 1982 και το «Water Sign» του 1983 σηματοδοτούν τη φάση κατά την οποία ο Chris Rea διαμόρφωσε τον προσωπικό του άξονα και έθεσε τα θεμέλια μιας πορείας αντοχής. Εκείνη την περίοδο, η καριέρα του απέκτησε εσωτερική συνοχή, με τους δίσκους να λειτουργούν ως κεφάλαια ενός ενιαίου αφηγήματος που εξελίσσεται αργά και σταθερά. Το «Chris Rea» του 1982 λειτουργεί ως πράξη αυτοπροσδιορισμού. Τα «Loving You» και «If You Choose to Go» αναδεικνύουν μια γραφή προσηλωμένη στη λεπτομέρεια και στη διάρκεια, με τη μελωδία να αναπτύσσεται σε χαμηλές εντάσεις και τη φωνή να κινείται αφηγηματικά. Το «Runaway» και το «When You Know Your Love Has Died» εδραιώνουν έναν τρόπο έκφρασης όπου το συναίσθημα προκύπτει από την επανάληψη και τη σταδιακή συσσώρευση, στοιχείο που θα χαρακτηρίσει όλη τη μετέπειτα διαδρομή του. Ο δίσκος κατέγραψε περιορισμένη εμπορική απήχηση, προσέφερε όμως στον δημιουργό τον απαραίτητο χώρο για να εξελίξει το προσωπικό του ιδίωμα χωρίς παρεμβολές.

Το «Water Sign» της επόμενης χρονιάς αποτελεί το σημείο όπου αυτή η κατεύθυνση αποκτά καθαρό περίγραμμα. Το «Nothings Happening by the Sea» ανοίγει έναν κόσμο εσωτερικής έντασης μέσα από ακινησία και υπομονή, με τον ρυθμό να κυλά σχεδόν ανεπαίσθητα και τη φυσαρμόνικα να λειτουργεί ως συναισθηματικός δείκτης. Το «Loves Strange Ways» συνεχίζει με λεπτοδουλεμένη ισορροπία ανάμεσα στη φωνή και τo slide παίξιμό του, ενώ το «I Can Hear Your Heartbeat» εισάγει έναν πιο σταθερό παλμό που υποστηρίζει την αφήγηση χωρίς να τη διακόπτει. Το «Texas» προσθέτει την αίσθηση της διαδρομής και της απόστασης, προαναγγέλλοντας τη θεματική του δρόμου που θα αποκτήσει κεντρικό ρόλο στα επόμενα χρόνια, και το «Candles» κλείνει τον κύκλο με έναν τόνο προσωπικής εγγύτητας. Σε επίπεδο απήχησης, το «Water Sign» βρήκε ανταπόκριση σε συγκεκριμένα ακροατήρια και ραδιοφωνικά περιβάλλοντα, κυρίως στην Ευρώπη, και καθιέρωσε τον Chris Rea ως δημιουργό με αναγνωρίσιμη ταυτότητα. Αυτή η περίοδος συγκρότησε τη βάση πάνω στην οποία θα στηριχθούν οι επόμενες κορυφώσεις. Ο απολογισμός σήμερα αναδεικνύει δύο δίσκους που προσέθεσαν βάθος, κατεύθυνση και διάρκεια στην καριέρα του, μετατρέποντας τη διαδρομή του σε υπόθεση συνέπειας και προσωπικής φωνής.

Το «Wired to the Moon» του 1984 έφερε μια απροσδόκητη αλλά όχι τυχαία στροφή στη διαδρομή του Chris Rea, και ήδη από την εποχή της κυκλοφορίας του αντιμετωπίστηκε από τον μουσικό τύπο ως ένας «μεταβατικός» δίσκος. Πολλοί κριτικοί, ιδιαίτερα σε βρετανικά και ευρωπαϊκά έντυπα, σημείωσαν ότι το άλμπουμ δεν ήταν μια απόπειρα εμπορικής επανατοποθέτησης, αλλά μια συνειδητή διεύρυνση της παλέτας του. Το «Bombollini», που ανοίγει τον δίσκο, σχολιάστηκε ευρέως ως το πιο αιφνιδιαστικό κομμάτι που είχε ηχογραφήσει μέχρι τότε, με τις έντονες έθνικ επιρροές, τα κρουστά που παραπέμπουν σε τελετουργικό ρυθμό και τη χρήση πνευστών όπως τα pan pipes να συνδέονται από κριτικούς με τη μόδα της εποχής για world music, την οποία είχαν ήδη φέρει στο προσκήνιο σχήματα όπως οι Incantation. Παρ’ όλα αυτά, αρκετές κριτικές τόνιζαν ότι ο Rea δεν αντιμετώπισε αυτά τα στοιχεία ως εξωτικό διακοσμητικό, αλλά τα ενσωμάτωσε οργανικά στο προσωπικό του ύφος. Το υπόλοιπο άλμπουμ, λειτουργεί σαν αντίβαρο στο «Bombollini». Τραγούδια όπως το «Wired to the Moon» και το «Shine Shine Shine» επαναφέρουν τον γνώριμο μελωδικό πυρήνα του Rea, με mid-tempo ρυθμούς, καθαρές δομές και εκείνο το χαρακτηριστικό παίξιμο της κιθάρας του που, όπως έγραφαν κριτικοί στο Melody Maker και στο Music Week, «δεν επιβάλλεται ποτέ, αλλά κινείται σαν σκιά πίσω από τη φωνή». Η παραγωγή θεωρήθηκε πιο στιβαρή από προηγούμενους δίσκους, λιγότερο ατμοσφαιρική από το «Water Sign», αλλά πιο καθαρή και άμεση, κάτι που αρκετοί απέδωσαν στη σταδιακή ωρίμανση του Rea ως αυτοδύναμου δημιουργού μέσα στο στούντιο. Ιδιαίτερη μνεία έγινε και στο γεγονός ότι, παρά τις πειραματικές στιγμές, το «Wired to the Moon» δεν εγκαταλείπει ποτέ τη βασική του ταυτότητα. Κριτικοί παρατήρησαν ότι ακόμη και στα πιο pop-rock κομμάτια, που κάποιοι χαρακτήρισαν σχεδόν MOR, υπάρχει μια υπόγεια μελαγχολία και μια αίσθηση κίνησης που συνδέει το άλμπουμ με τη συνολική θεματολογία του δρόμου και της μετάβασης που διαπερνά τη δισκογραφία του Rea. Η επιλογή της δισκογραφικής να προωθήσει ως single το πιο ανάλαφρο και Elton-John-ικό «I Dont Know What It Is But I Love It» σχολιάστηκε αρνητικά σε αρκετές κριτικές, με την άποψη ότι δεν αντιπροσώπευε τον πραγματικό χαρακτήρα του άλμπουμ. Σε αναδρομικές αποτιμήσεις, το «Wired to the Moon» συχνά περιγράφεται πλέον ως κρίσιμος κρίκος. Δεν είναι ούτε από τα πιο αγαπημένα ούτε από τα πιο επιτυχημένα έργα του Chris Rea, αλλά θεωρείται καθοριστικό επειδή δείχνει έναν καλλιτέχνη που δοκιμάζει νέα υλικά χωρίς να διαλύει το οικοδόμημα που έχει ήδη χτίσει. Είναι μια κίνηση αναζήτησης, όπως γράφτηκε, που προετοίμασε το έδαφος για την πιο καθαρή, πιο σίγουρη γραφή που θα ακολουθούσε στο «Shamrock Diaries» και, τελικά, στην ώριμη περίοδο της ευρείας αποδοχής του.

