Περιοδικό Creem: Αναβίωση ή Ανάσταση;

@ Creem Magazine

 Ένα από τα εργαλεία διάδοσης της μουσικής εκτός από τις συναυλίες, τους δίσκους, τις κασέτες κ.α. τα «παλιά καλά χρόνια»  ήταν και ο έντυπος τύπος, τα περιοδικά. Μιας και μιλάμε για την μουσική μετά το ’50, ο λόγος για το αμερικάνικο περιοδικό Creem από το βιομηχανικό Detroit, που ξεκινώντας αρχικά τον Μάρτιο του 1969 ως underground έντυπο, εξελίχθηκε σε όαση για το αυθεντικό ροκ χωρίς περιστροφές, δισταγμούς και μισόλογα.

Ανατρεπτικό, πρωτοπόρο, επαναστατικό, α-ταξικό, βωμολόχο και προοδευτικό, συγκέντρωσε αμέσως γύρω από την βασική συντακτική του ομάδα (Jann Uhelszki, Lester Bangs, Dave March) και τους συνιδρυτές Barry Kramer & Tony Reay,   όλη την αντιρατσιστική, αντιφορμαλιστική, αντιπολεμική, αντισυμβατική νεολαία της Αμερικής που μέσα από αλάνες, βιομηχανικά χαλάσματα, αρένες, ξέφρενα υπαίθρια Be-in πάρτι «γλεντούσε» με μελωδίες, βρυχηθμούς και παραμορφωμένους ενισχυτές όλη την αμερικάνικη νεολαία που έβλεπε τα νιάτα της να «βυθίζονται» στην ανεργία, την εκμετάλλευση, τον πόλεμο, τον κοινωνικό αποκλεισμό και την πολωτική ρητορική της εξουσίας. 

 

Αφήνοντας στην άκρη όλα τα στερεότυπα, συνεργάστηκε με τον πρωτοπόρο των underground comics, Robert Crumb αναθέτοντας του το εξώφυλλο του 2ου τεύχους. Μέσα από το ανθρωπόμορφο μπουκάλι κρέμας που σχεδίασε και αναφωνεί  “Boy Howdy”, κατάφερε να κάνει το μπουκάλι με την σαρκαστική αργκό έκφραση “Boy Howdy” την μασκότ του περιοδικού και το σήμα κατατεθέν για μπλουζάκια, τασάκια, κούπες και ότι άλλο σχετίζοντας με την ροκ παραφερνάλια. 

Το 1970 μετά την αποχώρηση του Tony Reay και την αναβάθμιση της συντακτικής ομάδας, το Creem ανέβηκε γρήγορα σε ποιότητα –από εφημερίδα σε περιοδικό-  θεματολογία, εκρηκτικό φωτογραφικό υλικό, με ανένταχτους και αχαλίνωτους συντάκτες και  συνεργάτες γράφοντας ελεύθερα και ελευθεριακά, με αποτέλεσμα να πάρει δικαιωματικά και περήφανα στο εξώφυλλο του τον υπότιτλο «America's only rock 'n' roll magazine» αφού όλα τα υπόλοιπα περιοδικά της Αμερικής σνόμπαραν «ελαφρώς» τους μακρυμάλληδες heavy, punk, garage, hardcore τύπους που βρωμούσαν ιδρώτα, Jack Daniels, κάνναβη, μαριχουάνα και άλλα «ευγενή» μίγματα και συμπεριφορές.

   

Αν το περιοδικό “Billboard” ήταν η φωνή της συντηρητικής Αμερικής , με βιτρίνα τους καταλόγους επιτυχιών και εμπορική μουσική, το “Rolling Stone” της Δυτικής Ακτής σαν αντίπαλο δέος που διέβλεπε στην διάδοση της ποπ κουλτούρας αλλά με κάποια πολιτική χροιά, το “Creem” ήταν στο αντίθετο άκρο, προσανατολίζονταν στην μουσική «αντεπανάσταση» της ηλεκτρικής κιθάρας και την εκτόνωση της ωμής ενέργειας μέσα απ’ την μουσική. Μπλουζίστες που παίζουν με τα δόντια, οργανίστες που καρφώνουν μαχαίρια στα πιάνα, φλαουτίστες μεταμορφωμένοι σε Δρυίδες, τραγουδιστές «βρικόλακες»,  ντράμερ «χταπόδια», σαξοφωνίστες με «επιληπτική» έξαψη, κοντραμπασίστες «ξυλοκόποι», αφιονισμένοι βιολονίστες, άνθρωποι από τον Άρη  και χορωδίες από θεόσταλτες εβένινες φωνές, έκαναν το “Creem” την «κρέμα» της απόδρασης από την καθημερινότητα της ησυχίας.

