Album of the Year #1 Funkateer, μια ηχητική εξόρμηση στον μοναδικό Bootsy Collins

Bootsy Collins @Facebook Official

Bootsy Collins - Album of the Year #1 Funkateer

Ξεκίνημα των σημερινών προτάσεων με μια ματιά στην τελευταία ηχητική εξόρμηση του μοναδικού Bootsy Collins. Σε ένα σημείο της καριέρας του όπου οι περισσότεροι συνομήλικοι του μουσικοί θα σκέφτονταν μια ήσυχη συνταξιοδότηση με ένα καταπραϋντικό φλιτζάνι τσάι, ο θρυλικός μπασίστας και άρχοντας της φανκ κυκλοφορεί το «Album of the Year #1 Funkateer», μια κάθε άλλο παρά νοσταλγική αναδρομή σε περασμένα μεγαλεία. Γινόμαστε μέτοχοι σε μια περιπέτεια που κάμπτει τα όρια των ειδών, αποδεικνύοντας ότι η φανκ, είναι μια διαχρονική υπόθεση.

Στα 73 του αισίως χρόνια, ο Collins δεν επαναπαύεται στις δάφνες του. Εξακολουθεί να ρίχνει αυτές τις γήινες έως διαστημικές μπασογραμμές και, όπως συνηθίζει, έχει προσκαλέσει ένα πραγματικό πάνθεο μουσικών αστέρων, μαζί με μερικούς πολλά υποσχόμενους νεοφερμένους, στο πάρτι του. Το αποτέλεσμα είναι μια ευδαιμονική, υπόθεση που αναμιγνύει την αλαζονεία του hip-hop, την στηβαρότητα του rock 'n' roll, την αισθητική της pop και, φυσικά, την χαρακτηριστική φανκ του Bootsy. Από τη στιγμή που η «βελόνα» ακουμπά το «Album of the Year #1 Funkateer» βουτάμε με το μπούνια σε έναν κοσμικό στροβιλισμό φανκ με το ομότιτλο κομμάτι για καλωσόρισμα.

Αυτό το σήμα κατατεθέν του space bass του, γεμάτο χάρη, θέτει τον τόνο για μουσικές που ακούγονται σαν να έχουν εκπεμφθεί απευθείας από το Mothership στις δόξες του. Είναι ο ήχος που απλώς σας αναγκάζει να φορέσετε τα χορευτικά σας παπούτσια, με μία αίσθηση του αναπόφεκτου. Το «The JB's Tribute Pastor P» είναι μια βουτιά στα μουσικά αρχεία, ένας φόρος τιμής στα χρόνια του Collins που πέρασε βάζοντας τις χαμηλές συχνότητες για τον μοναδικό James Brown. Είναι ένα κομμάτι γεμάτο αυθεντική φανκ γεύση των αρχών της δεκαετίας του '70, με αναφορές στον θρυλικό Clyde Stubblefield και τα τύμπανά του, μερικούς κομψούς στιχουργικούς φόρους τιμής από τον εκ του Πόρτλαντ, Harry Mack και την αδιαμφισβήτητη μπρούτζινη λάμψη του Fred Wesley, όλα διανθισμένα με αποσπάσματα από εκείνα τα εμβληματικά jam του νονού.

Είναι μια σύγχρονη εκδοχή που ακούγεται ταυτόχρονα παρελθοντολάγνα και εντελώς φρέσκια, μια απόδειξη της διαρκούς δύναμης αυτής της ωμής, ακατέργαστης φανκ. Στο «Bootdullivan Is Soopafly» ένα ακόμη παράδειγμα του φυσικού καλλιτεχνικού χώρου του δημιουργού του, παίρνουμε μια γεύση της λογικής λίγο από όλα, συμπεριλαμβανομένης της εκπληκτικής δουλειάς στην κιθάρα από την ουγγρικής καταγωγής κάτοικο Αγγλίας, Barbara Teleki. Αλλά ο Bootsy δεν αρκείται απλώς στην αναπόληση. Πάντα είχε το αυτί του στην σύγχρονη μουσική σκηνή και στο «The InFluencers» συναναστρέφεται με τη νεότερη γενιά, με τους Snoop Dogg, Fantaazma και Wiz Khalifa να ρίχνουν τις στιχουργικές τους βόμβες πάνω από μερικούς φουτουριστικούς ρυθμούς καθώς ο Dave Stewart κάνει την πρώτη από τις τρεις εμφανίσεις του. Είναι ένα χωνευτήρι γενεών και στυλ, μια απόδειξη της ικανότητας του Bootsy να παραμένει επίκαιρος χωρίς ποτέ να συμβιβάζεται με την βασική του φανκ ταυτότητα.