Το 1985, με το «Shamrock Diaries», ήρθε ο συγχρονισμός ανάμεσα στη διαδρομή του Chris Rea και στο ακροατήριο που μέχρι τότε τον παρακολουθούσε από απόσταση. Ο δίσκος ηχογραφήθηκε σε μια περίοδο όπου ο Rea είχε πλέον αποκτήσει πλήρη έλεγχο της γραφής και της παραγωγής του και αυτό αποτυπώνεται με ακρίβεια. Η αισθητική του άλμπουμ βασίζεται σε καθαρές δομές, σε ρυθμούς με σαφή παλμό και σε ενορχηστρώσεις που αποφεύγουν τόσο την υπερφόρτωση όσο και την αφαίρεση. Η κιθάρα, συχνά με διακριτικό slide, λειτουργεί ως αφηγηματικός άξονας, ενώ τα πνευστά και τα πλήκτρα χρησιμοποιούνται στοχευμένα για να ανοίξουν τον ήχο χωρίς να τον απομακρύνουν από το κέντρο του τραγουδιού. Το «Stainsby Girls» αποτέλεσε τον πρώτο σαφή δίαυλο επικοινωνίας με το βρετανικό κοινό. Με σαφή ρυθμική κίνηση, σχεδόν springsteenική στη φόρμα, και με στίχους που αντλούν από συγκεκριμένες μνήμες της εφηβείας του Rea στο Middlesbrough, το τραγούδι συνδύασε προσωπική αφήγηση και άμεση μελωδία. Η επιτυχία του ήταν μετρήσιμη, καθώς μπήκε στο UK Top 30 και έδωσε στο άλμπουμ την απαραίτητη ώθηση. Το «Josephine», γραμμένο για την κόρη του, κινήθηκε σε διαφορετικό άξονα. Η μελωδία είναι απλή, σχεδόν κυκλική, και η ενορχήστρωση κρατά χαμηλά τις εντάσεις, δίνοντας έμφαση στη φωνή. Το τραγούδι λειτούργησε ως συναισθηματικός πυρήνας του δίσκου και παρέμεινε ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα κομμάτια του ρεπερτορίου του Rea. Το «All Summer Long» αποδείχθηκε κομβικό. Με ρυθμό που κυλά αβίαστα και με μια μελωδική γραμμή που δεν στηρίζεται σε ρεφρέν-έκρηξη αλλά σε διάρκεια, το τραγούδι πέρασε φυσικά στο ραδιόφωνο και στο ευρύτερο ακροατήριο. Δεν ήταν το μεγαλύτερο chart hit της εποχής, αλλά απέκτησε άμεση απήχηση και, με τα χρόνια, εξελίχθηκε σε ένα από τα πιο ανθεκτικά τραγούδια του καταλόγου του. Η παρουσία του στο «Shamrock Diaries» έδωσε στο άλμπουμ μια αίσθηση εποχικής ελευθερίας, χωρίς να διαταράσσει τη συνοχή του. Η ισορροπία του δίσκου ολοκληρώνεται με το «Hired Gun». Τοποθετημένο στο τέλος, με διάρκεια που ξεπερνά τα οκτώ λεπτά, το κομμάτι αναπτύσσεται αργά, με βαριά ρυθμική βάση και σταδιακή συσσώρευση έντασης. Η κιθάρα εδώ αποκτά πιο σκοτεινό ρόλο και η αφήγηση μετατοπίζεται από την προσωπική μνήμη σε μια πιο απειλητική, σχεδόν κινηματογραφική ατμόσφαιρα. Το τραγούδι λειτουργεί ως υπενθύμιση ότι, ακόμη και μέσα στη μεγαλύτερη αποδοχή, ο κόσμος του Chris Rea διατηρεί βάθος και σκιά.

Το «On the Beach» του 1986 αποτελεί μία από τις πιο ολοκληρωμένες στιγμές της δισκογραφίας του Chris Rea, έναν δίσκο που ξεπερνά τα τραγούδια-δηλώσεις αλλά βασίζεται σε ατμόσφαιρα, ροή και λεπτομέρεια τους με μια ολοκληρωμένη ματιά αισθητικής. Με μια παραγωγή που δίνει χώρο στην αναπνοή των οργάνων και μια ρυθμική βάση πιο χαμηλής έντασης, ο Rea χτίζει έναν κόσμο όπου το παίξιμό του λειτουργεί αφηγηματικά και διακριτικά. Το ομώνυμο «On the Beach» συμπυκνώνει τη φιλοσοφία του άλμπουμ με τον αργό, διαλογιστικό του ρυθμό, ενώ το «Little Blonde Plaits» και το «Lucky Day» αναδεικνύουν τη μνήμη και τη χαλάρωση μέσα από λιτές μελωδίες και ευέλικτο χρονισμό. Το «Its All Gone» λειτουργεί ως συναισθηματικός πυρήνας, μια αποδοχή της απώλειας χωρίς μελοδραματισμό, και το «Crack That Mould» αποκαλύπτει την πιο νευρώδη πλευρά του Rea που σκόπιμα μένει στο περιθώριο για χάρη της συνοχής. Συνολικά, το άλμπουμ αποτυπώνει τον Chris Rea ως δημιουργό που έχει πλήρη επίγνωση του μέσου του και επιλέγει τη σιωπηλή ένταση και τη μουσική λεπτομέρεια αντί για τον εντυπωσιασμό, καθιστώντας το «On the Beach» έναν διαχρονικό δίσκο για ακροατές που ακούν σε βάθος.

Το «Dancing With Strangers» του 1987 καταγράφει τον Chris Rea στη στιγμή όπου η αναγνώριση αποκτά σαφή, μετρήσιμη διάσταση και ταυτόχρονα βαθαίνει θεματικά. Ο δίσκος ανέβηκε έως το νούμερο 2 στο UK Albums Chart και, με την πάροδο του χρόνου, πιστοποιήθηκε 5× Πλατινένιος από τη BPI, ξεπερνώντας τις 1.500.000 πωλήσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτή η επίδοση δεν λειτούργησε ως αλλαγή κατεύθυνσης, αλλά ως ενίσχυση του βάρους μιας φωνής που ήδη είχε διαμορφωθεί. Η μαζική αποδοχή έδωσε μεγαλύτερη εμβέλεια σε έναν κόσμο που παρέμενε εσωστρεφής, παρατηρητικός και προσανατολισμένος στη διάρκεια. Ηχογραφημένο σε περίοδο έντονης δημιουργικής δραστηριότητας, το άλμπουμ φέρει την υπογραφή ενός δημιουργού που συμμετέχει ενεργά στην παραγωγή και ελέγχει με ακρίβεια τα μέσα του. Τα συνθεσάιζερ και τα προγραμματισμένα ρυθμικά μοτίβα ενσωματώνονται σε σταθερές δομές, χωρίς να καλύπτουν τον οργανικό πυρήνα της γραφής του. Η κιθάρα διατηρεί τον ρόλο του αφηγητή, εμφανίζεται με οικονομία και λειτουργεί περισσότερο σχολιαστικά παρά επιδεικτικά. Το «Curse of the Traveller» θέτει από νωρίς τον άξονα του δίσκου, με τον δρόμο να παρουσιάζεται ως διαρκής κατάσταση. Ο σχεδόν μηχανικός ρυθμός και η συγκρατημένη φωνή δημιουργούν την αίσθηση μιας πορείας που συνεχίζεται χωρίς παύση. Το «September Blue» μεταφέρει το βάρος στην εσωτερική φθορά, με μελαγχολική μελωδία και ενορχήστρωση που αφήνει χώρο στη φωνή να λειτουργήσει ως φορέας εμπειρίας. Το «Loving You Again» και το «Joys of Christmas» εισάγουν μια διάσταση οικειότητας και επιστροφής, όχι ως αντίθεση αλλά ως αναγκαία ισορροπία μέσα σε έναν δίσκο διαποτισμένο από κίνηση και απόσταση. Ιδιαίτερη θέση κατέχει το «Driving Home for Christmas», το οποίο εδώ εμφανίζεται στην αρχική του μορφή, λιτή και πλήρως ενταγμένη στη θεματική της διαδρομής και της επιστροφής, πριν αποκτήσει τη μεταγενέστερη αυτόνομη, εορταστική του ζωή.

Το 1989, όλα όσα ο Chris Rea είχε δοκιμάσει, υπαινιχθεί και καλλιεργήσει την προηγούμενη δεκαετία συμπυκνώθηκαν στο «The Road to Hell», έναν δίσκο που αντιμετωπίστηκε σχεδόν αμέσως από τον μουσικό Τύπο ως το σημείο καμπής της καριέρας του. Πολλές εφημερίδες και περιοδικά της εποχής, από τον βρετανικό ημερήσιο Τύπο μέχρι εξειδικευμένα μουσικά έντυπα, μίλησαν για έναν δίσκο που κατάφερε κάτι σπάνιο. Να είναι εμπορικά ισχυρός χωρίς να θυσιάζει τον χαρακτήρα του δημιουργού του. Το ομώνυμο «The Road to Hell» σχολιάστηκε ως ένα τραγούδι που συνομιλεί με την κοινωνική πραγματικότητα της ύστερης θατσερικής Βρετανίας, μιλώντας για φόβο, αποξένωση και κυνισμό, χωρίς κραυγές και χωρίς πολιτικά συνθήματα. Η δύναμή του, όπως σημείωναν αρκετοί κριτικοί, βρισκόταν ακριβώς σε αυτή τη χαμηλόφωνη αφήγηση, στο γεγονός ότι η αγανάκτηση δεν εκφράζεται με οργή αλλά με κόπωση. Μουσικά, το κομμάτι αναλύθηκε εκτενώς για τη δομή του. Η αργή εισαγωγή, σχεδόν κινηματογραφική, με τα συνθεσάιζερ να δημιουργούν ένα κλίμα αναμονής έως και απειλής, θεωρήθηκε από πολλούς ως καθοριστική για την επιτυχία του τραγουδιού. Όταν τελικά μπαίνει ο ρυθμός και η κιθάρα, δεν υπάρχει ξέσπασμα αλλά μια βαριά, σταθερή πορεία, σαν αμαξοστοιχία που δεν μπορεί πια να αλλάξει τροχιά. Περιοδικά όπως το Q και το Music Week επεσήμαναν ότι ο Rea αξιοποιεί εδώ την κιθαριστική του δεινότητα όχι ως blues επίδειξη, αλλά ως στοιχείο δραματουργίας, με μικρές φράσεις που λειτουργούν σαν σχόλια πάνω στον στίχο και όχι σαν αυτόνομα σόλο. Ολόκληρο το άλμπουμ αντιμετωπίστηκε ως συνεκτικό έργο και όχι ως απλή συλλογή τραγουδιών. Κομμάτια όπως το «Looking for a Rainbow» και το «Thats What They Always Say» σχολιάστηκαν για το πώς εξισορροπούν τον κοινωνικό προβληματισμό με την προσωπική αφήγηση, ενώ το «You Must Be Evil» και το «I Just Wanna Be with You» πρόσθεταν πιο ανθρώπινες, σχεδόν εξομολογητικές στιγμές. Κριτικοί τόνισαν ότι ο Chris Rea καταφέρνει να μιλήσει για μεγάλα θέματα χωρίς να εγκαταλείπει τη μικρή κλίμακα, τον εσωτερικό τόνο και τη μουσική λιτότητα που τον χαρακτήριζε από τα πρώτα του χρόνια. Η επιτυχία υπήρξε τεράστια, με το άλμπουμ να φτάνει στην κορυφή των βρετανικών charts και να καθιερώνει οριστικά τον Rea ως έναν από τους σημαντικότερους Βρετανούς καλλιτέχνες της εποχής του. Παρ’ όλα αυτά, πολλά άρθρα της περιόδου υπογράμμιζαν τη σχεδόν αμήχανη στάση του απέναντι στη φήμη. Σε συνεντεύξεις του ίδιου διαστήματος, ο Chris Rea εμφανιζόταν επιφυλακτικός, αποφεύγοντας να μιλήσει για θρίαμβο και αντιμετωπίζοντας τον δίσκο περισσότερο ως καταγραφή μιας στιγμής παρά ως τελική άφιξη. Αυτή η στάση αποτυπώθηκε και στη μουσική του, η οποία, παρά τη δυναμική της, δεν προσπαθεί ποτέ να εντυπωσιάσει με ένταση ή μεγαλόστομες χειρονομίες. Έτσι, το «The Road to Hell» καθιερώθηκε όχι μόνο ως εμπορικό αποκορύφωμα, αλλά και ως καλλιτεχνικό σημείο ισορροπίας. Ένας δίσκος που, όπως έγραψαν αρκετοί κριτικοί, μοιάζει να γνωρίζει ότι η επιτυχία είναι απλώς ένας ενδιάμεσος σταθμός. Κι αυτός ο αυτοέλεγχος, αυτή η επίγνωση της προσωρινότητας, είναι ίσως ο λόγος που το άλμπουμ αντέχει ακόμη, ως ζωντανή μαρτυρία ενός δημιουργού που ήξερε πότε να προχωρά χωρίς να θριαμβολογεί.