Θα μπορούσε να λέγεται “Dreem” ή  “Screem”, ένα απίθανο περιοδικό  ήχων και απόλαυσης με πολλά «οκτάνια» ενέργειας από το Detroit που ήταν και η εγγύηση της μουσικής ανησυχίας της γενιάς του και του δημιουργικού «θορύβου». 
Με την βοήθεια «άτακτων» συντακτών-κριτικών και διάφορων ανένταχτων συνεργατών όπως η Patti Smith, Charles Bukowski, Nick Tosches, Greil Marcus, Richard Meltzer και άλλοι «περιοδεύοντες» γραφολάγνοι, το περιοδικό εδραιώθηκε ως η μόνη ροκ αυθεντική φωνή της Αμερικής μεταξύ 1969-1989.

   

Όλα τ’ αμερικάνικα έντυπα επηρεάστηκαν από τον τρόπο γραφής του Creem, αφού πολλοί συντάκτες πήραν μεταγραφή σε άλλα έντυπα ή έστελναν άρθρα σε εφημερίδες και αλλού.

Φυσικά επηρεάστηκε το ευρωπαϊκό κοινό και το ελληνικό, αφού η «παράξενη» αγάπη του έλληνα για το ροκ εδραιώθηκε στις δεκαετίες ’70 & ’80 και τα ελληνικά μουσικά έντυπα «εκμεταλλεύτηκαν» ορθά, άρθρα, αποσπάσματα, ειδήσεις και φωτογραφίες του.  

Πέρασαν από το περιοδικό όλες οι παρεξηγημένες «τάξεις» και τάσεις της μουσικής rock, heavy, soul, pop, που δεν μασούν τα λόγια αλλά κόβουν επίτηδες τις λέξεις. 

Zappa, Stooges, MC5, Alice Cooper, Dylan, Kiss, Van Halen, Stones, Bowie, Foghat, Lou Reed, Ted Nugent, Roxy Music, B-52s, Who, Kinks, Dead’s, Muddy Waters, ZZ Top και λοιποί  «ταραχοποιοί», έκαναν τα διεθνή χιτ των Cheap Trick, Journey και Boston να  ακούγονται σαν την χορωδία της ΧΑΝΘ.
Με σύνθημα “Tune-in, Drop-out, Get-loud” το “Creem” καλεί τους αναγνώστες να ξεδώσουν μουσικά, επαναφέρει το πάρτι στη μουσική χωρίς περιορισμούς, την διασκέδαση και την καθαρή ενέργεια να είσαι ροκ και να μη ντρέπεσαι.

Μέσα στην δεκαετία του ’70 έπιασε κορυφή και έφτασε να πουλά έως και 200.000 αντίτυπα. Το 1981 με τον θάνατο του ιδρυτή Barry Kramer και τον νέο προσανατολισμό που πήρε η pop–rock πραγματικότητα άρχισαν τα προβλήματα. Το 1989 έκλεισε και παρά κάποιες προσπάθειες στην δεκαετία του ’90 να επανέλθει ως διμηνιαίο έντυπο τίποτα δεν καρποφόρησε. 
Σήμερα, 33 χρόνια μετά το κλείσιμο του περιοδικού,  ο γιος  J.J. Kramer αφού κέρδισε τις νομικές διαμάχες σχετικά με τα δικαιώματα του περιοδικού, θα κυκλοφορήσει εκ νέου το Creem από το φθινόπωρο του 2022 στην γνωστή έντυπη αλλά νέα μορφή του.

Στο site του περιοδικού www.creem.com μπορεί κάποιος να βρει (με την κατάλληλη οικονομική συνδρομή βεβαίως) όλο το αρχείο του παλιού Creem -228 τεύχη- μαζί με μπόλικο υλικό από φωτογραφίες, δημοσιεύματα και άλλα επίκαιρα, καθώς και το βραβευμένο ντοκιμαντέρ του Scott Crawford “Boy Howdy: The Story of Creem Magazine”-2019. Έτσι  ο J.J. Kramer ελπίζει ότι θα προσφύγουν εκεί όλοι οι παθιασμένοι φίλοι της ροκ και όχι μόνο.

