Στρωμένος με φύλλα μαλακού χρυσαφιού
που σαλεύανε λάμποντας πάνω στη θάλασσα,
σπατάλη αμύθητου φωτός ο δρόμος του φεγγαριού.
Μεσάνυχτα, Αύγουστος. Με μεγάλη πανσέληνο.
Αν σταματούσε το καράβι κι’ αν ο χρόνος
δε συνέχιζε ακόμη νάναι χρόνος
πετώντας τα κλειδιά που βάραιναν τις ζώνες μας
θα δρασκελούσαμε αλαφρά την κουπαστή και ξάφνου
πηδώντας μέσα στη θεϊκιά κοιλάδα, θα βαδίζαμε
τραβώντας ίσα για τον τέλειο χρόνο,
την τέλεια μουσική, την τέλεια ποίηση.
Χέρι με χέρι, χορευτά σχεδόν, μες απ’ ολόχρυσες
ριπές φωτός μες στη λαμπρή άπλα, θα προχωρούσαμε
όπως δυό κύκνοι με ψηλά πόδια
κάτω από τ’ άπειρο.
Ο δρόμος του φεγγαριού-Νικηφόρος Βρεττάκος