Ι
Μια φορά κι έναν καιρό
ήταν ένα γραμμόφωνο.
Ένα ολομόναχο γραμμόφωνο.
Ή μπορεί και να μην ήταν κανένα γραμμόφωνο
και να ’ταν μόνο ένα τραγούδι.
Ένα ολομόναχο τραγούδι
που ζητούσε ένα γραμμόφωνο
για να πει τον καημό του.
Μια φορά κι έναν καιρό
ήταν ένας έρωτας.
Ένας ολομόναχος έρωτας
Με μια πλάκα στη μασχάλη
που γύρευε ένα γραμμόφωνο
για να πει τον καημό του:
έρωτα, μη σε πλάνεψαν
άλλων ματιών μεθύσια
και μες στα κυπαρίσσια
περνάς νεκρή σκιά;
Έρωτα αδικοθάνατε
έρωτα χρυσομάλλη
αν σ’ είδαν με μιαν άλλη,
ήταν η Λησμονιά.
ΙΙ
Μια φορά κι έναν καιρό
δεν ήταν ούτε ένας έρωτας,
ούτε ένας πόνος,
ούτε ένας καημός,
παρά μισός έρωτας, μισός πόνος,
μισός καημός,
και μια σπασμένη πλάκα στη μασχάλη
που τραγουδούσε το μισό σκοπό:
Έρωτα μισέ… Έρωτα μισέ…
Θεέ μου! Δε βρίσκεται
ένα συμπονετικό χέρι
να σηκώσει τη βελόνα,
και να ακουστεί ξανά
ολόκληρο το τραγούδι,
ολόκληρος ο έρωτας,
ολόκληρος ο πόνος;
Έρωτα, μη σε σκότωσαν
με μαγεμένα βέλη,
έρωτα Μακιαβέλη
Αγαρηνέ φονιά;
Τα μάτια που σε χάιδεψαν
με δάκρυα πικραμένα
καρφιά ήταν πυρωμένα
κι η αγάπη μια απονιά.
Ο ΤΡΕΛΟΣ ΜΕ ΤΟ ΒΕΛΟΣ ΣΤΟ ΣΤΗΘΟΣ
Μενέλαος Λουντέμης (1938-1966)