Γιατί κάθε νεαρός ακροατής που αγαπά τη μουσική οφείλει να τους γνωρίσει, όχι ως μύθο αλλά ως μηχανισμό δημιουργίας
Γιατί κάθε νεαρός ακροατής που αγαπά τη μουσική οφείλει να τους γνωρίσει, όχι ως μύθο αλλά ως μηχανισμό δημιουργίας
Από τον Θοδωρή Φαχουρίδη
Η αφορμή ένα σχόλιο στην εκπομπή του Γιάννη καθώς έπαιζε την νέα ανθολογία των Beatles, στο κλείσιμο του Νοεμβρίου. Ένας ακροατής σχολίασε «Είναι ξεπερασμένοι οι Beatles, δεν μας ενδιαφέρει ότι και να βγάλουν». Σκέφτηκα αμέσως ότι μάλλον πρόκειται για έναν νεαρό που το κλασσικό στον δικό του κόσμο πρέπει να έχει γεννηθεί την χιλιετία που διανύουμε. Επίσης σκέφτηκα ότι κάπως έτσι το συνθετικό μέλλον της μουσικής, που ως Ελντοράντο πλησιάζει με ιλιγγιώδη ταχύτητα πρόκειται να κατακτήσει τα πάντα με ιδιαίτερα μεγάλη ευκολία. Το υπόβαθρο για μια κριτική επιλογή μουσικής, και ιδιαίτερα μιας αξιολόγησης για το τί ακούμε, από που έρχεται, πως προέκυψε, τι δείχνει, πως χαρακτηρίζει το παρών και που οδηγεί θα είναι ψιλά γράμματα, αν όχι ανύπαρκτα στο εγγύς μέλλον. Με αυτούς που λατρεύουν τη μουσική ασανσέρ ή τουαλέτας να το καταλάβω, αλλά σε αυτούς που υποτίθεται είναι οπαδοί της μουσικής και συντονίζονται με τον Γιάννη καθημερινές και έχουν μια άλλη δια δραστική και ιδιαίτερα διεισδυτική σχέση με τη μουσική, μου είναι δύσκολο να αποδεχτώ ένα τέτοιο σχόλιο. Είναι ο αφορισμός των τεσσάρων βρετανών στον απολογισμό της μουσικής τους σε αυτό που χαϊδεύει τα αυτιά μας σήμερα και η απολυτότητά του που ξενίζει.
Υπάρχουν καλλιτέχνες που αγαπιούνται επειδή σημάδεψαν μια εποχή και υπάρχουν εκείνοι που δεν μπορούν να τοποθετηθούν χρονικά, γιατί λειτουργούν σαν υπόγεια ρεύματα. Οι Beatles ανήκουν συντριπτικά στη δεύτερη κατηγορία. Δεν είναι απλώς ένα ιστορικό φαινόμενο της δεκαετίας του ’60, είναι η στιγμή όπου η μουσική έπαψε να είναι είτε λαϊκή διασκέδαση είτε υψηλή τέχνη και έγινε, για πρώτη φορά μαζικά, και τα δύο ταυτόχρονα. Από εκείνο το σημείο και μετά, κάθε σύγχρονη μορφή pop, rock, indie, electronic ή hip hop κουβαλάει στοιχεία μιας αισθητικής που διαμορφώθηκε στο Abbey Road ανάμεσα στο 1965 και το 1969. Για έναν νεαρό fan σήμερα, η απόσταση από τους Beatles μοιάζει συχνά αγεφύρωτη. Όχι επειδή η μουσική τους «δεν αντέχει», αλλά επειδή η ιστορία τους παρουσιάζεται συνήθως είτε αποστειρωμένη είτε μυθολογημένη. Το πραγματικό ερώτημα όμως δεν είναι αν οι Beatles ακούγονται «σύγχρονοι». Είναι αν μπορεί κανείς να κατανοήσει πραγματικά τη σύγχρονη μουσική χωρίς να κατανοήσει τους Beatles. Και η απάντηση, όσο κι αν ξενίζει, είναι όχι.
Ο ήχος που σήμερα θεωρούμε αυτονόητο, η μελωδική pop με ψυχολογικό βάθος, η ιδέα ότι το στούντιο είναι συνθετικό εργαλείο, η αποδοχή της ατέλειας ως αισθητικής επιλογής, η συνύπαρξη τεχνικής τόλμης και άμεσης συγκίνησης, δεν υπήρχε πριν από αυτούς με αυτή τη μορφή. Οι Beatles δεν εφηύραν απλώς νέους ήχους, αλλά ένα νέο πλαίσιο μέσα στο οποίο η μουσική μπορούσε να υπάρξει.