Το νέο περιοδικό σχήμα με τον J.J. Kramer στο τιμόνι, με διευθύνοντα σύμβουλο τον πρώην εκδότη του Vice, John Martin, αρχισυντάκτη τον Dan Morrissey του Entertainment Weekly και την Jann Uhelszki από την παλιά συντακτική ομάδα του Creem προσβλέπει σε κάτι εντελώς νεωτεριστικό, βάζοντας ως προσωρινό εξώφυλλο στο καινούργιο ξεκίνημα τον… Πούτιν με κιθάρα!! για το φθινόπωρο του 2022.

Βέβαια το τοπίο είναι άκρως αβέβαιο ακόμη και για την τεράστια αμερικάνικη αγορά, απλούστατα γιατί όσο μεγαλύτερο το μέγεθος του κοινού και του ακροατηρίου τόσο μεγαλύτερο και το ρίσκο. Ποιος δεν εκμεταλλεύτηκε – με την καλή έννοια – τα εξώφυλλα, τις αποκλειστικές φωτογραφίες,  τα εμπρηστικά και κεραυνοβόλα άρθρα και σκίτσα του περιοδικού όταν το ροκ κυριαρχούσε παντοδύναμο σε γήπεδα, τηλεοράσεις και ραδιόφωνα.  Τα άρθρα του Creem για την εκάστοτε heavy rock πραγματικότητα ήταν ευαγγέλιο για όλους όσους άκουγαν ή μάθαιναν ότι νέο κυκλοφορούσε. 
Σήμερα όμως, αυτό το «πείραμα» κινδυνεύει εκ των έσω πιστεύω. Ποιός  ακούει και ποιός ενδιαφέρεται για την νέα ροκ πραγματικότητα; Από τα παλιά «ροκ»  έντυπα το μόνο που παραμένει «λαβωμένο» αλλά με σταθερό κοινό είναι το “Metal Hammer”.

Όσο για την σημερινή ροκ κοινότητα παραμένει θολή κι ανάμικτη. Τα μεγάλα ονόματα με ευρεία αίγλη μάλλον συσκέπτονται και ανασυντάσσονται  και μόνο οι «δεινόσαυροι» του ροκ κάνουν διεθνή τουρνέ με μέλη που ξεπερνούν τα 70 με πολλούς να βρίσκονται ακόμη και στο κατώφλι των 80. Όλο το υπόλοιπο νέο αίμα των ακροατών-μαθητών-φοιτητών έχουν κατέβει στο δρόμο με τα κινητά ανά χείρας ή μόλις γυρίζουν από το «πάρτι» στο γήπεδο Πανιωνίου. 

Την ώρα που γράφω κάτω από το παράθυρο μου ακούω μια παρέα πιτσιρικάδες μαθητές να διασκεδάζουν –δεν το λέω με ειρωνική διάθεση- με ραπ-Μαζωνάκη, Snik, Light και Εισβολέα.  
Αυτή η ισοπεδωτική κυριαρχία της ραπ-τραπ-ηλεκτρονικής κοινότητας και μουσικής είναι η νέα μουσική πραγματικότητα και οι «κωδικές» ονομασίες τραγουδιών, «ποιημάτων» και «γρίφων» της αλάνας, λέξεων και βρυχηθμών beat-box ανακατεμένα με ήχους περιπολικών, συναγερμούς, βρισιές, επεξεργασμένα samples, dubbing και εικονική πραγματικότητα είναι το status του ζην και χορεύειν σήμερα.

Έχω αμφιβολίες αν το νέο “Creem” θα καταφέρει να πιάσει την ανησυχία, την  αμφιβολία ή την αμφισημία του νέου ανθρώπου οπουδήποτε. Αναβίωση ή νεκρανάσταση; οι έννοιες έχουν μικρή απόσταση στο βιολογικό εργαστήριο του σημερινού δόκτορα Frankenstein που κινδυνεύει να γίνει ένας Προμηθέας που του τρώνε το συκώτι χωρίς όμως να πεθαίνει. Ο καιρός εγγύς και άστατος.

                                    ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΒΟΛΟΓΚΑΣ