Ταλέντο, εύρος φωνής, τεχνική, συναίσθημα. Κάποιες ερμηνείες αξίζουν την αμέριστη προσοχή μας, μεταφέρουν εικόνες και γεγονότα με τόσο αφοπλιστικό τρόπο που γίνονται δικά μας, σαν να φωτογραφίζονται προσωπικές μας ιστορίες. Ο χαμηλός φωτισμός ενδείκνυται για να συγκεντρωθεί το μυαλό και να τις αφουγκραστούμε, ίσως κι ένα ποτό. Το αξίζουν, είναι να τις… «πιεις στο ποτήρι».
Αναζητήσαμε δέκα από τις πιο υποδειγματικές ερμηνείες, μέσα από έξι δεκαετίες. Θα ξεκινήσουμε από τη δεκαετία του 2010 και θα γυρίσουμε πίσω το χρόνο, για να καταλήξουμε σε αυτή του 1960.
Marc Antony – El triste (2010)
Παρόμοιο «κράτημα» ανδρικής φωνής είθισται να ακούμε στην όπερα. O σπουδαίος Αμερικανός τραγουδιστής, μουσικός και παραγωγός της λάτιν δεν απέκτησε τυχαία το δικό του αστέρι στο Walk of Fame του Χόλυγουντ, τον περασμένο Σεπτέμβριο. Με δεινότητα ερμήνευσε μία μελαγχολική ισπανόφωνη Νο.01 επιτυχία στο Μεξικό το 1970, που τραγούδησε πρώτος ο José José, από τους πιο καταξιωμένους λάτιν καλλιτέχνες με παγκόσμια αναγνώριση, κυρίως τη δεκαετία του ’70 και του ’80.
Αφού το διασκεύασε πρωτίστως η γνωστή Αμερικανίδα Vikki Carr το 1972 και ο κορυφαίος Ισπανός τενόρος Placido Domingo το 1982, ο Marc Antony του έδωσε άλλη οντότητα το 2010 ερμηνεύοντάς το τονικά σε πιο υψηλή νότα από την πρωτότυπη εκδοχή. Προσέθεσε ακόμα περισσότερο «χρώμα», μεταφέροντας τους πονεμένους στίχους σαν να ήταν βιωματική εμπειρία. Με διπλή κορύφωση, στο 2:54 και κυρίως από το 3:54 ως το τέλος των σχεδόν 5.5 λεπτών τραγούδι, χαζεύουμε με πόση άνεση «ανεβαίνει» τις νότες σαν να μην έχουν τελειωμό.
Jennifer Hudson – And I’m telling you I’m not going (2006)
Μία καλή φωνή είναι εύκολο να αποδώσει στις χαμηλές νότες, η δυσκολία είναι στις υψηλές, δεν αρκούν οι τεχνικές. Εκεί φαίνεται η πραγματική αξία της, η δε παραμονή σε αυτές και μάλιστα για διάρκεια είναι χάρισμα που εξελίσσεται με την πάροδο του χρόνου, την εμπειρία. Ανατριχιαστική η ερμηνεία της Αμερικανίδας τραγουδίστριας και ηθοποιού, στα τελευταία δύο λεπτά «απογειώνεται» αναδεικνύοντας το εύρος των φωνητικών της δυνατοτήτων, μας κάνει να νιώθουμε ότι θα «σπάσουν» οι χορδές της.
Από το υποψήφιο για βραβείο Grammy σάουντρακ της ταινίας “Dreamgirls” του 2006, που συμπρωταγωνιστούσε με τους Jamie Foxx, Beyonce και Eddie Murphy. Το μιούζικαλ κέρδισε δύο Όσκαρ, το ένα πήγε στην ίδια για τον «Β' Γυναικείο ρόλο» και είναι βασισμένο στην ομότιτλη παράσταση που ανέβηκε στο Μπρόντγουεϊ το 1981. Η εκτέλεση στην ταινία είναι ακόμα πιο εκρηκτική, πιο θεατρική από αυτή που ηχογραφήθηκε για το σάουντρακ.
Whitney Houston – I will always love you (1992)
Η φωνή της Αμερικής όπως έχει χαρακτηριστεί, ανήκει δίχως αμφιβολία σ’ αυτές που έδωσαν ερμηνείες για σεμινάριο, ουκ ολίγες φορές. Το 1992 το διαμαντένιο και πολυπλατινένιο σάουντρακ της ταινίας “Ο Σωματοφύλακας” που πρωταγωνιστεί στο πλάι του Kevin Costner, παραμένει το πιο εμπορικό στην ιστορία της μουσικής ξεπερνώντας τα 45 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως. 31 χρόνια από την κυκλοφορία του, το ασύλληπτο ρεκόρ δείχνει απροσπέραστο. Κομμένο και ραμμένο στη Whitney, οι έντεκα από τις δεκατρείς συνθέσεις έχουν στίχους, έξι από αυτές της ανήκουν.
