Revisited : Marillion - Fugazi (1984)

Το δεύτερο αριστούργημα από τη χρυσή περίοδο Marillion με τον Fish, που μας έδωσε τέσσερα albums-κειμήλια του neo-prog ήχου.

Το δεύτερο αριστούργημα από τη χρυσή περίοδο Marillion με τον Fish, που μας έδωσε τέσσερα albums-κειμήλια του neo-prog ήχου.

Ήταν μία από τις κύριες "αγωνίες"των progressive rock οπαδών κατά το πέρασμα από τη χρυσά 70s, σε μια δεκαετία που το pop στοιχείο φάνηκε από νωρίς ότι θα κυριαρχούσε. Πέρα από την κυριαρχία του στο charts, ήταν εμφανές και στην αλλαγή του ήχου των γιγάντων του είδους. Ενδεικτικά αναφέρονται οι post-Gabriel Genesis, με μια πορεία που έφτασε μέχρι το ανεκδιήγητο I can't Dance, οι Yes των οποίων ένα Owner of a lonely Heart αρκεί και περισσεύει για να περιγράψει το προκείμενο. Αλλά και οι Rush που σταδιακά, αν και μέσα από θρυλικά albums όπως το Moving Pictures και το Signals, έφτασαν στον ήχο του Hold your Fire. Οι φανατικοί του prog rock έψαχναν εναγωνίως τους νέους ήρωες τους, αυτούς που θα έπαιρναν την παράδοση του είδους και θα την πήγαιναν πολλά βήματα παραπέρα, σε μια δεκαετία όπως τα 80s, γεμάτη προκλήσεις αλλά και αβεβαιότητα για το ποιες τάσεις θα επικρατήσουν. Τους βρήκαν στο πρόσωπο συγκροτημάτων όπως οι It Bites, φυσικά οι Porcupine Tree, οι εξαιρετικοί Pendragon, groups που όρισαν αυτό που συνηθίσαμε να ονομάζουμε neo-prog. Πάνω από όλα όμως, τους βρήκαν στο γκρουπ από το Buckinghamshire, τους μεγάλους Marillion, στους οποίους το έπος του JRR Tolkien Silmarrilion έδωσε ώθηση για τα μεγαλεπίβολα σχέδια τους, πέρα από τη βασική πηγή του ονόματος τους.

Το Fugazi του 1984, είχε την ατυχία να βρίσκεται ανάμεσα στο συγκλονιστικό και εσωστρεφές ντεμπούτο Script for a Jester's Tear και στο Misplaced Childhood, η επιτυχία του οποίου (κυρίως λόγω του πασίγνωστου Kayleigh) έπιασε ακόμα και τους ίδιους τους Marillion εξαπίνης. Σε κάθε περίπτωση, η τριάδα Script-Fugazi-Misplaced αποτελεί ένα εκπληκτικό σερί δίσκων, το οποίο ώθησε το συγκρότημα σε δυσθεώρητα ύψη, εξασφαλίζοντας τους μια πολύχρονη καριέρα αλλά και ένα από τα πλέον φανατικά fan bases ανά τον κόσμο. Το Fugazi είναι σίγουρα το πιο progressive από τα τρία, έχει απωλέσει το σκοτεινό χαρακτήρα του ντεμπούτου, ενώ έχει σαφώς πλουσιότερες ενορχηστρώσεις από το Misplaced Childhood, το οποίο σίγουρα χαρακτηρίζεται από έναν πιο single-oriented ήχο. Ήταν και το πρώτο με τον τότε καινούριο αλλά ήδη έμπειρο στη σκηνή drummer Ian Mosley, έναν ουσιαστικότατο παίκτη που χωρίς να χαρακτηρίζεται ως βιρτουόζος, δίνει το κάτι παραπάνω στον ήχο των Marillion, έχοντας εξαιρετικές ιδέες και τοποθετώντας πολλές extra νότες σε διάφορα καίρια σημεία. Μοιρασμένο ισόποσα ανάμεσα στην ευφυή παράνοια του Fish, τους βράχους Rothery και Trewavas, αλλά και το ταλέντο του Mark Kelly σε ένα ρεσιτάλ πλήκτρων, το Fugazi παραμένει μέχρι σήμερα το "παράνομο" καλύτερο album των Marillion, για πολλούς οπαδούς τους.

Ξεκινάει δε πολύ δυναμικά, ίσως με τον πιο straight rocker των δύο πρώτων δίσκων, το μαγικό Assassing. Straight Rocker τρόπος του λέγειν καθώς ύστερα από την επιβλητική εισαγωγή ακολουθεί μια πανδαισία ήχων κι ενός γενικότερου musicality, βασισμένη σε έναν απλό ρυθμό των 4/4, έχοντας και ως κρυφό ατού ένα εξαιρετικό θέμα του Mark Kelly ύστερα από το κιθαριστικό solo. Στο ίδιο στυλ και το Punch & Judy, χωρίς να προϊδεάζει για την πολυπλοκότητα των συνθέσεων που ακολουθούν και έχοντας πιο ανάλαφρη διάθεση σε σχέση με την σκοτεινή ατμόσφαιρα του Script for a Jester's Tear. Ο Fish πιάνει ψιλές νότες που ίσως να μην ξανακούσαμε στην καριέρα του με τους Marillion, πολύ περισσότερο στην προσωπική του καριέρα έπειτα, ενώ ο Mark Kelly δίνει το κάτι παραπάνω σε έναν δίσκο που ίσως περισσότερο από όλους, ανέδειξε το ταλέντο του. Τα πράγματα αλλάζουν στο Jigsaw καθώς πρόκειται για μια σύνθεση πιο εσωστρεφή και συναισθηματικά φορτισμένη, με ένα ακόμα στιχουργικό σεμινάριο από τον Fish:

"Drowning tequila sunsets, stowaways on midnight ships
Refugees of romance plead asylum from the real"

Οι στίχοι του Fish, εξόχως ποιητικοί και αλληγορικοί, έχουν αυτό το σπάνιο προτέρημα του να ακούγονται τόσο ασαφείς και ταυτόχρονα τόσο προσωπικοί, κάτι που ναι μεν συναντάμε στην ποίηση αλλά στη rock μουσική δεν είναι και το πιο συχνό φαινόμενο. Το ίδιο ακριβώς γίνεται και στο Emerald Lies, με άλλη μια εκπληκτική εισαγωγή του Mark Kelly και το συγκρότημα με μπροστάρη τον Steve Rothery να παραδίδει μαθήματα ενορχήστρωσης. Τα όργανα ακούγονται πεντακάθαρα και οι συνθέσεις δίνουν χώρο σε όλους τους μουσικούς, προεξέχοντος φυσικά του βάρδου Fish, να αναπτύξουν τις δεξιότητες και τις ιδέες τους. Βαρύ το She Chameleon, σχεδόν πένθιμο, ταυτόχρονα όμως σαγηνευτικό, με ιδιαίτερο ξέσπασμα από τη μέση και μετά, συνοδευόμενο από άλλο ένα πολύ καλό solo του Kelly. Ένας εξαιρετικός μέχρι στιγμής δίσκος και που όμως θα αφήσει το πραγματικό καλύτερο για το τέλος. Η δυάδα Incubus & Fugazi είναι ίσως το καλύτερο κλείσιμο σε δίσκο των Marillion, ευφυείς δαιδαλώδεις συνθέσεις που δικαιολογούν πλήρως το status του group, τουλάχιστον εκείνα τα χρόνια. Το μεν Incubus περικλείει όλα τα στοιχεία που έχουμε αγαπήσει σε αυτούς τους prog ήρωες, από τον ανθρώπινο μετρονόμο Ian Mosley και τις ευφυείς παρεμβάσεις του, την τριάδα Rothery/Kelly/Trewavas και την αδιαμφισβήτητη χημεία της, και πάνω από όλα, τον πιο θεατρικό μαζί με τον Peter Gabriel frontman της σκηνής. Το δε Fugazi θα κάνει μια σύνοψη του ήχου του album, με το πιάνο του Kelly να διαδέχεται άλλη μια συνθετική στιγμή ανάλογη του Assassing, και το σκοτεινό τελευταίο μέρος να δίνει τη θέση του στο ιδανικό κλείσιμο, χαρακτηριστικό του Βρετανικού ήχου εκείνη την περίοδο, σε μία από τις αγαπημένες ηχητικά στιγμές των Marillion από την Fish era. 

Ένας μεγάλος δίσκος πολλαπλών αναγνώσεων και ακροάσεων. Αυτό ήταν το Fugazi, ένα αρκετά φιλόδοξο εγχείρημα ώστε να επαναληφθεί με την ίδια επιτυχία, έτσι πολύ έξυπνα οι Marillion έδωσαν συνέχεια με το πιο εμπορικό Misplaced Childhood, album που τους έδωσε την επιθυμητή αναγνωρισιμότητα. Σε συνδυασμό και με το επόμενο Clutching at Straws, και την επιτυχία του Incommunicado, οι Marillion έγιναν stars πρώτου μεγέθους, γεγονός που ο Fish ανέφερε ως την αιτία αποχώρησης του από το συγκρότημα ("We became too big"). Η συνέχεια λίγο πολύ γνωστή, με τον Steve Hogarth (H) να έχει κλείσει πλέον 3 δεκαετίες πίσω από το μικρόφωνο των Marillion, κυκλοφορώντας άλλοτε καλές και πολύ καλές, άλλοτε εξαιρετικές δουλειές με το group, αλλά σίγουρα σε πιο soft rock κατεύθυνση και μακριά από τον ήχο της εποχής Fish. Οι περισσότεροι fans των Marillion, έχουν διαχωρίσει τις δύο περιόδους του γκρουπ, τις βλέπουν, τις απολαμβάνουν και τις κρίνουν ξεχωριστά, και σε κάθε περίπτωση βρίσκουν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες και τις δύο.