Το «Auberge» του 1991 αποτυπώθηκε ως ένας δίσκος όπου ο Chris Rea δεν κεφαλαιοποιεί απλώς την επιτυχία του «The Road to Hell», αλλά τη μετατρέπει σε προσωπικό χώρο έκφρασης. Η άνοδος στο νούμερο 1 του βρετανικού chart στις αρχές της άνοιξης επιβεβαίωσε τη θέση του στο ευρύ κοινό, όμως ο τόνος του άλμπουμ παρέμεινε ήρεμος, σχεδόν στοχαστικός. Πολλοί στάθηκαν στο γεγονός ότι η εμπειρία δεκαετιών δεν οδήγησε σε ρουτίνα, αλλά σε μεγαλύτερη άνεση και φυσικότητα. Η laid-back φωνή του Rea λειτουργεί εδώ ως κεντρικός άξονας, δίνοντας στα τραγούδια έναν χαρακτήρα χαλαρής αυτοπεποίθησης, όπου ακόμη και οι πιο έντονες στιγμές μοιάζουν ελεγχόμενες. Το ομώνυμο «Auberge» ξεκινά με σκηνοθετημένη εισαγωγή που σχολιάστηκε έντονα από τον τύπο, με ήχους κίνησης και καθημερινότητας να οδηγούν σε ένα κομμάτι που εξελίσσεται σε bluesy, σχεδόν country αφήγηση. Η slide κιθάρα, τα πνευστά και τα πλήκτρα συνδυάζονται σε ένα σύνολο που θύμισε σε αρκετούς μια πιο χαλαρή, περιπλανώμενη εκδοχή του ήχου των Dire Straits, χωρίς να χάνει τη δική του ταυτότητα. Το «Looking for the Summer» περιγράφηκε ως τραγούδι με αποπνικτική, καλοκαιρινή ατμόσφαιρα, όπου ο ρυθμός παραμένει σχετικά ομαλός, αλλά η αίσθηση αναζήτησης και ανησυχίας διαπερνά τη μελωδία και την ενορχήστρωση. Οι μπαλάντες «Gone Fishing», «Heaven» και «Sing a Song of Love to Me» αναδείχθηκαν από πολλές κριτικές ως οι στιγμές όπου ο Chris Rea βρίσκεται απολύτως στο στοιχείο του. Στο «Gone Fishing», η λιτή δομή, το διακριτικό μπάσο και η υπνωτική slide κιθάρα δημιουργούν μια αίσθηση αποδοχής και ξεκούρασης, που ερμηνεύτηκε ως σχόλιο πάνω στην ανάγκη επιστροφής στα απλά. Το «Heaven» σχολιάστηκε για την καθαρότητα των στίχων και το ανοιχτό ηχητικό τοπίο, ενώ το «Sing a Song of Love to Me» ξεχώρισε για την τρυφερότητα και την προσεγμένη χρήση πιάνου και εγχόρδων. Στις πιο δυναμικές στιγμές, το «Set Me Free» θεωρήθηκε από αρκετούς ως από τα κορυφαία κομμάτια του δίσκου. Η σταδιακή του ανάπτυξη, από συγκρατημένη αρχή σε ξέσπασμα με έντονα κιθαριστικά και πλούσια ενορχήστρωση, παρουσιάστηκε ως παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο ο Rea χειρίζεται την ένταση χωρίς υπερβολή. Το «Every Second Counts», με τη reggae-χρωματισμένη ρυθμική του βάση, προκάλεσε ευχάριστη έκπληξη, καθώς η μίξη blues κιθάρας και χαλαρού groove χαρακτηρίστηκε απρόσμενα λειτουργική. Το «And You My Love», αγαπημένο, σχολιάστηκε για τη μελαγχολική του διάθεση και τη χρήση πλήκτρων και εγχόρδων, στοιχεία που πρόσθεσαν βάθος και συναισθηματικό βάρος. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει και στην ενορχηστρωτική ποικιλία του άλμπουμ. Η παρουσία του Max Middleton στο πιάνο και στις ενορχηστρώσεις εγχόρδων θεωρήθηκε καθοριστική για τον ζεστό, ώριμο ήχο του δίσκου, ενώ η χρήση διαφορετικών κιθαρών και πλήκτρων, από Hammond έως Fender Rhodes, έδωσε στο «Auberge» μια διακριτική μελαγχολία, ιδιαίτερα στα τελευταία κομμάτια. Το κλείσιμο με το «The Mention of Your Name» περιγράφηκε ως σχεδόν κινηματογραφικό, με ορχηστρική διάθεση που άφηνε την αίσθηση ενός ήρεμου, αλλά φορτισμένου επιλόγου. Στον συνολικό απολογισμό των κριτικών της εποχής, το «Auberge» παρουσιάστηκε ως άλμπουμ ισορροπίας. Ένα έργο που στέκεται άνετα δίπλα στο «The Road to Hell», χωρίς να το μιμείται, και που ανέδειξε έναν Chris Rea συμφιλιωμένο με τη διαδρομή του, ικανό να μετατρέπει την εμπειρία σε μουσική αφήγηση με διάρκεια και ουσία.

Το «Gods Great Banana Skin» του 1992 αντιμετωπίστηκε στην εποχή του ως ένας δίσκος που αποκάλυπτε μια πιο χαλαρή αλλά και πιο σοφή πλευρά του Chris Rea, χωρίς να μειώνει το καλλιτεχνικό του βάρος. Κριτικές στάθηκαν ιδιαίτερα στον τρόπο με τον οποίο ο Rea συνδύαζε το μπλουζ υπόβαθρο με μια σχεδόν ειρωνική ματιά στην πίστη, τη μοίρα και την καθημερινή ανθρώπινη ανασφάλεια. Το ομώνυμο «Gods Great Banana Skin» σχολιάστηκε ως χαρακτηριστικό παράδειγμα της ικανότητάς του να χρησιμοποιεί το χιούμορ όχι για να ελαφρύνει το περιεχόμενο, αλλά για να το κάνει πιο ανθρώπινο, με τη φυσαρμόνικα και το χαλαρό groove να λειτουργούν σαν αντίβαρο σε στίχους που μιλούν για τύχη, φόβο και αυταπάτες. Ιδιαίτερη μνεία έγινε στο «Nothing to Fear», ως μία από τις πιο ώριμες συνθέσεις του. Το AllMusic το περιέγραψε ως ένα μακρόσυρτο, υποβλητικό κομμάτι όπου το slide guitar χτίζει ένταση χωρίς κορύφωση, δημιουργώντας μια αίσθηση απειλής και αποδοχής ταυτόχρονα. Το άλμπουμ συνολικά θεωρήθηκε λιγότερο «σφιχτό» από το «Auberge», αλλά πιο στοχαστικό, με παραγωγή που άφηνε χώρο στις λεπτομέρειες και στη φωνή του Rea να ακούγεται κουρασμένη αλλά γαλήνια. Εφημερίδες όπως ο Guardian σημείωσαν ότι, παρότι δεν είχε την άμεση δυναμική των προηγούμενων επιτυχιών, το «Gods Great Banana Skin» λειτουργούσε ως δίσκος βάθους, που ανταμείβει την προσεκτική ακρόαση.

