Τότε το φεγγάρι
σκόνταψε στις ιτιές κι έπεσε στο πυκνό χορτάρι.
Μεγάλο σούσουρο έγινε στα φύλλα.
Τρέξανε τα παιδιά,
πήραν στα παχουλά τους χέρια το φεγγάρι
κι όλη τη νύχτα παίζανε στον κάμπο.
Τώρα τα χέρια τους είναι χρυσά,
τα πόδια τους χρυσά,
κι όπου πατούν αφήνουνε
κάτι μικρά φεγγάρια στο νοτισμένο χώμα.
Μα, ευτυχώς,
οι μεγάλοι που ξέρουν πολλά,
δεν καλοβλέπουν.
Μονάχα οι μάνες κάτι υποψιάστηκαν.
Γι' αυτό τα παιδιά
κρύβουνε τα χρυσωμένα χέρια τους
στις άδειες τσέπες,
μην τα μαλώσει η μάνα τους
που όλη τη νύχτα παίζανε κρυφά με το φεγγάρι.
Γιάννης Ρίτσος
Απόσπασμα από το βιβλίο:
''Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού'' (1938)