Τι
ολόμαυρα μαλλιά
που
τόσο χύνονταν
στις
πλάτες
(γλυκειά αίσθηση τα σπλάχνα μου)
ωσότου χάθηκε στη γωνία του δρόμου
η γυναίκα.
Δεν είναι πια
(ο θάνατος)
δεν ήτανε πριν
(η ανυπαρξία)
και πόσο να 'μενε στα λίγα δευτερόλεπτα.
Σπιθίζουν από δάκρυα τα μάτια μου
μ’ ένα κάψιμο.
Πουλιά του Απριλίου χαρούμενα
κάποιο δέντρο είμαι
κ’ έγινε ποτάμι η ρίζα μου
τώρα που ξέρουμε πόσο μαύρη είν’ η θάλασσα
και το ποτάμι πάει…
Δυο φύλλα έρημα τα χείλη μου
τη νύχτα
ο άγγελος της μοναξιάς
με τολμηρά ενδύματα.
Πουλιά του Απριλίου χαρούμενα
εποχή εχθρική
ως το μυρωμένο βράδυ
ως μέσα στα μεσάνυχτα.
Βγάλε ψυχή μου τραγούδι
να πολεμήσω την Άνοιξη.
Ξένος είμαι στο σπίτι μου
ξένος στους δρόμους
με λένε Γιάννη δεν έχω τίποτα δικό μου.
Από τη συλλογή «Ποιήματα» [1961] – συγκεντρωτική έκδοση
«Η πρώτη εποχή», εκδ. Ερατώ, 1987
Νίκος Καρούζος — «Ο Γιάννης μέσα στο έαρ»