Αλκυόνη Παπαδάκη: Τα όνειρα, συνήθως, προδίδουν. Παραπλανούν. Καμιά φορά και σκοτώνουν. Όμως, δεν γίνεται να ζεις χωρίς να ονειρεύεσαι...
Η Αλκυόνη Παπαδάκη γεννήθηκε σε ένα χωριό κοντά στα Χανιά. Ο πατέρας της ήταν δάσκαλος και η μητέρα της ονειροπόλα… όπως έχει δηλώσει η ίδια. Η οικογένειά της έζησε δύσκολες καταστάσεις και από μικρή έψαχνε τα μονοπάτια της φυγής.
Αφού αποφοίτησε από τη Γαλλική Σχολή, ήρθε στην Αθήνα με το όνειρο να αλλάξει τον κόσμο. Με την εμφάνισή της στη λογοτεχνία, κατέκτησε το αναγνωστικό κοινό, το οποίο την ακολουθεί πιστά σε όλη τη συγγραφική πορεία της.
Το συγγραφικό έργο της, το οποίο ανήκει στη σύγχρονη μυθιστορία, διακρίνεται για την προσωπική, λυρική γραφή και τον έντονο συναισθηματισμό του.
Σε αυτό το άρθρο θα δούμε μερικά αποφθέγματα της Αλκυόνης Παπαδάκη :
‘Πάντα ήθελα να φεύγω. Να πετάει η ψυχή μου σαν τα πουλιά. Να νιώθω τη γλύκα μιας ατέλειωτης φυγής. Όχι να φεύγω γι’ άλλους τόπους. Από την ίδια τη ζωή μου να φεύγω. Να ρίχνω τα «στοπ» στον δρόμο μου. Να γκρεμίζω τις πινακίδες που σηματοδοτούσαν διαδρομές. Να πατάω στις διαχωριστικές γραμμές. Ν’ αψηφώ τα όρια της ταχύτητας. Να φεύγω χωρίς προορισμό. Μια φυγή μέσα στην ίδια τη φυγή. Σα να με κυνηγούσε πάντα ο εαυτός μου»
«Κι αν θες να ξέρεις, δεν υπάρχουν ούτε τόσο καλοί, ούτε τόσο κακοί. Όλοι είμαστε λίγο απ’ όλα. Ανάλογα με το τοπίο, αλλάζουμε μορφή. Κάπως σαν τους χαμαιλέοντες.”
«Εγώ την τρέλα μου την φοράω καπέλο, μεγάλε. Δεν την αφήνω να μου γίνει θηλιά. Κι όσο για την παράγκα μου, μόλις δω πως πιάνει κοριούς, ανάβω ένα σπίρτο και την καίω. Δεν το ‘χω για τίποτα. ‘’Πόσο κάνει;’’ Λέω στη μοίρα μου. Τι χρωστάω; Τόσο… Μου λέει. Παρ’ τα και δίνε του. Έχω ένα ραντεβουδάκι με την επόμενη μέρα…”
«Κάνει τόση παγωνιά.
Κι αυτή η ψυχή μου, τι μανία.
Να θέλει να ρίχνει τα όνειρά της στη φωτιά για να ζεσταθεί.”
«Είναι μερικοί….εκεί κοντά στα μεσάνυχτα, που ξύνουν το σκοτάδι με τα νύχια τους και βρίσκουνε κομμάτια φως.”
«Να ονειρεύεσαι, μου ‘λεγε ένας φίλος που μ’ αγαπούσε και με ήξερε καλά. Τα όνειρα, συνήθως, προδίδουν. Παραπλανούν. Καμιά φορά και σκοτώνουν. Όμως, δεν γίνεται να ζεις χωρίς να ονειρεύεσαι. Δεν έχει νόημα. Δεν έχει ουσία. Να ονειρεύεσαι! Κοίτα μόνο να ‘χεις σταμπάρει καλά την έξοδο κινδύνου από τα όνειρά σου. Τότε σώζεσαι.»
«Είναι κάτι νύχτες, που τ’ αστέρια κατεβαίνουνε χαμηλά. Που λιώνει το φεγγάρι και νοτίζει την ψυχή σου. Είναι κάτι νύχτες, που όλα σιγοτραγουδούν. Ακόμα κι οι πέτρες. Και τα ξερά κλαδιά. Αυτές τις νύχτες προτιμά να σε θυμάται η μοναξιά σου. Κι έρχεται ακάλεστη. Χωρίς να χτυπήσει ούτε καν την πόρτα, να ρωτήσει αν δέχεσαι επισκέψεις.»
«Έχω γνωρίσει στη ζωή μου αρκετούς ανθρώπους, που έψαχναν απεγνωσμένα την ελευθερία της ψυχής τους. Πέρασαν βουνά, θάλασσες και ποτάμια, μοναχικοί καβαλάρηδες πάντα, εραστές μιας χίμαιρας που την είχαν βαφτίσει ελευθερία. Αυτού του είδους οι άνθρωποι μοιάζει να ψάχνουν τελικά για την παγίδα τους»
«Χαρά σ’ αυτούς που πιάστηκαν στο δόλωμα της ζωής και σπαρτάρισαν μέσα στα δίχτυα της.
Αν τα τρύπησαν μια στιγμή και ξαναβγήκαν στο πέλαγος, το ‘καναν μόνο και μόνο για να ‘χουν τη χαρά να ξαναπιαστούν…”
«Να είχα, λέει, μιαν αγάπη σαν αλάνα… Να κυλιόμουνα μέσα της, να ‘κανα τούμπες, να ‘πλωνα την αρίδα μου να λιαζόμουνα… Να ‘ρχόντανε τα όνειρά μου σαν τις κάργιες να φτεροκοπούν πάνω από το κεφάλι μου. Βαρέθηκα να χώνω τη ρημάδα την ψυχή μου στα ντουλάπια και να της κρεμώ αρωματικά σακουλάκια να μην τη φάει ο σκόρος. Βαρέθηκα να περπατώ με την πλάτη κολλημένη στα ντουβάρια, γιατί νιώθω γύρω μου το θόρυβο από τα μαχαίρια που ακονίζονται.»