Στα μέσα των ’60s, η pop μουσική λειτουργούσε ακόμη με όρους βιομηχανικής επανάληψης. Τα τραγούδια γράφονταν για να ερμηνευτούν, όχι για να ερευνηθούν. Το στούντιο ήταν χώρος καταγραφής, όχι δημιουργίας. Οι Beatles και κυρίως η μετάβαση από το «Rubber Soul στο «Revolver», ανέτρεψαν αυτή τη συνθήκη εκ των έσω. Η απόφασή τους να σταματήσουν τις συναυλίες το 1966 δεν ήταν πράξη απομόνωσης αλλά στρατηγική καλλιτεχνικής επιβίωσης. Αντί να επαναλαμβάνουν τον εαυτό τους, επέλεξαν να εμβαθύνουν. Εκεί γεννήθηκε μια αντίληψη της παραγωγής που σήμερα θεωρούμε αυτονόητη αλλά τότε ήταν σχεδόν αιρετική. Το «Tomorrow Never Knows» δεν είναι τραγούδι με την παραδοσιακή έννοια. Είναι μια κατάσταση. Χτισμένο πάνω σε ένα στατικό αρμονικό κέντρο, με φωνητικά επεξεργασμένα ώστε να μοιάζουν αποκοσμικά, και με tape loops που κινούνται κυκλικά, το κομμάτι αυτό λειτουργεί περισσότερο σαν πρωτότυπο ambient σύνθεσης παρά σαν pop single. Κι όμως, κυκλοφόρησε από το μεγαλύτερο συγκρότημα στον κόσμο. Αυτή η αντίφαση, η ακραία πειραματική φόρμα να φτάνει στο μαζικό ακροατήριο, είναι θεμελιώδης για να καταλάβει κανείς τη σύγχρονη μουσική κουλτούρα. Η τεχνική διάσταση των Beatles συχνά παρουσιάζεται επιφανειακά, όμως έχει ιδιαίτερη σημασία για κάθε νέο που ασχολείται σήμερα με παραγωγή. Το ADT, το varispeed, η χειρωνακτική επεξεργασία ταινιών, η χρήση overdrive όχι ως παραμόρφωση αλλά ως χρωματικό εργαλείο, η τοποθέτηση των ντραμς σε στερεοφωνία, όλα αυτά συνιστούν ένα εγχειρίδιο δημιουργικής σκέψης. Δεν είναι απλώς «παλιές τεχνικές». Είναι αποδείξεις ότι η τεχνολογία δεν καθορίζει την τέχνη παρά η φαντασία που τη διαμορφώνει καταλυτικά.
Αν όμως η τεχνική ήταν το όχημα, η μελωδία ήταν η ψυχή. Η Lennon–McCartney συνεργασία παρήγαγε ένα σώμα τραγουδιών που ισορροπεί ανάμεσα στη διαύγεια και την πολυπλοκότητα με τρόπο σχεδόν αδύνατο. Κομμάτια όπως το «If I Fell» ή το «For No One» χειρίζονται την αρμονία με ωριμότητα που σπάνια συναντάται ακόμη και σήμερα. Οι μελωδίες τους δεν επιδιώκουν απλώς να είναι ευχάριστες. Λειτουργούν ως φορείς συναισθήματος, μετατοπίζοντας ανεπαίσθητα τον ακροατή από σταθερότητα σε αμφιβολία, από ελπίδα σε αποξένωση. Αυτή η συναισθηματική ακρίβεια είναι που κάνει τους Beatles διαχρονικούς. Δεν έγραφαν αφηρημένες ιδέες για την αγάπη. Έγραφαν για τη φθορά, τη σύγχυση, τη μοναξιά, την ενηλικίωση. Το «Eleanor Rigby» δεν εξωραΐζει, αρνείται ριζικά να ντύσει τη μοναξιά με οποιοδήποτε ίχνος ρομαντισμού ή παρηγορητικής αισθητικής. Δεν την κάνει «όμορφη», δεν την μετατρέπει σε συγκινητικό αφήγημα αυτογνωσίας, δεν προσφέρει διέξοδο. Την παρουσιάζει γυμνή, αμήχανη, τελεσίδικη. Και αυτή η επιλογή το καθιστά ένα από τα πιο αμείλικτα τραγούδια στην ιστορία της pop, ένα έργο που λειτουργεί περισσότερο σαν κοινωνική τομή παρά σαν συναισθηματική εξομολόγηση. Η pop μουσική, ακόμη και όταν αγγίζει τη θλίψη, σχεδόν πάντα αναζητά έναν μηχανισμό εξωραϊσμού. Η μοναξιά συχνά παρουσιάζεται ως προσωρινή κατάσταση, ως στάδιο πριν από τη λύτρωση ή ως βαθιά προσωπική εμπειρία που οδηγεί σε ωριμότητα. Το «Eleanor Rigby» αρνείται όλες αυτές τις συμβάσεις. Δεν υπόσχεται ότι η μοναξιά περνά. Δεν τη μετατρέπει σε εσωτερικό ταξίδι. Δεν τη φωτίζει με νόημα. Οι Beatles δεν προσεγγίζουν τη μοναξιά ως συναίσθημα, αλλά ως κοινωνική συνθήκη. Το «She’s Leaving Home» δεν παίρνει θέση, δεν αποφεύγει το συναίσθημα ή στέκεται αποστασιοποιημένο απέναντι στο δράμα που αφηγείται. Το αντίθετο, πρόκειται για ένα από τα πιο συναισθηματικά φορτισμένα τραγούδια των Beatles. Εκείνο που αποφεύγει συνειδητά είναι κάτι πολύ πιο σπάνιο στην pop μουσική, την ηθική καθοδήγηση του ακροατή. Δεν υποδεικνύει ποιος έχει δίκιο, δεν κατευθύνει τη συμπάθεια, δεν οργανώνει το συναίσθημα σε σωστό και λάθος. Και ακριβώς γι’ αυτό λειτουργεί σε βάθος χρόνου όχι ως απλή αφήγηση, αλλά ως ώριμη μουσική παρατήρηση πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις. Το «A Day in the Life» έχει απασχολήσει μουσικοκριτικούς όσο ελάχιστα τραγούδια της pop, όχι επειδή θεωρήθηκε απλώς καινοτόμο, αλλά επειδή αντιμετωπίστηκε από νωρίς ως μορφή παρατήρησης της σύγχρονης συνείδησης. Από τις πρώτες αναλύσεις στον βρετανικό μουσικό τύπο μέχρι τις μεταγενέστερες αναγνώσεις από κριτικούς, το τραγούδι περιγράφεται όχι ως αφήγημα, αλλά ως δομικό μοντέλο εμπειρίας. Δεν αναλύεται με όρους τραγουδιού, αλλά με όρους αρχιτεκτονικής χρόνου. Στον πυρήνα του, το κομμάτι οργανώνεται όπως μια μέρα ζωής σε έναν κόσμο κορεσμένο από πληροφορία. Ο Lennon τραγουδά σαν αναγνώστης εφημερίδας και όχι σαν αφηγητής με προσωπικό στοίχημα. Οι στίχοι καταγράφουν τα γεγονότα με εκείνη τη χαρακτηριστική απόσταση που οι κριτικοί έχουν παρομοιάσει με τον τόνο ενός δελτίου ειδήσεων που έχει χάσει την ικανότητα να σοκάρεται. Η συναισθηματική βαρύτητα προκύπτει από τη μη διαφορά βάρους ανάμεσα στο σημαντικό και στο ασήμαντο. Όπως έχει επισημανθεί επανειλημμένα, το τραγούδι συλλαμβάνει τη στιγμή όπου η τραγωδία και η καθημερινότητα αρχίζουν να χρησιμοποιούν την ίδια γλώσσα.
Δεν είναι τυχαίο ότι σχεδόν κάθε σοβαρό καλλιτεχνικό ρεύμα από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 και μετά συνομιλεί, άμεσα ή έμμεσα, με τους Beatles. Όχι απλά επειδή υπήρξε κάποια άτυπη υποχρέωση «σεβασμού» προς το παρελθόν, αλλά κυρίως και πιο σημαντικό επειδή μέσα στο έργο τους διαμορφώθηκαν πρακτικοί τρόποι σκέψης γύρω από το τραγούδι, τη δομή, τον ήχο και τον ρόλο της μουσικής στη συλλογική εμπειρία. Αυτοί οι τρόποι σκέψης αποδείχθηκαν λειτουργικοί πολύ πέρα από τη δική τους εποχή και υιοθετήθηκαν από εντελώς διαφορετικές σκηνές, καθεμία με τους δικούς της όρους.
Η σχέση των Beatles με το heavy metal δεν είναι αφηγηματική υπερβολή ούτε απόπειρα να τους αποδοθεί κάθε μουσική εφεύρεση. Είναι μια τεκμηριωμένη αλυσίδα επιρροών που ξεκινά από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 και καταλήγει στα θεμέλια ενός είδους το οποίο, στις μέρες μας, μοιάζει να ανήκει σε έναν εντελώς διαφορετικό πλανήτη. Ωστόσο, πίσω από τον ήχο των Black Sabbath, των Led Zeppelin, των Deep Purple και αργότερα της ολόκληρης metal σκηνής, υπάρχουν συγκεκριμένες στιγμές στη δισκογραφία των Beatles που λειτούργησαν ως πρώιμοι πυρήνες. Το «Helter Skelter» είναι το πιο διάσημο παράδειγμα και όχι χωρίς λόγο. Η προσπάθεια του Paul McCartney να γράψει κάτι «όσο πιο άγριο και θορυβώδες γίνεται» οδήγησε σε μια ηχητική ορμή που οι κριτικοί έχουν χαρακτηρίσει «προ-μέταλ». Η παραμόρφωση, η αίσθηση σχεδόν ανεξέλεγκτου όγκου, η ωμή ενέργεια, η ακραία εκτέλεση, όλα αυτά συνιστούν παραμέτρους που λίγα χρόνια αργότερα θα γίνονταν θεμελιώδη στο heavy metal. Το κομμάτι έδειξε ότι το rock μπορούσε να γίνει όχι απλώς δυνατό, αλλά βαρύ, επιθετικό και επίφοβο. Λίγοι δίνουν την ανάλογη σημασία στο «Revolution», όμως η τεχνική διάσταση της παραγωγής του ήταν επαναστατική για την εποχή. Ο υπερκορεσμένος, παραμορφωμένος ήχος των κιθαρών, τόσο έντονος που δισκοπωλεία δέχονταν παράπονα ότι «το βινύλιο είναι χαλασμένο», αποτέλεσε ορόσημο για τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε σήμερα το distortion. Η παραμόρφωση έπαψε να είναι ελάττωμα και έγινε αισθητική. Η αίσθηση της βρωμιάς, της βίαιης συμπίεσης και της μηχανικής καταπόνησης του ήχου πέρασε αργότερα αυτούσια στον σκληρό rock ήχο των αρχών των ’70s. Ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι το «I Want You (She’s So Heavy)», ένα κομμάτι που, όπως σωστά επισημαίνουν κριτικοί του Guitar World και άλλων εντύπων, λειτουργεί σαν πρόδρομος του doom metal. Το μονότονο, απειλητικό riff, η εμμονική επανάληψη, η χρήση «βαρέος» τονικού κέντρου και η σχεδόν ασφυκτική συσσώρευση ήχου δημιουργούν ένα κλίμα σκοτεινό και υποβλητικό, μια ηχητική ατμόσφαιρα που θα συναντήσουμε αργότερα στους Black Sabbath. Η δομή του, μάλιστα, με την απότομη διακοπή στο τέλος, έχει περιγραφεί ως χαρακτηριστικό παράδειγμα μουσικής που ενδιαφέρεται για την ψυχοακουστική επίδραση και όχι για την αρμονική ολοκλήρωση.
Στη Britpop, η επίδραση των Beatles υπήρξε διαρθρωτική πέρα από την ευκόλως εντοπισμένη επιρροή στη αισθητική. Οι Oasis οικοδόμησαν ολόκληρη τη συνθετική τους λογική πάνω στην ιδέα ότι το τραγούδι μπορεί να λειτουργεί ως κοινό κτήμα, μια μελωδία που δεν ανήκει στον δημιουργό της αλλά στο πλήθος που τη μοιράζεται. Ο Noel Gallagher έχει αναφερθεί επανειλημμένα στο «Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band» ως άλμπουμ-οδηγό, τόσο για τον ήχο του, αλλά κυρίως για τη συναίσθηση ότι η pop μπορεί να αποκτήσει χαρακτήρα δημόσιου γεγονότος. Τραγούδια όπως το «Don’t Look Back in Anger» ακολουθούν αυτή τη λογική, απλή, σχεδόν αρχέγονη μελωδία, ανοιχτές συγχορδίες, στίχοι που λειτουργούν ως κοινό σημείο προβολής. Αυτό είναι μια άμεση συνέχιση της πρακτικής που είχαν εγκαινιάσει οι Beatles από το «Hey Jude» έως το «All You Need Is Love». Οι Blur, από την άλλη, προσέγγισαν μια διαφορετική πλευρά της ίδιας κληρονομιάς. Ο Damon Albarn αξιοποίησε το παράδειγμα των τραγουδιών των Beatles που λειτουργούν ως στιγμιότυπα κοινωνικής ζωής, χωρίς αφηγηματική καθοδήγηση και χωρίς συναισθηματικό σχολιασμό. Το «Penny Lane» και το «Eleanor Rigby» είχαν ήδη δείξει ότι το pop τραγούδι μπορεί να καταγράφει χαρακτήρες και σκηνές με ακρίβεια σχεδόν δημοσιογραφική. Το «Parklife» κινείται ακριβώς σε αυτό το πεδίο, μια σειρά αστικών εικόνων που συνθέτουν πορτρέτο κοινωνίας, όχι μέσα από σύνθημα αλλά μέσα από λεπτομέρεια. Αυτή η γραμμή σκέψης, καταγεγραμμένη σε πλήθος κριτικών για τη britpop, δείχνει ότι η σχέση με τους Beatles αφορά τη λειτουργία του τραγουδιού ως παρατηρητικού εργαλείου.