Οι γεμάτες hip-hop  στιγμές συνεχίζονται με το οπερατικό και ένα από τα καλύτερα του άλμπουμ κατ’ εμέ, «Bubble Pop», με τους Fantaazma (Fantasma Goria) και Ice Cube στα φωνητικά, πριν το «Fishnets» στρίψει σε μια εμπνευσμένη από τον πρίγκιπα της ινδιανάπολης pop-funk περιοχή, με τους Myra Washington και Tha Dogg Pound (Kurupt & Daz Dillinger) να προσθέτουν το στιχουργικό τους τάλαντο. Ο Collins και η παρέα του στη συνέχεια περπατούν με αυτοπεποίθηση στην περιοχή της φανκ μπολιασμένη με ροκ στο «Satellite», με το πάλαι ποτέ αξιότιμο έτερο ήμισυ των Eurythmics, και τη φυσική του συνέχεια, το βαρύτερο, γεμάτο fuzz «Ubiquitous». Ξεδιπλώνεται η εντυπωσιακή ευελιξία του Collins, αποδεικνύοντας ότι μπορεί να ασχοληθεί πειστικά με τη ροκ χωρίς να χάσει αυτό το ουσιαστικό φανκ υπόβαθρο.

Και ακριβώς όταν νομίζει κάποιος ότι η ενέργεια του γερόληκου ίσως και να εξασθενήσει, ο Snoop Dogg κάνει μια ευπρόσδεκτη επιστροφή στο «Hundo P», ένα κομμάτι που αποπνέει μια ατμόσφαιρα των μικρών ωρών. Το «Chicken & Fries», με την φανκ και πάλι σε πρωταγωνιστικό ρόλο και το παιχνιδιάρικο στιχουργικό του περιεχόμενο, ξεχωρίζει ως μια ακόμη απολαυστική στιγμή. Ωστόσο, όπως συμβαίνει συχνά με την ατελείωτη δημιουργικότητα του Bootsy, ο όγκος υλικού στο «Album of the Year #1 Funkateer» – ένα γενναιόδωρο δώρο 18 κομματιών – σημαίνει ότι το δεύτερο μισό, που κυριαρχείται από πιο «μπαλαντοειδή» κομμάτια όπως τα «Pure Perfection», «Anybody Out There» και «BeWild», παρουσιάζει μια μικρή πτώση στην ορμή. Ενώ αυτά τα κομμάτια προσφέρουν μια διαφορετική, πιο αισθησιακή ατμόσφαιρα, στερούνται την άμεση δύναμη των πιο φανκ στιγμών.

Το «2NiteWeRise», παρά το παρόμοιο μουσικό του στυλ, προσφέρει μια στροφή προς την κοινωνική ανύψωση, ενισχυμένη από τη χορωδία ZGM Precious Praisers. Το άλμπουμ τελικά ολοκληρώνεται με την πιο πειραματική electro-funk του «I.Am.AI». Ο επίλογος έχει επίσης ενδιαφέρον. Ο Brian Patrick Carroll γνωστός με το καλλιτεχνικό Buckethead και ο Bootsy Collins έχουν μια αρκετά ενδιαφέρουσα ιστορία μαζί. Ο Collins έκανε παραγωγή στο πρώτο άλμπουμ του, το «Bucketheadland» το 1992, εμφανίστηκε στο άλμπουμ «Monsters and Robots» το 1999 και συνεργάστηκε μαζί του σε δύο τραγούδια στο άλμπουμ «Ignition» του ιαπωνικού μέταλ συγκροτήματος Asterism. Ο Buckethead και ο Collins συνεργάστηκαν επίσης στο συγκρότημα Praxis. Όλα αυτά οδηγούν στον επίλογο, ροκ αφιέρωμα στον Buckethead με το «Barbie T & Me».

Ενώ μια πιο σφιχτή επιμέλεια του σετ θα μπορούσε να κάνει την ακρόαση πιο ελκυστική ίσως, το «Album of the Year #1 Funkateer» είναι μια απόδειξη του διαρκούς πνεύματος και της ατελείωτης δημιουργικότητας του Bootsy Collins. Παραμένει μια δύναμη της φύσης που κάμπτει τα όρια των ειδών και συνεχίζει να προσφέρει την αγαπημένη του φανκ με μια μεταδοτική ενέργεια που διαψεύδει αν μη τί άλλο την ηλικία του, που παραμένει απλώς ένας αριθμός.

Video Url

 