Η Dolly Parton έβγαλε μία περιουσία δίνοντας τα δικαιώματα του “I will always love you”, που έγραψε και ερμήνευσε πρώτη το 1974. Έγινε η «ναυαρχίδα» του σάουντρακ, πάμπολες οι βραβεύσεις του, όπως και οι χώρες που κατέκτησε εμπορικά. Λέγεται ότι δημιούργησε αιμάτωμα στις φωνητικές χορδές της, της πρότειναν να κάνει επέμβαση αλλά δε δέχτηκε γιατί θα γινόταν πιο ένρινη. Κόβεται η ανάσα μας ακούγοντας πως κρατά τη δική της για 14 δευτερόλεπτα και μάλιστα στις υψηλές νότες, στο 3:10.
Mariah Carrey – I don’t wanna cry (1991)
H «κατατρεχούμενη» ποπ μουσική, ως ποιοτικό είδος, έχει λυτρωθεί από ερμηνείες σαν αυτή. Η Αμερικανίδα ντίβα παίζει στα «δάχτυλα» τις νότες αποδεικνύοντας ότι η λέξη και έννοια pop, συντομία του popular, το ότι είναι δημοφιλής δε σημαίνει ότι δεν παράγει αξιόλογο έργο. Μόλις 21ετών στο ντεμπούτο της άλμπουμ το 1990, παραθέτει εξαιρετικά δείγματα με τη μεγάλη έκταση της φωνής της, τις λεγόμενες οκτάβες. Μέσα σε οκτώ μόλις χρόνια κατάφερε να κυκλοφορήσει συλλογή με επιτυχίες που έγιναν Νο.01, ώστε να την τιτλοφορήσει “#1’s”. Το συγκεκριμένο ως ξεχωριστό τραγούδι κυκλοφόρησε το 1991, σάρωσε στο αμερικανικό ραδιόφωνο, κατέκτησε την κορυφή της χώρας της και επτά ακόμη κατηγορίες.
Sarah Brightman & Michael Crawford – The phantom of the opera (1987)
Ένα συγκλονιστικό μιούζικαλ δε θα μπορούσε παρά να έχει ένα αντίστοιχο μουσικό θέμα. Η ομότιτλη θεατρική παράσταση σε μουσική του χαρισματικού Andrew Lloyd Webber, συνδέθηκε άρρηκτα με τη φωνή του Michael Crawford που πρωταγωνίστησε τόσο στο Μπρόντγουεϊ όσο και στο Γουέστ Έντ. Με τη Sarah Brightman αποτέλεσαν το πρώτο ζευγάρι που ερμήνευσε ονειρικά την αξέχαστη οπερετική σύνθεση, τον Σεπτέμβριο του '86. Άλλωστε στην όπερα αποδεικνύεται η ολοκληρωτική αξιοποίηση των φωνητικών χορδών, δεν υπάρχουν τεχνάσματα, όπως οι ψεύτικες κορώνες.
Για την ιστορία, το περιβόητο μιούζικαλ ξεκίνησε στο Λονδίνο το 1986, ενώ στη Νέα Υόρκη το 1988. Για τα αμερικανικά θεατρικά δεδομένα κατέχει τον μεγαλύτερο χρόνο ζωής, τον Απρίλιο του ‘23 έριξε αυλαία στο Μπρόντγουεϊ μετά από 35 χρόνια και 14.000 παραστάσεις. Στην τελευταία αυτή παράσταση, το «πρωτότυπο» βρετανικό φάντασμα στοιχειώθηκε και όχι μόνο αυτό. Η Βρετανίδα σοπράνο Sarah Brightman δήλωσε παρούσα, όχι όμως και ο ομοεθνής Michael Crawford, δήλωσε ασθενής λόγω οδοντικού χειρουργείου. Το οξύμωρο είναι ότι απουσίασε και ο πρωταγωνιστής του αμερικανικού θιάσου Ben Crawford, απλή συνωνυμία με τον Michael, που δήλωσε επίσης ασθενής, από μικροβιακή λοίμωξη και τον αντικατέστησε ο Laird Mackintosh.
Ανάμεσα σε τόσους «μασκοφόρους» και σοπράνο πρωταγωνίστριες, μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία γνώρισε το ντουέτο της Brightman με τον Steve Harley που δισκογραφήθηκε πρώτο το 1986, έγινε Νο.11 στην Αγγλία, πιο καθηλωτικό θεωρούμε αυτό της Brightman με τον Crawford που το ερμήνευσαν πρώτοι στο σανίδι την ίδια χρονιά, αλλά κυκλοφόρησε το 1987. Αξίζει να δείτε το “Φάντασμα της όπερας” στο His Majesty’s Theatre του Λονδίνου, είναι εμπειρία ζωής.
