«Κύριε, ήρθε η ώρα.
Το καλοκαίρι ήταν πολύ μεγάλο.
Άφησε τον ίσκιο σου πάνω απ' τα ηλιακά ρολόγια,
και στα λιβάδια ξαμόλα τους ανέμους.
Διέταξε τους τελευταίους καρπούς γεμάτοι να ΄ναι,
δώστους ακόμα δυο μέρες ζεστές σαν νότου,
στην τελειότητα ώθησέ τους και κυνήγα
στο δυνατό κρασί την στερνή γλύκα
Όποιος δεν έχει τώρα σπίτι, πια δεν θα χτίσει.
Όποιος τώρα μόνος είναι, θα παραμείνει για πολύ,
θα ξαγρυπνά, θα διαβάζει, θα γράφει γράμματα μακροσκελή
και στις αλέες θα περιφέρεται εδώ και κει
ανήσυχος, όταν τα φύλλα στροβιλίζονται.»