Sault - X

Αναδύονται από το μουσικό παρασκήνιο του Ηνωμένου Βασιλείου, ένα σχήμα R&B που έχει επιλέξει την αμφισημία και την μυστικοπάθεια ως αναπόσπαστο κομμάτι της μεθοδολογίας και της γοητείας του. Υπό την καθοδήγηση του δημιουργού και παραγωγού Inflo, και με την αισθαντική φωνή της τραγουδοποιού Cleo Sol να αποτελεί τον ηχητικό τους πυρήνα, οι Sault αποφεύγουν επιδεικτικά τις συνήθεις παγίδες της δημοσιότητας, που μεταφράζεται σε καμία φωτογραφία, καμία συνέντευξη, κανένα φανταχτερό εξώφυλλο. Αντ' αυτού, επιδίδονται σε έναν καταιγισμό κυκλοφοριών – δώδεκα άλμπουμ και δύο EPs σε μόλις έξι χρόνια – που διατρέχουν ένα εντυπωσιακό φάσμα στυλ, από ορχηστρικές συνθέσεις μέχρι λιτές ροκ φόρμες, πλάι στον γνώριμο R&B ήχο τους. Στο εντυπωσιακό αυτό έργο προστίθενται και οι τέσσερις δουλειές της Sol υπό την παραγωγή του Inflo, καθώς και οι συνεργασίες του με καλλιτέχνες όπως Danger Mouse με Black Thought ο Michael Kiwanuka μέχρι Tom Odell, Belle and Sebastian και η Adele. Να μην ξεχάσω και την επεισοδιακή όπως εξελίχθηκε σχέση με την λονδρέζα Little Simz.

Οι κυκλοφορίες των Sault ανέκαθεν χαρακτηρίζονταν από χαμηλό προφίλ (το προηγούμενο άλμπουμ τους έκανε την εμφάνισή του ανήμερα των Χριστουγέννων). Ωστόσο, με το «10», το νεότερο τους πόνημα – ένα άλμπουμ που μπορεί να χαρακτηριστεί ως το πιο προσβάσιμου έργου τους εδώ και χρόνια, μια πανδαισία R&B με διακριτικές αναφορές σε αυτήν των δεκαετιών του '70 και του '80, και ιδίως στον ήχο του Michael Jackson. Μόλις λίγα δείγματα τραγουδιών είχαν διαρρεύσει και ξαφνικά, η ολοκληρωμένη νέα τους δουλειά  εμφανίστηκε στις ψηφιακές πλατφόρμες, αιφνιδιάζοντας ακόμη και τους πιο υποψιασμένους ακροατές.

Ενώ τα πρόσφατα άλμπουμ του συγκροτήματος είχαν πειραματιστεί περισσότερο με τον ήχο και είχαν εμβαθύνει σε στίχους και θεματικές με έντονο θρησκευτικό υπόβαθρο, το «10» επαναφέρει τον ήχο που τους καθιέρωσε. Με τα κρουστά σε στυλ «Don’t Stop Till You Get Enough» η αναδρομή στον βασιλιά της ποπ είναι εμφανής από το εναρκτήριο κομμάτι «T.H.» («The Healing»). Στη συνέχεια του άλμπουμ, ο ακροατής θα αναγνωρίσει πλήκτρα που παραπέμπουν διακριτικά στο «Rock With You» στο «K.T.Y.W.S» (όλα τα κομμάτια φέρουν συντομογραφημένους τίτλους), καθώς και μια ενορχήστρωση που ίσως θυμίσει σε παλιότερους το «Billie Jean». Το τραγούδι με τίτλο «R.L.» («Real Love») αποτίνει φόρο τιμής στο κλασικό κομμάτι της Mary J. Blige με το ίδιο όνομα.

Επιπλέον, στο άλμπουμ παρελαύνει μια μπασογραμμή που ανακαλεί τα «Let Me Have It All» και «Frisky» από την εποχή του «Fresh» πριν από μισό αιώνα περίπου των Sly & the Family Stone, και ενορχηστρώσεις που άλλοτε φλερτάρουν με τον ήχο του Fela Kuti και άλλοτε αγγίζουν τα όρια της ατμόσφαιρας της P-Funk. Καμία από αυτές τις αναφορές δεν είναι κραυγαλέα – είναι χαρακτηριστικές, διακριτικές πινελιές Sault («IYKYK»).

Η παραγωγή των κομματιών χαρακτηρίζεται από μια μινιμαλιστική προσέγγιση σε πείσμα των ανούσιων φανακλάδικων σύγχρονων προσεγγίσεων, δίνοντας έμφαση στην ευαισθησία των στίχων και την εκφραστικότητα της φωνής της Cleo Sol. Στο εναρκτήριο «The Healing», η Sol τραγουδά για την αυτογνωσία και την ψυχική αποκατάσταση, ενθαρρύνοντας την ειλικρινή έκφραση των συναισθημάτων και τονίζοντας την κοινή φύση των ανθρώπινων εμπειριών. Η παραγωγή του Inflo είναι γεμάτη ρυθμικό μπάσο και ενίοτε φιλικούς προς τις πίστες ρυθμούς.

Το «Power» διαθέτει στοιχεία funk, soul και R&B, δημιουργώντας μια εθιστική ρυθμική βάση που ακουμπάει σαν χάδι στον James Brown. Η παραγωγή του είναι πολυεπίπεδη και σύνθετη, με ένα μείγμα ζωντανών οργάνων και ηλεκτρονικών στοιχείων που προσδίδουν στο κομμάτι μια σύγχρονη αύρα. Στο «K.T.Y.W.S» («Know That You Will Survive», μια σταθερή μπασογραμμή θέτει τις βάσεις για την πλούσια οργανική ενορχήστρωση που ακολουθεί καθώς η Cleo Sol στέλνει ένα μήνυμα ελπίδας και επιμονής, υπενθυμίζοντάς μας να παραμείνουμε σταθεροί απέναντι στις αντιξοότητες.

Ένα εξαιρετικό παράδειγμα μινιμαλιστικής παραγωγής και υποβλητικής στιχουργίας είναι το «Look Up», φέρνοντας μνήμες από τον ήχο του «Voodoo» του D’Angelo, άρα δεν προκαλεί έκπληξη η παρουσία του πολυγραφέστατου και πολυεπίπεδου βιρτουόζου Ουαλλού Pino Palladino στο μπάσο, που έχει χαρίσει την τέχνη του μεταξύ άλλων και σε έναν από τους πιο αγαπημένους μου δίσκους το «Beauty» του Ryuichi Sakamoto. Αυτό το θεμέλιο συμπληρώνεται από αιθέριες φωνητικά αρμονίες που ρέουν και υποχωρούν σε όλη τη σύνθεση, δημιουργώντας μια σχεδόν απόκοσμη ατμόσφαιρα. Η για σεμινάριο προσοχή στη λεπτομέρεια στην παραγωγή κομματιών όπως τα «Η.Τ.Τ.R(«Higher Than the Rain»), I.L.T.S. («I Love to Sing») και σε ένα από τα highlight του δίσκου το «W.A.L(«We Are Living») επιτρέπει σε κάθε στοιχείο να λάμψει, συμβάλλοντας παράλληλα σε μια concept αισθητική των τραγουδιών.

Το «S.I.T.L.» («Sorry It’s Too Late») αναδεικνύεται μέσα από την ήρεμη δύναμή του ίσως ως το πραγματικό διαμάντι του άλμπουμ. Μια στοιχειωτική αλλά απλή μελωδία πιάνου (χάρη στον NIJE) θέτει έναν τόνο που διαρκεί σε όλη τη διάρκεια του κομματιού. Καθώς η σύνθεση εξελίσσεται, διακριτικά στρώματα κρουστών και μπάσου εισάγονται, προσθέτοντας βάθος χωρίς να γίνονται υπερβολικά. Αυτή η συγκρατημένη προσέγγιση στην παραγωγή αναδεικνύει το συναισθηματικό βάρος των στίχων της Cleo Sol.

Το άλμπουμ κάνει τον ηχητικό του κύκλο και κλίνει από εκεί που άρχισε. Η φράση «The power is in your frequency» περιγράφει τέλεια τον επίλογο του, το «S.O.T.H.» («Sounds of the Healing») στο σύνολό του, καθώς ένα εντυπωσιακό rhythm section  με δόσεις «I Cant Help It» πάλι από το  «Off The Wall», θέτει τα ασφαλή θεμέλια για να ξεδιπλωθούν οι πλούσιες αρμονίες και οι αιθέριες φωνητικές ενορχηστρώσεις που θα έκαναν και τον Quincy Jones να ζηλέψει. Το γλυκό δένει με το μήνυμά ότι ακόμη και σε δύσκολες περιόδους, κάποιος εξακολουθεί να πιστεύει ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε, και είναι αρκετά ευγενικός για να μας το τραγουδήσει.

Παρά την εκτεταμένη τους δισκογραφία και τις ποικίλες στιλιστικές τους εξερευνήσεις, οι Sault παραμένουν ένα αίνιγμα, μια καλλιτεχνική οντότητα που επιλέγει την αφάνεια αντί της προβολής, αφήνοντας τη μουσική τους να μιλήσει για αυτούς. Αυτή η ισορροπία μεταξύ του λυρικού περιεχομένου και της μουσικής ενορχήστρωσης αναδεικνύει την ικανότητά τους να δημιουργούν τραγούδια που έχουν συναισθηματική και ηχητική απήχηση και με το «10», συνεχίζουν να εδραιώνουν τη θέση τους ως ένα από τα πιο συναρπαστικά και απρόβλεπτα σχήματα της σύγχρονης μουσικής σκηνής, αποδεικνύοντας ότι η σιωπή μπορεί να είναι εξίσου εκκωφαντική με την πιο δυνατή κραυγή.

Video Url

 

 

 

Black Flower -  Kinetic

Από τα μουσικά εργαστήρια του Βελγίου, αναδύεται το γκρουπ που έχει το βλέμμα του σταθερά στραμμένο στην πλούσια ηχητική κληρονομιά της Αφρικής και της Ανατολής. Το κουιντέτο Black Flower συνεχίζει την αδιάκοπη εξερεύνηση μουσικών διαδρομών και με το νέο τους άλμπουμ, «Kinetic». Έξι άλμπουμ στην έως σήμερα καριέρα τους, οι Black Flower δεν εφησυχάζουν, αλλά εξελίσσουν τον χαρακτηριστικό τους ήχο, διατηρώντας παράλληλα μια ισχυρή αίσθηση ταυτότητας που τους καθιστά αναγνωρίσιμους.

Το «Kinetic», κυκλοφορεί από την Sdban Records – μιας δισκογραφική που δικαίως θεωρείται από τις πιο ενδιαφέρουσες στη σύγχρονη υβριδική nu jazz σκηνή – αποτελεί μια ακόμη συναρπαστική συλλογή κομματιών που συνθέτουν ένα σύνολο ταυτόχρονα διεθνές και διαχρονικό. Έντεκα χρόνια έχουν περάσει από τότε που οι Black Flower έκαναν την εμφάνισή τους με το «Abyssinia Afterlife» (2014), ένα ντεμπούτο που έτυχε θερμής υποδοχής και τους άνοιξε τις πόρτες των διεθνών σκηνών. Ο ξεχωριστός τους συνδυασμός Ethio-jazz, ανατολίτικων επιρροών, dub και afrobeat αποδείχθηκε πολύ ιδιαίτερος και αυθεντικός για να περάσει απαρατήρητος σε όσους διαθέτουν ανήσυχα αυτιά.

Στο «Kinetic» εμβαθύνουν στην μεταμορφωτική δύναμη του ρυθμού και της κίνησης. Κάθε ρυθμός και κάθε παλμός διοχετεύει ωμή ενέργεια, λειτουργώντας ως ένας καταλύτης αλλαγής. Όταν το μυαλό αισθάνεται παγιδευμένο σε άκαμπτα μοτίβα και περιοριστικές αντιλήψεις, το «Kinetic» υπενθυμίζει ότι η κίνηση του σώματος μπορεί να είναι η δύναμη που θα διαλύσει αυτά τα δεσμά. Μια πρόσκληση να χορέψουμε μέσα στο χάος της ζωής και να αξιοποιήσουμε τη δύναμη της κίνησης ως ένα μέσο απελευθέρωσης.

Η πεντάδα, αποτελούμενη από τον Nathan Daems (σαξόφωνα, φλάουτο), τον Jon Birdsong (κορνέτα), τον Simon Segers (τύμπανα), τον Filip Vandebril (ηλεκτρικό μπάσο) και τον Karel Cuelenaere (πλήκτρα), έχει εξελιχθεί σε ένα είδος supergroup, καθώς τα μέλη τους συμμετέχουν σε πληθώρα παράλληλων projects και συνεργασιών με αξιόλογους καλλιτέχνες όπως ο Beck, η Jamaican Jazz Orchestra, ο Lee Perry και το Myrddin Quartet. Αυτή η πολυδιάστατη εμπειρία τροφοδοτεί τον μοναδικό ήχο του γκρουπ  ο οποίος αντλεί έμπνευση από ένα ευρύ φάσμα μουσικών παραδόσεων.

Το άλμπουμ ανοίγει με το ομότιτλο κομμάτι, μια σχεδόν δεκάλεπτη εξερεύνηση των θεμάτων της κίνησης, η οποία άλλοτε είναι υποτονική και άλλοτε συναρπαστική, θέτοντας το πλαίσιο για το σύνολο του έργου. Το φλάουτο του Daems ακούγεται ωμό, συνυφασμένο με την κοφτερή ανάσα ενός  ηλεκτρικού οργάνου. Όλα στηρίζονται σε ένα πολυρυθμικό υπόβαθρο, με το μπάσο και τα κρουστά να βρίσκονται σε συνεχή διάλογο. Ο εξωτισμός εδώ δεν είναι ένα στυλιστικό επίχρισμα, αλλά μια δομική δύναμη, όπως αποδεικνύεται από τις απροσδόκητες αλλά άψογα τοποθετημένες και εν τέλη καλοδεχούμενες αραβικές κλίμακες.

Στο «Conundrums», το συγκρότημα επιδεικνύει την ικανότητά του στην πολυεπίπεδη ενορχήστρωση. Λούπες αλληλοεπικαλύπτονται και αυτό που αρχικά μοιάζει με ένα άκαμπτο πλαίσιο μετατοπίζεται και τεντώνεται διακριτικά, δημιουργώντας χώρο για τα πνευστά και τα πλήκτρα να κινηθούν σε απρόβλεπτες κατευθύνσεις. Οι afrobeat τάσεις του συγκροτήματος έρχονται στο προσκήνιο στο «Monkey System», όπου ένα στιβαρό groove στηρίζει χαλαρές αλλά κοφτερές γραμμές πνευστών και μια απαγγελία από την φιλοξενούμενη τραγουδίστρια Meskerem Mees.

Αυτή η επιρροή γίνεται ακόμη πιο έντονη στο «Underwave», όπου το μπάσο στροβιλίζεται μέσα σε ηχητικές στρώσεις, τραχιές υφές  και  ηλεκτρονικά στοιχεία όλα σε μια συνεχή κίνηση. Είναι αξιοσημείωτη η επιστροφή της Meskerem Mees, η οποία ενσωματώνεται άψογα στον κόσμο των Black Flower, όπως είχε κάνει και στο «Morning In The Jungle» από το προηγούμενο άλμπουμ, «Magma».

Ωστόσο, οι Black Flower έχουν και μια πιο ήσυχη πλευρά, την οποία αναδεικνύουν στο «Violet Drift». Το φλάουτο «τραγουδά» ένα νωχελικό, νυχτερινό blues, πριν παραδώσει τη σκυτάλη στα έγχορδα, υφαίνοντας μια μελωδία μέσα από παύσεις και κυματισμούς. Είναι ένα διαφορετικό είδος κίνησης, μια κίνηση που αναπνέει, που ακουμπάει στη σιωπή – ένα είδος ψυχεδέλειας που δεν χρειάζεται εφέ ή ένταση για να καταλάβει χώρο. Αυτή η ευαισθησία διατρέχει ολόκληρο το άλμπουμ και δεν έχει περάσει απαρατήρητη από την καρδιά του σύγχρονου nu jazz κινήματος. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο Gilles Peterson (ποιος δε θυμάται τις εμβληματικές του acid jazz συλλογές που είχε επιμεληθεί τέλη των ‘80ς αρχές ‘90ς) υποστηρίζει το συγκρότημα εδώ και χρόνια, βοηθώντας να φέρει τον ήχο τους σε cult σκηνές και ραδιοφωνικούς σταθμούς, από το BBC Radio 3 έως το Worldwide FM.

Η μουσική των Black Flower αντλεί έμπνευση από ένα ευρύ φάσμα ακουσμάτων, από ρετρό ηχογραφήματα μέχρι σύγχρονες κυκλοφορίες. Ο Nathan Daems, μιλώντας για τις επιρροές του, αναφέρει την εμβάθυνσή του σε παραδοσιακά στυλ από την Ανατολή, όπως η μουσική των Βαλκανίων, της Μέσης Ανατολής και της Ινδίας. Αυτές οι επιρροές, αν και αιώνες παλιές, ενσωματώνονται φυσικά στο σύγχρονο jazz project του συγκροτήματος, αποτελώντας για τον Daems τις πραγματικές ρίζες της μουσικής τους.

Στο «Synthetic», ένα κομμάτι γεμάτο ενέργεια και αμεσότητα, ένα super ρυθμικό παίξιμο τυμπάνων και η μπασογραμμη πλαισιώνουν το πρωταγωνιστικό φλάουτου, συμπληρωμένη από στροβιλιζόμενα πλήκτρα. Στο «Particles», το συγκρότημα συνεχίζει σε παρόμοιο μοτίβο, καθώς η μπάντα αφήνεται για άλλη μια φορά στην κυριαρχία του ρυθμού.

Οι ζωντανές εμφανίσεις των Black Flower αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της καλλιτεχνικής τους ταυτότητας. Όπως αναφέρει ο Nathan, προσπαθούν να αποφεύγουν τη δημιουργία κομματιών στο στούντιο που είναι αδύνατο να αναπαραχθούν ζωντανά, επιλέγοντας μια οργανική, "χειροποίητη" προσέγγιση. Ο αυτοσχεδιασμός αποτελεί επίσης ένα θεμελιώδες στοιχείο της μουσικής των Black Flower, αν και ο Daems πιστεύει ότι ο όρος jazz έχει χάσει την έννοιά του ως ένα συγκεκριμένο μουσικό στυλ. Σήμερα, είναι περισσότερο μια δημιουργική φιλοσοφία, ένας τρόπος σύνθεσης μουσικής με άφθονο χώρο για αυτοσχεδιασμό, ανεξάρτητα από το ρυθμικό υπόβαθρο.

Το «Kinetic» σηματοδοτεί μια ακόμη ιδιαίτερης αισθητικής κυκλοφορία από τους Black Flower. Ένα άλμπουμ που, όπως και τα προηγούμενα, φαντάζει σαν το καλύτερό τους μέχρι σήμερα.

Video Url

 

Sean Johnston - A Love From Outer Space

Ξέρω είναι σπάνιο για μια συλλογή και μάλιστα με χορευτικό και δή παλιότερων ετών περιεχόμενο να είναι προτεινόμενη όταν υπάρχει ένας καταιγισμός από νέα τραγούδια κάθε μέρα. Όμως εδώ έχουμε να κάνουμε με μια ιδιάζουσα περίπτωση. Σηματοδοτώντας ένα ορόσημο 15 ετών, η A Love From Outer Space (εν συντομία ALFOS), η νυχτερινή μάζωξη που συλλήφθηκε ως ιδέα το 2010 από τον αείμνηστο και επιδραστικό dj και παραγωγό Andrew Weatherall, μαζί με τον μακροχρόνιο μουσικό του συνεργάτη για πάνω από τρεις δεκαετίες, Sean Johnston, άνθισε σε ένα ταπεινό υπόγειο βόρεια του Λονδίνου, στο Stoke Newington και από εκεί μεταμορφώθηκε στον πλανήτη της χορευτικής μουσικής σε μια παγκοσμίως αναγνωρισμένη κοινότητα.

Η διαρκής απήχηση της βραδιάς έγκειται στην σταθερή της δέσμευση σε ηχητικές ταχύτητες που δεν υπερβαίνουν ποτέ τους 122 χτύπους ανά λεπτό. Για να τιμηθεί αυτή η επέτειος, ο Johnston έχει σχολαστικά επιμεληθεί μια συλλογή που επιδέξια αποστάζει τις διακριτικές ηχητικές υφές της slow house, της υπνωτικής disco και  του Krautrock που καθορίζουν την εμπειρία της ALFOS. Αυτή η συλλογή όχι μόνο αποτίνει φόρο τιμής σε αγαπημένα τραγούδια του παρελθόντος, αλλά προσφέρει επίσης ματιές στη μελλοντική τροχιά των μουσικών εξερευνήσεων της βραδιάς.

Αυτή η αναμνηστική συλλογή, κυκλοφόρησε   στις 14 Φεβρουαρίου, φέρει την προσωπική πινελιά του Sean Johnston στην επιμέλεια και τη μίξη της. Ένα αξιοσημείωτο στοιχείο αυτής της συλλογής είναι η έμφασή της στην αποκλειστικότητα, καθώς περιλαμβάνει κατά κύριο λόγο ακυκλοφόρητο υλικό και αγαπημένα «μυστικά όπλα» που πρόθυμα συνεισέφεραν οι δημιουργοί τους – κομμάτια που ο Weatherall και ο Johnston μεταμόρφωσαν συλλογικά σε διαχρονικά κλασικά της ALFOS. Ακόμη και αυτές οι επιλογές που έχουν προηγουμένως κυκλοφορήσει είναι εξαιρετικά σπάνιες και περιζήτητες από τους συλλέκτες. Η συλλογή είναι διαθέσιμη σε πολλαπλές μορφές: ένα βινύλιο LP 12 ιντσών με 12 κομμάτια, ένα CD με 19 κομμάτια και ένα με μιξαρισμένα τα τραγούδια της.

Η προσωπική διαδρομή του Johnston στη μουσική βιομηχανία ξεκίνησε το 1988. Στην αρχή της καριέρας του εργάστηκε ως βοηθός υπεύθυνου κρατήσεων, μεταξύ άλλων για το συγκρότημα Inspiral Carpets, μετά τη μετακόμισή του στο Λονδίνο από το Yorkshire. Μια κομβική στιγμή ήταν όταν ο Jeff Barrett της Heavenly Recordings τον σύστησε στον Andrew Weatherall εν μέσω της ζωντανής acid house σκηνής του Λονδίνου της δεκαετίας του 1990.

Οι δύο τους σφυρηλάτησαν μια ισχυρή σύνδεση βασισμένη σε κοινά μουσικά γούστα, που περιλάμβαναν καλλιτέχνες όπως ο Adrian Sherwood και η εμβληματική δισκογραφική εταιρεία Factory Records. Η δεκαετία αυτή είδε επίσης την ανάδειξη του Johnston ως dj και την εισβολή του στην παραγωγή techno, κυκλοφορώντας κομμάτια στην αξιόλογη δισκογραφική εταιρεία του Weatherall, Sabres Of Paradise (όπως ήταν και το όνομα του βραχύβιου γκρουπ του στις αρχές των ‘90ς).

Είναι ενδιαφέρον ότι στα τέλη της δεκαετίας του 1990 ο Johnston απομακρύνθηκε προσωρινά από τον κόσμο της μουσικής, για να επιδοθεί στην ορειβασία. Ωστόσο, η σύνδεσή του με τον Weatherall παρέμεινε. Προς το τέλος της δεκαετίας του 2000, μια τυχαία συνάντηση αποδείχθηκε ο καταλύτης για την ALFOS. Οι πιο αργοί, εμπνευσμένοι από την κληρονομιά του εμβληματικού ιταλού dj  των 70ς, Daniele Baldelli cosmic disco ήχοι που ο Johnston εξερευνούσε και μοιραζόταν στο φόρουμ DJHistory κατά τη διάρκεια αυτής της διαδρομής είχαν βαθιά απήχηση στον Weatherall, παρέχοντας τελικά το θεμελιώδες ηχητικό σχέδιο για τη χαρακτηριστική μουσική της A Love From Outer Space.

Η έναρξη της ALFOS έλαβε χώρα στις 20 Μαΐου 2010 στο The Drop (νυν The Waiting Room), έναν μικρό χώρο χωρητικότητας 120 ατόμων. Παρά τις αρχικές αμφιβολίες για την ανταπόκριση, η βραδιά απέκτησε γρήγορα δυναμική. Το πάρτι έχει έκτοτε επεκταθεί σε μεγαλύτερους χώρους στο Λονδίνο και έχει ένα φανατικό κοινό σε άλλες πόλεις της Αγγλίας όπως η Γλασκώβη, το Λιντς και το Μάντσεστερ, παράλληλα με ένα αφοσιωμένο κοινό στο Δουβλίνο και το Μπέλφαστ.

Μετά την απώλεια του Andrew Weatherall το 2020, στα πενήντα έξη του, ο Sean Johnston έχει αναλάβει μόνος του τη διαχείριση του οράματος της ALFOS. Αυτή η νέα συλλογή είναι συγχρόνως ένα ντοκουμέντο της μέχρι στιγμής πορείας της ALFOS, αλλά σηματοδοτεί επίσης την προσμονή για τα μελλοντικά ηχητικά τοπία που ο Johnston θα συνεχίσει να εξερευνά υπό την αιγίδα της.

Όσο ν’ αφορά το tracklist της συλλογής είναι ένας υπνωτιστικός μικρόκοσμος ντίσκο, ροκ, balearic, soul, jazz, παραμορφώσεων κιθάρων, ηχητικών εφέ, θεοποίησης του μπάσου και που στιχουργικά κινείται μεταξύ του μινιμαλισμού και καθαρά ινστρουμένταλ ορίων. Ξεχωρίζω το «Zhivago Zhivago» του Jonny Sender που συνδυάζει τις βαθιές ρίζες του στην underground σκηνή της Νέας Υόρκης της δεκαετίας του 1980, με ευρωπαϊκές επιρροές, ιδιαίτερα από τη Γενεύη, όπου ήταν dj. Την παρέα του  Dr. Robert τους Blow Monkeys στο ξεκίνημα της συλλογής τους ακούμε σε ένα ρεμιξ στο «Save Me» από τον Neville Watson. Οι Blow Monkeys, με ηγέτη τον Dr. Robert (Robert Howard), σχηματίστηκαν στο Λονδίνο στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Γνώρισαν σημαντική επιτυχία με κομμάτια όπως το «Digging Your Scene» και το «It Doesn't Have To Be This Way», συνδυάζοντας την pop ευαισθησία με κοινωνικά συνειδητούς στίχους και στοιχεία soul και jazz.

Η επιλογή του «Save Me», από το «Devil's Tavern» του 2008 έρχεται από την ύστερη φάση του γκρουπ που είχε ένα καθαρά χορευτικό προσανατολισμό. Πολύ δύσκολα μπορεί κάποιος να ξεφύγει από την μινιμαλιστική μαγεία του Laars στο «None». Από τις επικές ημέρες του δημιουργού που περιόδευε με την πρώην ντίσκο-μπάντα του τους νορβηγούς Tôg, ο Laars έχει ακονίσει τις δεξιότητές του στην παραγωγή με μουσική εμπνευσμένη από τους νονούς Patrick Crowley και Giorgio Moroder. Ο Secret Circuit είναι το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Eddie Ruscha, γιου του διάσημου καλλιτέχνη της αντι-ποπ, Ed Ruscha. Ο Eddie έχει δημιουργήσει ένα ηχητικό σύμπαν που συνδυάζει ντίσκο με ψυχεδελικά στοιχεία, κυκλοφορώντας μουσική σε διάφορες δισκογραφικές.

Η σπουδή στο κομμάτι «JungelBones» έρχεται από τον Tiago, έναν Πορτογάλο dj και παραγωγό που τα σετ του συνδυάζουν disco, house και techno. Ο Niv Ast είναι ηλεκτρονικός παραγωγός και dj με έδρα το Τελ Αβίβ. Εμπνέεται από τα ψυχεδελικά κύματα του Punk-Rock και τον χαλαρό ρυθμό της ντίσκο. Τα τελευταία χρόνια περιοδεύει συνεχώς σε όλο τον κόσμο, παίζοντας σε Παρίσι, Γερμανία, Τουρκία, Ολλανδία  για να αναφέρω μερικούς μόνο σταθμούς του ενώ συγχρόνως διάφορες εταιρείες φιλοξενούν πρότζεκτ του. Διαβάζω τα καλύτερα για τις ζωντανές του εμφανίσεις  όπου περιλαμβάνει παραμορφωμένες ηλεκτρικές κιθάρες, κρουστά, industrial επιρροές, πλήκτρα, ηλεκτρονικά τύμπανα και υπνωτιστικά φωνητικά, δημιουργώντας μια έντονη εμπειρία.

Όπως και η ακρόαση του «Jungle Marvin» εδώ. Παρότι η συλλογή ακούγεται εν τω συνόλω της ως μια ηχητική εμπειρία με το πρίσμα της κλαμπ κουλτούρας, μια ακόμη στιγμή που ξεχωρίζει, μεταξύ ίσων είναι αυτή του Darlyn Vlys στο ρεμιξ του «Wuzu». Ο Darlyn Vlys είναι ένας Ισπανός dj και παραγωγός που ενσωματώνει tribal και ethnic στοιχείων στην techno και house μουσική του.

 

Video Url