Στην ενναλακτική rock των ’90s, η συνομιλία γίνεται κυρίως σε επίπεδο μορφής. Οι Beatles είχαν ήδη εισαγάγει την ιδέα ότι ένα τραγούδι μπορεί να αλλάζει εσωτερικά, να μετατοπίζεται χωρίς να χάνει τη συνοχή του. Το «A Day in the Life» και το «Happiness Is a Warm Gun» αποτέλεσαν συγκεκριμένα παραδείγματα αυτής της λογικής, κάτι που οι Radiohead αναγνώρισαν ανοιχτά. Ο Thom Yorke έχει περιγράψει τη σύνθεση του «Paranoid Android» ως διαδικασία ένωσης διαφορετικών μουσικών ενοτήτων, με άμεση αναφορά στο «Happiness Is a Warm Gun». Δεν πρόκειται για μίμηση, αλλά για υιοθέτηση της πρακτικής, το τραγούδι να αποτελεί μια σειρά διακριτών στιγμών που συνυπάρχουν σε ενιαίο σώμα. Αυτή η προσέγγιση επηρέασε ολόκληρη την alternative σκηνή, από τη δομή μέχρι την αντίληψη του χρόνου μέσα στο κομμάτι.
Ακόμη και στους Nirvana, η σχέση με τους Beatles υπήρξε ουσιαστική σε επίπεδο σύνθεσης. Ο Kurt Cobain είχε μιλήσει ανοιχτά για τον θαυμασμό του προς την οικονομία και τη σαφήνεια της γραφής τους. Δεν τον ενδιέφερε ο ήχος ή η παραγωγή, αλλά η ικανότητα ενός τραγουδιού να παραμένει αναγνωρίσιμο και αποτελεσματικό με ελάχιστα υλικά. Το «Smells Like Teen Spirit» στηρίζεται σε αυτή ακριβώς την αρχή, βασική αρμονία, καθαρό μελωδικό ίχνος, επανάληψη ως ενίσχυση της έντασης. Πρόκειται για εφαρμογή μιας αρχής που είχε καθιερωθεί ήδη στα πρώιμα τραγούδια των Beatles.
Στην ηλεκτρονική μουσική, η επίδραση εντοπίζεται κυρίως στη χρήση του ήχου ως περιβάλλοντος. Το «Tomorrow Never Knows» έχει αναλυθεί εκτενώς από μουσικοκριτικούς και μουσικολόγους ως έργο-τομή, εξαιτίας της χρήσης tape loops, της στατικής αρμονίας και της επαναληπτικότητας. Ο Brian Eno έχει αναγνωρίσει δημόσια ότι σε αυτό το κομμάτι διέκρινε, πριν ακόμη υπάρξει ο όρος, τη λογική της ambient μουσικής. Αυτή η αντίληψη διατρέχει την πορεία σχημάτων όπως οι Kraftwerk και οι Can, και αργότερα μεταφέρεται στους Aphex Twin και τους Boards of Canada, όπου η μουσική λειτουργεί ως χώρος εμπειρίας και όχι ως αφήγηση με αρχή και τέλος.
Στη hip hop, η σύνδεση με τους Beatles αφορά τη μεταχείριση του ήχου ως υλικού προς αποσύνθεση και επανασύνθεση. Οι πειραματισμοί με μαγνητικές λούπες στο «Being for the Benefit of Mr. Kite!» προηγήθηκαν κατά δεκαετίες της κουλτούρας του sampling, αλλά περιείχαν ήδη τη βασική της αρχή: ο ήχος αποσπάται από το αρχικό του πλαίσιο και αποκτά νέα σημασία. Ο DJ Shadow έχει αναφερθεί στο «Tomorrow Never Knows» ως πρόδρομο της λογικής του sample-based κομματιού. Παράλληλα, έργα όπως το «Paul’s Boutique» των Beastie Boys και το «The Grey Album» του Danger Mouse κατέδειξαν έμπρακτα πώς το υλικό των Beatles μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πρώτη ύλη για νέες, ριζικά διαφορετικές μουσικές αφηγήσεις.
Όλα αυτά τα παραδείγματα συγκλίνουν σε ένα σημείο ότι οι Beatles δεν κληροδότησαν ένα ύφος αλλά ένα σύνολο εργαλείων. Τρόπους να σκέφτεσαι τη μελωδία ως κοινό τόπο, τη δομή ως πεδίο εξέλιξης, τον ήχο ως υλικό και όχι ως διακόσμηση, το τραγούδι ως χώρο όπου η εμπειρία οργανώνεται χωρίς ανάγκη καθοδήγησης. Γι’ αυτό και κάθε σοβαρό καλλιτεχνικό ρεύμα επιστρέφει εκεί, όχι από νοσταλγία, αλλά από αναγκαιότητα. Εκεί βρίσκει μια ενεργή, ακόμη λειτουργική μεθοδολογία μουσικής σκέψης, ικανή να επανενεργοποιείται σε κάθε εποχή.
Η παρουσία των Beatles δεν εξαντλείται στη νοσταλγία. Παραμένουν σχετικοί γιατί παραμένουν δομικοί. Η δουλειά τους έχει ενσωματωθεί στους μηχανισμούς της pop και της rock τόσο βαθιά, ώστε κάθε σύγχρονος μουσικός, ανεξάρτητα από στυλ, πρόθεση ή τεχνική, κινείται μέσα σε ένα τοπίο που εκείνοι πρώτοι διαμόρφωσαν. Για έναν νέο ακροατή, η ενασχόληση με τους Beatles είναι άσκηση κατανόησης του παρόντος. Είναι ο τρόπος να αντιληφθεί ότι η μουσική που αγαπά δεν εμφανίστηκε από το πουθενά, αλλά είναι αποτέλεσμα επιλογών, ρήξεων και ρίσκων. Και ίσως το σημαντικότερο μάθημα που προσφέρουν οι Beatles σήμερα είναι ακριβώς αυτό, ότι η εξέλιξη δεν προκύπτει από την ταχύτητα, αλλά από την τόλμη να σταματήσεις και να σκεφτείς διαφορετικά. Για έναν εικοσάχρονο που δεν παίζει μουσική αλλά απλώς αναζητά έντονα αισθητικά βιώματα, οι Beatles λειτουργούν ως χάρτης. Βοηθούν να αντιληφθείς την πορεία της pop και της rock από τα μέσα του ’60 μέχρι σήμερα. Στην πράξη, αν αγαπάει κάποιος τους Radiohead, τους Tame Impala, τους Arctic Monkeys, τους Fleet Foxes, τους The 1975, τους Kendrick Lamar ή τους Gorillaz, ήδη βρίσκεται σε έναν κόσμο που έχει δομηθεί με εργαλεία τα οποία πρωτοχρησιμοποίησαν οι Beatles, από τη μεθοδολογία παραγωγής μέχρι τη φιλοσοφία του ήχου ως «χώρου».
Και υπάρχει και κάτι ακόμη, λιγότερο τεχνικό αλλά εξίσου ουσιαστικό. Οι Beatles προσφέρουν σε έναν νέο ακροατή ένα μέτρο σύγκρισης. Δεν είναι θέμα «κατάταξης» αλλά είναι θέμα κατανόησης των δυνατοτήτων του τραγουδιού. Πώς λειτουργεί μια στροφή που εξελίσσει την αρχική ιδέα χωρίς να τη βαραίνει; Πώς γράφεται μια μελωδία που χαράζεται στο αυτί χωρίς να γίνεται προβλέψιμη; Πώς διαμορφώνεται ένας δίσκος που στέκει ως ενιαίο έργο και όχι ως συλλογή κομματιών; Όποιος θέλει να αντιληφθεί αυτά τα πράγματα σε βάθος, δύσκολα θα βρει πιο καθαρό σημείο αναφοράς.