Τὸ φεγγαράκι ἀπόψε στὸ γιαλὸ
θὰ πέσει, ἕνα βαρὺ μαργαριτάρι.
Κι ἀπάνω μου θὰ παίζει τὸ τρελὸ
τρελὸ φεγγάρι.
Ὅλο θὰ σπάει τὸ κῦμα ρουμπινὶ
στὰ πόδια μου σκορπίζοντας ἀστέρια.
Οἱ παλάμες μου θά ῾χουνε γενεῖ
δυὸ περιστέρια·
Θ᾿ ἀνέβουν -- ἀσημένια δυὸ πουλιὰ --
μὲ φεγγάρι -- δυὸ κοῦπες -- θὰ γεμίσουν,
μὲ φεγγάρι τοὺς ὤμους, τὰ μαλλιὰ
θὰ μοῦ ραντίζουν.
Τὸ πέλαγο χρυσάφι ἀναλυτό.
Θὰ βάλω τ᾿ ὄνειρό μου σὲ καΐκι
ν᾿ ἀρμενίσει. Διαμάντι θὰ πατῶ
λαμπρὸ χαλίκι.
Τὸ γύρω φῶς ὡς θᾶν τὴ διαπερνᾷ,
ἡ καρδιά μου βαρὺ μαργαριτάρι.
Καὶ θὰ γελῶ. Καὶ θὲ νὰ κλαίω... Καὶ νά,
νὰ τὸ φεγγάρι!