Barbra Streisand with Barry Gibb – What kind of fool (1981)
Δυο σπουδαίες φωνές σ’ ένα από τα ωραιότερα ερωτικά τραγούδια όλων των εποχών. Γραμμένο από τον Barry Gibb των ανεπανάληπτων Bee Gees, με τον βραβευμένο με Grammy συνθέτη και παραγωγό Albhy Galuten. Υποδειγματικός ο τρόπος που αποχωρίζεται η μία φωνή την άλλη, καθώς και αυτός που ενώνονται στις κοινές τους ερμηνείες. Η γυναικεία φωνή είθισται να κλέβει την παράσταση σε σχέση με την ανδρική. Η Streisand το επιβεβαιώνει δίνοντας απογειωτική «παράσταση», κρατά την ανάσα της για 13 δευτερόλεπτα στο 3:06, σε αδιανόητα υψηλό τονικά σημείο, άλλωστε διαθέτει την πιο άρτια τεχνικά φωνή στην ιστορία της μουσικής. Κυκλοφόρησε το 1981 φτάνοντας στο Νο.01 της Αμερικής, στην κατηγορία Adult contemporary.
Queen – Bohemian rhapsody (1975)
Επικό τραγούδι που εισήχθη στο Grammy Hall of Fame το 2004 και μία από τις σημαντικότερες συνθέσεις όλων των εποχών. Παρέμεινε στο Νο.01 της Αγγλίας για εννέα εβδομάδες το 1975 και έξι ακόμη το 1991 όταν πέθανε ο πολυτάλαντος Freddie Mercury. Είναι σημαντικό να παρατηρήσουμε πως το απέδωσε ο εμβληματικός ηγέτης των Queen, αλλά και τον τρόπο που χρωμάτισε το… “Mama”, διαφορετικά κάθε φορά στον εκάστοτε τόνο. Δε θα σταθούμε στις φωνές των υπολοίπων μελών του συγκροτήματος, αν πρέπει να αναφέρουμε μία ακόμη είναι αυτή της κιθάρας του Brian May που κατασκεύασε ο ίδιος, αφού «ούρλιαξε» για τα καλά.
Shirley Bassey – The greatest performance of my life (1972)
Η επιλογή της Ουαλής περσόνας μεταξύ των πιο συγκλονιστικών ρμηνειών είναι το πιο εύκολο. Το δύσκολο, είναι ποιο τραγούδι της να επιλέξουμε. Η ταύτιση της υποδειγματικής εκτέλεσης με τη δυνατότητα των φωνητικών χορδών, το συναίσθημα με το δραματουργικό στοιχείο που επιτάσσουν οι στίχοι, γίνονται ένα στο τραγούδι του 1972. Αξέχαστη η στιγμή που «λυγίζει» η φωνή της στο 2:37. Ζει κάθε λέξη που λέει, από την πρώτη ως την τελευταία, φροντίζει να τις εισπράξουμε σαν να συμβαίνει σε εμάς.
Tom Jones – I’m a fool to want you (1969)
Μπορεί να έχει τη στάμπα της θρυλικής Billie Holliday από το 1958, στη σύνθεση και στους στίχους συμμετέχει ο Frank Sinatra που το ερμήνευσε το 1957, ένα μήνα μετά τον Billy Eckstine που το είπε πρώτος, η εκτέλεση του Tom Jones το 1969 είναι το «κάτι άλλο». Χρωμάτισε κάθε θλιμμένο στίχο βιώνοντάς τον, ηχογράφησε ακόμα και την «πικραμένη» ανάσα του, χαρακτηριστική αυτή στο 1:39. Προσθέστε ότι ήταν 29 ετών, στην πρώτη τετραετία της καριέρας του, δεν είχε την εμπειρία σύμμαχο, έδωσε όμως εμφατική ερμηνεία. Αυτό είναι το ταλέντο και η κατάθεση ψυχής.
Τζένη Βάνου – Ξέχασες (1968)
Αριστουργηματική ερμηνεία από μία «δική» μας φωνή, το 1968. Εκείνο το καλοκαίρι διοργανώθηκε το 1ο Διεθνές Φεστιβάλ Ελαφράς Μουσικής Ολυμπιάς, στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Συμμετείχαν 17 χώρες με 32 τραγούδια, μεταξύ των οποίων η Ελλάδα με 8 συνθέσεις. Παρόλο που η Ευγενία Βραχνού, τη μάθαμε ως Τζένη Βάνου, αποθεώθηκε με το “Ξέχασες”, το κοινό χειροκροτούσε ακόμα και κατά τη διάρκεια του, η 16μελής κριτική επιτροπή με πρόεδρο τον συνθέτη Κώστα Γιαννίδη το αδίκησε. Κυκλοφόρησε σε 45άρι δίσκο το 1968, ενώ το 1976 συμπεριλήφθηκε σε συλλογή με επιτυχίες της από άλλη δισκογραφική εταιρία, με τίτλο “Ξέχασες και το περίμενα”. Οι στίχοι είναι της Κικής Σεγδίτσα και η μουσική του Ανδρέα Οικονόμου.
Είναι άξια θαυμασμού πως «ανεβοκατεβαίνει» τις νότες, η σταθερότητα στις υψηλές που είναι και το πιο δύσκολο, ο τρόπος που μεταφέρει τη φωνή της στις χαμηλές, χρησιμοποιεί στο έπακρο τη δυναμική των χορδών της. Λέγεται ότι η τεράστια Shirley Bassey είχε προτείνει στην Τζένη Βάνου να κυκλοφορήσουν κοινό δίσκο.