Το «Espresso Logic» του 1993 αποτέλεσε έναν από τους πιο χαμηλόφωνους και εσωστρεφείς σταθμούς της διαδρομής του Chris Rea, και ήδη από την κυκλοφορία του αντιμετωπίστηκε από τον ευρωπαϊκό μουσικό Τύπο ως ένας δίσκος που απευθύνεται περισσότερο στη διάθεση παρά στο άμεσο αποτέλεσμα. Κριτικές σε περιοδικά όπως το Q και το Mojo μίλησαν για ένα άλμπουμ «νυχτερινό», σχεδόν κινηματογραφικό, όπου η blues και jazz αίσθηση δεν λειτουργεί ως επίδειξη ύφους αλλά ως φυσικό περιβάλλον για τη φωνή και την αφήγηση του Rea. Η παραγωγή, λιτή και σκοτεινή, αφήνει χώρο στις παύσεις και στη χαμηλή ένταση, κάτι που αρκετοί κριτικοί χαρακτήρισαν συνειδητή απομάκρυνση από την πιο εξωστρεφή περίοδο των μεγάλων επιτυχιών. Στην ευρωπαϊκή έκδοση του δίσκου, τραγούδια όπως το «Johnny Needs a Fast Car» ξεχώρισαν για τον αφηγηματικό τους χαρακτήρα. Κριτικοί σημείωσαν ότι πρόκειται για ένα κομμάτι που θυμίζει μικρή αστική ιστορία, με τον ρυθμό να κυλά σταθερά και τη φωνή του Chris Rea να λειτουργεί περισσότερο ως παρατηρητής παρά ως πρωταγωνιστής. Η κιθάρα κινείται διακριτικά, χωρίς να διεκδικεί χώρο, ενισχύοντας την αίσθηση κίνησης και μετάβασης που διαπερνά το άλμπουμ. Το «Julia», αντίθετα, σχολιάστηκε ευρέως ως η πιο άμεση και φωτεινή στιγμή του δίσκου. Το Q ανέφερε ότι πρόκειται για ένα από τα τραγούδια όπου ο Rea καταφέρνει να συνδυάσει τρυφερότητα και απλότητα, αποδεικνύοντας πως ακόμη και μέσα σε ένα σκοτεινό, νυχτερινό πλαίσιο μπορούσε να γράψει μελωδίες που αγγίζουν χωρίς να γίνονται γλυκερές. Σημαντικό στοιχείο στις κριτικές της εποχής υπήρξε και η διάκριση ανάμεσα στην ευρωπαϊκή και την αμερικανική έκδοση του άλμπουμ. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το «Espresso Logic» κυκλοφόρησε με διαφοροποιημένη tracklist, περιλαμβάνοντας τραγούδια από το «Gods Great Banana Skin», το οποίο δεν είχε κυκλοφορήσει τότε στην αμερικανική αγορά. Αρκετοί κριτικοί επεσήμαναν ότι αυτή η επιλογή αλλοίωσε κάπως την ατμόσφαιρα του δίσκου, καθώς τα επιπλέον κομμάτια έδιναν μια πιο bluesy και λιγότερο συνεκτική εικόνα σε σχέση με τη σκοτεινή, ενιαία ροή της ευρωπαϊκής έκδοσης. Το Rolling Stone Album Guide σημείωνε ότι η αμερικανική έκδοση είναι πιο «γεμάτη», αλλά λιγότερο εστιασμένη ως σύνολο. Συνολικά, το «Espresso Logic» δεν αντιμετωπίστηκε ποτέ ως δίσκος εντυπωσιασμού. Αντίθετα, οι περισσότερες κριτικές συμφωνούσαν ότι πρόκειται για έργο ωριμότητας, όπου ο Chris Rea επιλέγει να χαμηλώσει τα φώτα, να απλοποιήσει τα μέσα και να εμπιστευτεί την ατμόσφαιρα. Ένας δίσκος που ίσως δεν διεκδίκησε ποτέ κεντρική θέση στη δημόσια συζήτηση, αλλά που με τον χρόνο αναγνωρίστηκε ως κρίσιμος κρίκος στη μετάβαση του Rea προς ακόμη πιο προσωπικές και εσωτερικές μορφές έκφρασης. Μαζί, το «Gods Great Banana Skin» και το «Espresso Logic» σχηματίζουν ένα δίπτυχο ωριμότητας. Δεν επιδίωξαν τον εντυπωσιασμό ούτε προσπάθησαν να επαναλάβουν παλιές επιτυχίες. Αντίθετα, πρόσθεσαν καλλιτεχνικό βάθος στη διαδρομή του Chris Rea, δείχνοντας έναν δημιουργό που προτιμούσε να χαμηλώνει τα φώτα, να απλοποιεί τις κινήσεις του και να εμπιστεύεται περισσότερο τη σιωπή ανάμεσα στις νότες.

Το «The Blue Cafe» του 1998 τοποθετεί τον Chris Rea σε μια φάση εσωτερικής παρατήρησης και σκόπιμης αποστασιοποίησης από τις βεβαιότητες της προηγούμενης δεκαετίας. Η ηχογράφηση πραγματοποιήθηκε με έμφαση στον έλεγχο της ατμόσφαιρας και όχι στη δυναμική του τραγουδιού, με τον Rea να κρατά καθοριστικό ρόλο στην παραγωγή και να επιλέγει έναν ήχο που συνδυάζει οργανικά όργανα με σύγχρονα ρυθμικά στοιχεία. Τα προγραμματισμένα beats και οι ηλεκτρονικές υφές δεν κυριαρχούν, αλλά δημιουργούν ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο η φωνή και η κιθάρα μπορούν να κινηθούν με άνεση και ακρίβεια. Το «Where Do We Go From Here?» λειτουργεί ως πυρήνας του άλμπουμ. Η δομή του βασίζεται σε επαναληπτικό ρυθμό και συγκρατημένη μελωδία, με την κιθάρα να παρεμβαίνει ελάχιστα, σχεδόν σχολιαστικά. Το ερώτημα του τίτλου αποκτά συλλογική διάσταση, ειπωμένο χωρίς δραματική ένταση αλλά με αίσθηση σταθερής ανησυχίας. Το «Sweet Summer Day» κινείται σε διαφορετικό τόνο, με πιο ανοιχτή μελωδική γραμμή και ρυθμό που κυλά φυσικά. Η παραγωγή εδώ αφήνει περισσότερο χώρο στην κιθάρα, θυμίζοντας ότι ο Rea διατηρεί την ικανότητα να δημιουργεί τραγούδια άμεσης επαφής χωρίς να αλλοιώνει το συνολικό κλίμα του δίσκου. Το «Thinking of You» αναπτύσσεται σε χαμηλές εντάσεις, με έμφαση στη φωνή και στη σταθερή ρυθμική βάση. Η ενορχήστρωση παραμένει λιτή, επιτρέποντας στο τραγούδι να λειτουργήσει ως εσωτερικός μονόλογος. Το «Im Still Holding On» προσθέτει αίσθηση επιμονής και συνέχειας, με πιο ξεκάθαρο παλμό και κιθάρα που υποστηρίζει τη μελωδία χωρίς να την επισκιάζει. Στο «The Blue Cafe», που κλείνει τον δίσκο, η ατμόσφαιρα γίνεται πιο σκοτεινή και νυχτερινή. Η παραγωγή δίνει έμφαση στον χώρο και στη διάρκεια, δημιουργώντας την αίσθηση ενός καταφυγίου όπου η κίνηση επιβραδύνεται και η αφήγηση ολοκληρώνεται χωρίς κορύφωση. Στον απολογισμό της καριέρας του Chris Rea, το «The Blue Cafe» εδραιώνει τον ρόλο του ως δημιουργού που χειρίζεται την παραγωγή και τη γραφή με ακρίβεια, επιλέγοντας τη διάρκεια και την ατμόσφαιρα ως κύρια μέσα έκφρασης. Ένας δίσκος που λειτουργεί ως νυχτερινή στάση, όπου η μουσική παραμένει χαμηλόφωνη αλλά ουσιαστική.

Η πορεία δεν υπήρξε αψεγάδιαστη και αυτό αποτυπώθηκε καθαρά στο «The Road to Hell: Part 2» του 1999, έναν δίσκο που ήδη από την κυκλοφορία του δίχασε κοινό και κριτικούς. Πολλά μουσικά έντυπα της εποχής μίλησαν για μια απότομη απομάκρυνση από τον οργανικό, γήινο ήχο που είχε καθιερώσει τον Chris Rea στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Ο ηλεκτρονικός, προγραμματισμένος χαρακτήρας του άλμπουμ, με τα ψυχρά beats και τη σχεδόν βιομηχανική υφή, άφηνε την κιθάρα σε δευτερεύοντα ρόλο, κάτι που φάνηκε έντονα σε κομμάτια όπως το «E» και το «Marvin», παρεμπιπτόντως από τις καλύτερες στιγμές του δίσκου. Εκεί, η φωνή του Rea ακούγεται σχεδόν εγκλωβισμένη μέσα στο όλο μίγμα, σαν να σχολιάζει έναν κόσμο που τον απωθεί. Αν και ο ίδιος επιδίωκε να αποτυπώσει το άγχος και την αποξένωση της μεταβατικής εποχής προς τη νέα χιλιετία, αρκετοί κριτικοί θεώρησαν ότι η μουσική γλώσσα του δίσκου δεν εξυπηρετούσε το βάθος των θεμάτων του και ότι το αποτέλεσμα έμοιαζε περισσότερο με πείραμα παρά με φυσική εξέλιξη.

Ακριβώς γι’ αυτό, το «King of the Beach» του 2000 ακούστηκε από πολλούς σαν συνειδητή διόρθωση πορείας. Χωρίς να αρνείται όσα προηγήθηκαν, ο Chris Rea επέστρεψε σε μια πιο ζεστή, αναλογικής κληρονομιάς προσέγγιση, όπου ο ρυθμός, η μελωδία και η αφήγηση επανήλθαν στο προσκήνιο. Το «All Summer Long» εμφανίζεται ξανά, με έναν ώριμο, χαλαρό χαρακτήρα, το «Still Beautiful» και το «Who Do You Love» κινούνται σε ήσυχους, στοχαστικούς ρυθμούς, με κιθάρα του δημιουργού να επανέρχεται στον γνώριμο ρόλο του αφηγητή, διακριτικό και συνάμα ουσιαστικό. Το «Sandwriting» συμπυκνώνει ίσως καλύτερα το πνεύμα του δίσκου, με τη θεματική της παροδικότητας και έναν ήχο που θυμίζει άμεσα το κλίμα του «On the Beach», όχι ως νοσταλγική αναπαραγωγή αλλά ως ώριμη επανασύνδεση με μια αισθητική που είχε ήδη αποδειχθεί διαχρονική. Έτσι, το «King of the Beach» δεν λειτούργησε απλώς ως αντίβαρο στο «The Road to Hell: Part 2», αλλά ως γέφυρα. Έδειξε ότι ο Chris Rea μπορούσε να επιστρέψει στην ουσία της μουσικής του χωρίς να εγκλωβιστεί σε παρελθόντα εγχειρήματα και εμμονές, προετοιμάζοντας το έδαφος για τη βαθύτερη, πιο blues εσωστρέφεια που θα ακολουθούσε τα επόμενα χρόνια.

Ο Chris Rea διαγνώστηκε αρχικά με σοβαρή παγκρεατίτιδα στα τέλη της δεκαετίας του ’90, μια κατάσταση που εξελίχθηκε σε καρκίνο του παγκρέατος.Υποβλήθηκε σε εκτεταμένη και απειλητική για τη ζωή χειρουργική επέμβαση γύρω στο 2000, κατά την οποία αφαιρέθηκε μεγάλο μέρος του παγκρέατος. Η επέμβαση τον άφησε με μόνιμο διαβήτη, αναγκάζοντάς τον να κάνει καθημερινές ενέσεις ινσουλίνης και να αλλάξει ριζικά τον τρόπο ζωής και εργασίας του. Η εμπειρία αυτή υπήρξε καθοριστική για τη μετέπειτα καλλιτεχνική του πορεία. Οδήγησε άμεσα στη στροφή του προς το ωμό blues ύφος του «Dancing Down the Stony Road» και, συνολικότερα, στην απόφασή του να απομακρυνθεί από τη μουσική βιομηχανία και να δημιουργεί πλέον με απόλυτη καλλιτεχνική αυτονομία.

Μετά την ασθένεια, ο Chris Rea δεν αναζήτησε αποκατάσταση της καριέρας του, αλλά επανατοποθέτηση του ίδιου του νοήματος της δημιουργίας. Η διάγνωση και η πολύμηνη ανάρρωση στις αρχές της δεκαετίας του 2000 τον οδήγησαν σε ριζικές αποφάσεις, ανάμεσά τους και η αποδέσμευση από τις μεγάλες δισκογραφικές εταιρείες. Δημιούργησε τη δική του ετικέτα, την Jazzee Blue, αποκτώντας πλήρη έλεγχο στο υλικό, στον χρόνο και στον τρόπο κυκλοφορίας των έργων του. Αυτή η ανεξαρτησία καθόρισε απολύτως την ύστερη περίοδό του.

Το «Dancing Down the Stony Road» του 2002 υπήρξε το πρώτο καθαρό αποτύπωμα αυτής της νέας στάσης. Διπλό άλμπουμ, ηχογραφημένο με ελάχιστη επεξεργασία και έντονη αίσθηση ζωντανής εκτέλεσης, βασίστηκε σε πρωτόγονες blues φόρμες και σε επαναλαμβανόμενα μοτίβα που αφήνουν τη φωνή και τη slide κιθάρα να εξελιχθούν φυσικά. Οι κριτικές της εποχής το αντιμετώπισαν ως έργο επιστροφής στις ρίζες, αλλά και ως κατάθεση εμπειρίας, όπου η θεματική της φθοράς και της επιβίωσης αποκτά κεντρική θέση χωρίς καμία διάθεση εξωραϊσμού.

Αυτή η πορεία βρήκε τη μεγαλοπρεπή της έκφραση στο «Blue Guitars» του 2005, ένα 11πλο έργο που σχεδιάστηκε ως προσωπική χαρτογράφηση της ιστορίας των μπλουζ. Ο Chris Rea δούλεψε σχεδόν απομονωμένος, ηχογραφώντας τεράστιο όγκο υλικού και συνοδεύοντας το έργο με δικά του ζωγραφικά έργα, ενισχύοντας την αίσθηση ενός συνολικού καλλιτεχνικού πρότζεκτ. Το εγχείρημα δεν παρουσιάστηκε ως ακαδημαϊκή αναδρομή, αλλά ως βιωματική αφήγηση, όπου κάθε δίσκος λειτουργεί σαν διαφορετικός σταθμός σε μια μακρά διαδρομή.

Το «The Return of the Fabulous Hofner Bluenotes» του 2008 πρόσθεσε ιστορική διάσταση σε αυτή την αναζήτηση, επιστρέφοντας στην πρώιμη βρετανική blues σκηνή των αρχών της δεκαετίας του ’60. Μέσα από τη φανταστική μπάντα των Hofner Bluenotes, ο Rea ανακάλεσε τον ήχο που τον διαμόρφωσε ως νέο μουσικό, χρησιμοποιώντας όργανα εποχής και απλές δομές. Παρά το concept, το έργο παρέμεινε βαθιά προσωπικό, λειτουργώντας ως γέφυρα ανάμεσα στον νεαρό ακροατή των blues και στον ώριμο δημιουργό.

Στο «Santo Spirito Blues» του 2011, η μουσική συνδέθηκε άμεσα με τον κινηματογράφο και την εικόνα. Το άλμπουμ κυκλοφόρησε ως μέρος πολυμεσικού έργου, με τον Chris Rea να ενσωματώνει θέματα λύτρωσης, πίστης και πνευματικής αναζήτησης, αντλώντας έμπνευση από την ιταλική κουλτούρα και τη δική του οικογενειακή καταγωγή. Η παραγωγή εδώ είναι πιο πλούσια, αλλά παραμένει προσηλωμένη στη λογική του groove και της διάρκειας.

Το «Road Songs for Lovers» του 2017 σφράγισε αυτή την ύστερη περίοδο με τρόπο σχεδόν απολογιστικό. Γραμμένο και ηχογραφημένο μετά το εγκεφαλικό επεισόδιο του 2016, φέρει εμφανή σωματικά ίχνη, αλλά και μια εντυπωσιακή καθαρότητα πρόθεσης. Οι συνθέσεις κινούνται αργά, με τη φωνή να ακούγεται πιο εύθραυστη, και την κιθάρα να λειτουργεί σαν προέκταση της αφήγησης. Ο δίσκος ανέβηκε στο Top 20 της Βρετανίας, επιβεβαιώνοντας ότι ακόμη και σε αυτή τη φάση, το κοινό παρέμενε πρόθυμο να ακολουθήσει τον Chris Rea στον ρυθμό του.

Στον απολογισμό, η ύστερη περίοδος του Chris Rea δεν προστίθεται απλώς ως επίλογος, αλλά ως δεύτερη, εξίσου ουσιαστική καριέρα. Μια περίοδος όπου η ιστορία των μπλουζ, η προσωπική εμπειρία και η απόλυτη καλλιτεχνική αυτονομία συνυπάρχουν, δίνοντας στο έργο του μια αίσθηση ολοκλήρωσης που σπάνια συναντάται.

Το «One Fine Day», που κυκλοφόρησε το 2019 αλλά ηχογραφήθηκε το 1980, λειτούργησε πράγματι σαν καθυστερημένος καθρέφτης και ως ιστορικό τεκμήριο μιας κομβικής στιγμής. Οι ηχογραφήσεις έγιναν στο Chipping Norton Recording Studios, σε μια περίοδο όπου ο Chris Rea βρισκόταν σε καλλιτεχνικό και επαγγελματικό μετέωρο. Τα «Deltics» και «Tennis» είχαν ήδη κυκλοφορήσει χωρίς την αναμενόμενη απήχηση και ο Rea είχε αρχίσει να αμφισβητεί τον τρόπο με τον οποίο παρουσιαζόταν δισκογραφικά. Σε αυτό το πλαίσιο, αποφάσισε να ηχογραφήσει και να παράγει μόνος του ένα σύνολο τραγουδιών, χωρίς εξωτερικές παρεμβάσεις, περισσότερο ως πράξη αυτοπροσδιορισμού παρά ως άμεσο εμπορικό σχέδιο. Το υλικό του «One Fine Day» δεν κυκλοφόρησε τότε ως ενιαίο άλμπουμ. Ορισμένα τραγούδια παρέμειναν στο αρχείο, άλλα επανεμφανίστηκαν αργότερα ως B-sides και μερικά επαναηχογραφήθηκαν για το άλμπουμ «Chris Rea» του 1982, συχνά με διαφορετική ενορχήστρωση και πιο προσαρμοσμένο ήχο. Η κυκλοφορία του 2019 ένωσε για πρώτη φορά αυτά τα κομμάτια στην αρχική τους μορφή, με τον ίδιο τον Rea να επιμελείται το εξώφυλλο, ενισχύοντας τον χαρακτήρα του άλμπουμ ως αναδρομικής αποκάλυψης. Αυτό που ανέδειξε το «One Fine Day» ήταν η αξιοσημείωτη σταθερότητα του δημιουργικού του πυρήνα. Οι μελωδίες, η αφηγηματική προσέγγιση, η σχέση φωνής και κιθάρας και η έμφαση στον χώρο και στη διάρκεια εμφανίζονται ήδη διαμορφωμένες. Τραγούδια που ακούγονται λιγότερο «δουλεμένα» σε επίπεδο παραγωγής αποκαλύπτουν, ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, τον τρόπο με τον οποίο ο Chris Rea σκεφτόταν τη μουσική του πριν αυτή αποκτήσει τις πιο στιβαρές φόρμες της δεκαετίας του ’80. Η σύγκριση ανάμεσα στις αρχικές αυτές εκτελέσεις και στις μεταγενέστερες επανηχογραφήσεις φωτίζει τη διαδρομή του όχι ως μεταμόρφωση, αλλά ως διαδικασία εστίασης. Σε ιστορικό επίπεδο, το «One Fine Day» επιβεβαίωσε ότι η επιτυχία που θα ερχόταν αργότερα με τα «Shamrock Diaries», «On the Beach» και «The Road to Hell» δεν υπήρξε αποτέλεσμα στροφής ή προσαρμογής, αλλά συνέπεια επιμονής. Ο δίσκος του 2019 δεν πρόσθεσε νέο κεφάλαιο στη δισκογραφία του Chris Rea, πρόσθεσε όμως καθαρότητα στην αφήγηση της πορείας του. Έδειξε ότι ακόμη και σε περιόδους αβεβαιότητας, το θεμέλιο της γραφής του ήταν ήδη παρόν, σταθερό και αναγνωρίσιμο, περιμένοντας απλώς τον χρόνο του για να ακουστεί.

Τώρα που η φωνή του Chris Rea σώπασε, μένει ο δρόμος. Όχι ο δρόμος ως σύμβολο ηρωισμού ή περιπέτειας, αλλά ως καθημερινή διαδρομή, ως χώρος σκέψης και επιστροφής σε ασφαλή γνώριμα μουσικά νερά. Μένει η αίσθηση ότι κάπου ανάμεσα σε φώτα που περνούν και σε μουσικές που ακούγονται από μισάνοιχτα παράθυρα αυτοκινήτων, τα τραγούδια του εξακολουθούν να υπάρχουν ζητώντας από όλους εμάς μόνο τον προσωπικό χρόνο μας για ακρόαση. Ο Chris Rea έγραψε μουσική για εκείνες τις στιγμές που δεν συμβαίνει τίποτα θεαματικό, αλλά μέσα σου κάτι μετακινείται ανεπαίσθητα. Για τις ώρες που η νύχτα δεν είναι απειλητική αλλά φιλόξενη, για τις διαδρομές όπου το παρελθόν πλησιάζει με το φιλικότερό του μανδύα. Η φωνή του, αυτή η χαρακτηριστική, φθαρμένη βραχνάδα, ήταν πάντα χαμηλόφωνη, σχεδόν κουρασμένη, σαν να κουβαλούσε ήδη την εμπειρία της απόστασης και της απώλειας πριν ακόμη ειπωθεί η πρώτη λέξη.  Σε μια εποχή που η μουσική συχνά πασχίζει να αποδείξει τη σημασία της, ο Chris Rea έκανε το αντίθετο. Αποσύρθηκε μέσα στα τραγούδια του και τα άφησε να λειτουργήσουν μόνα τους πιστεύοντας απόλυτα στο ειδικό τους βάρος. Και ίσως γι’ αυτό, όσο περνά ο χρόνος, τόσο περισσότερο ακούγεται σαν καλλιτέχνης που ανήκει σε όλους εκείνους που δεν αισθάνονται την ανάγκη να φωνάξουν για να υπάρξουν. Κάπου εκεί βρίσκεται και η αντοχή της μουσικής του. Όχι στις λίστες, ούτε στις επετειακές επαναξιολογήσεις, αλλά στο ότι συνεχίζει να συνοδεύει ανθρώπους σε στιγμές εσωστρέφειας, σε περιόδους που η ζωή δεν χρειάζεται πεφωτισμένες εξηγήσεις αλλά το μαγικό άγγιγμα της παγκόσμιας γλώσσας. Και όσο θα υπάρχει μια νύχτα να διασχίσεις, ένας δρόμος να σε πάει κάπου χωρίς βιασύνη, τα τραγούδια του Chris Rea θα συνεχίσουν να ακούγονται με την πολύτιμη αυθεντική τους ταυτότητα, υπενθυμίζοντας ότι η μουσική έχει τη μοναδική ικανότητα να αντέχει στο πέρασμα του χρόνου όταν δημιουργείται με αυθεντικότητα, ειλικρίνεια και αρκετή δόση μετριοφροσύνης.

Και η λίστα:

 

Τίτλος Τραγουδιού

Άλμπουμ

Ημερομηνία κυκλοφορίας

Fool (If You Think It's Over)

Whatever Happened to Benny Santini?

10/11/1978

Because of You

Whatever Happened to Benny Santini?

10/11/1978

Every Time I See You Smile

Tennis

04/07/1980

Tennis

Tennis

04/07/1980

Loving You

Chris Rea

1982

If You Choose to Go

Chris Rea

1982

Runaway

Chris Rea

1982

When You Know Your Love Has Died

Chris Rea

1982

Nothing's Happening by the Sea

Water Sign

18/07/1983

Love's Strange Ways

Water Sign

18/07/1983

Texas

Water Sign

18/07/1983

I Can Hear Your Heartbeat

Water Sign

18/07/1983

Candles

Water Sign

18/07/1983

Bombollini

Wired to the Moon

18/07/1984

Wired to the Moon

Wired to the Moon

18/07/1984

Shine Shine Shine

Wired to the Moon

18/07/1984

All Summer Long

Shamrock Diaries

18/07/1985

Josephine

Shamrock Diaries

18/07/1985

Hired Gun

Shamrock Diaries

18/07/1985

Little Blonde Plaits

On the Beach

01/04/1986

Lucky Day

On the Beach

01/04/1986

On the Beach

On the Beach

01/04/1986

Crack That Mould

On the Beach

01/04/1986

It's All Gone - 2019 Remaster

On the Beach (Deluxe Edition, 2019 Remaster)

02/04/1986

Driving Home for Christmas - 2019 Remaster

Dancing with Strangers (Deluxe Edition, 2019 Remaster)

02/08/1987

Joys of Christmas - 2019 Remaster

Dancing with Strangers (Deluxe Edition, 2019 Remaster)

02/08/1987

Loving You Again - 2019 Remaster

Dancing with Strangers (Deluxe Edition, 2019 Remaster)

02/08/1987

September Blue - 2019 Remaster

Dancing with Strangers (Deluxe Edition, 2019 Remaster)

02/08/1987

Curse of the Traveller - 2019 Remaster

Dancing with Strangers (Deluxe Edition, 2019 Remaster)

02/08/1987

On the Beach

New Light Through Old Windows

17/10/1988

Looking for a Rainbow

The Road to Hell

02/10/1989

That's What They Always Say

The Road to Hell

02/10/1989

You Must Be Evil

The Road to Hell

02/10/1989

I Just Wanna Be with You

The Road to Hell

02/10/1989

I Can Hear Your Heartbeat - 2019 Remaster

The Road to Hell (Deluxe Edition, 2019 Remaster)

02/04/1989

The Road to Hell Part 1

The Road to Hell

02/10/1989

The Road to Hell Part 2

The Road to Hell

02/10/1989

Auberge

Auberge

25/02/1991

Looking for the Summer

Auberge

25/02/1991

And You My Love

Auberge

25/02/1991

God's Great Banana Skin

God's Great Banana Skin

1992

Nothing to Fear

God's Great Banana Skin

1992

Josephine - French Edit

The Works

10/11/2007

Johnny Needs a Fast Car

Espresso Logic

01/11/1993

Julia

Espresso Logic

01/11/1993

Where Do We Go from Here?

The Blue Cafe

05/05/1998

Thinking of You

The Blue Cafe

05/05/1998

Sweet Summer Day

The Blue Cafe

05/05/1998

I'm Still Holding On

The Blue Cafe

05/05/1998

The Blue Cafe

The Blue Cafe

05/05/1998

E

The Road to Hell Part II

22/10/1999

Marvin

The Road to Hell Part II

22/10/1999

All Summer Long

King of the Beach

25/09/2000

Still Beautiful

King of the Beach

25/09/2000

Who Do You Love

King of the Beach

25/09/2000

Sandwriting

King of the Beach

25/09/2000

Burning Feet

Stony Road

30/09/2002

Steel River Blues

The Blue Jukebox

22/03/2004

Restless Soul

The Blue Jukebox

22/03/2004

Baby Don't Cry

The Blue Jukebox

22/03/2004

I Can Hear Your Heartbeat - Live

The Road To Hell And Back (Live / Deluxe)

16/10/2006

Blues For Janice

The Return of the Fabulous Hofner Bluenotes

2008

Meet Me On The Mountain

The Return of the Fabulous Hofner Bluenotes

2008

Dance with Me All Night Long

Santo Spirito Blues

02/09/2011

Lose My Heart in You

Santo Spirito Blues

02/09/2011

Moving On

Road Songs for Lovers

29/09/2017

Nothing Left Behind

Road Songs for Lovers

29/09/2017

Girl in a Sports Car

The Best

28/09/2018

Do You Still Dream?

One Fine Day

04/10/2019

Loving You

One Fine Day

04/10/2019