– Όπως τον κατασκευάζει η φύση ο άνθρωπος είναι κάτι το ακαταλόγιστο, ανεξιχνίαστο, επικίνδυνο. Είναι ένα ρεύμα που έρχεται από άγνωστα βουνά, ένα πρωτόγονο δάσος χωρίς δρόμους και τάξη. Και όπως επιβάλλεται να φωτιστεί, να καθαριστεί και με τη βία να περιοριστεί ένα πρωτόγονο δάσος, έτσι και το σχολείο έχει προορισμό να συντρίψει, να κατανικήσει και με τη βία να περιορίσει το φυσικό άνθρωπο.
– …καλύτερα να καταστραφεί δέκα φορές το κορμί, παρά να βλαφτεί η ψυχή.
– Σε όλους όμως ο φόβος του χωρισμού και το ανεβασμένο αίσθημα της τρυφερότητας και της εξάρτησης βρίσκεται σε σκληρό αγώνα μπροστά στους ξένους θεατές και με το πεισματικό αίσθημα του αντρισμού που τώρα μόλις αρχίζει. Κάποιος θα προτιμούσε να ξεφωνίσει από την απελπισία του, δείχνει ένα τεχνητά ξένοιαστο πρόσωπο και κάνει σάμπως να μην τον ενδιαφέρει. Και οι μητέρες χαμογελούν.
– …ενεργούσε όπως σπάνια ξέρουν να αποταμιεύουν τα παιδιά εντελώς φτωχών ανθρώπων, που πάντοτε μάλλον χρειάζονται όσα έχουν και δε γνωρίζουν την έννοια της αποταμίευσης.
– Στα αυστηρά χρόνια της παιδικής του ζωής, που τα πέρασε χωρίς μητέρα, ατρόφησε το χάρισμα της ψυχικής προσήλωσης κ’ επιπλέον ένιωθε φρίκη μπροστά σε κάθε εξωτερικό ενθουσιασμό. Σε όλα αυτά προστέθηκε η περηφάνια του αγοριού και τέλος η παθιασμένη φιλοδοξία.
– Ένιωθε βέβαια αδιόρατα πως η φιλία με τον ιδιότροπο τον εξαντλούσε και αρρώσταινε κάποιο, άθικτο ως τώρα, κομμάτι της ψυχής του, αλλά όσο πιο σκυθρωπός και κλαψιάρης φαινότανε ο άλλος, τόσο περισσότερο τον συμπονούσε και τόσο περισσότερο τρυφερό και περήφανο τον έκανε η συνείδηση πως ήταν απαραίτητος στο φίλο του.
– Τότε κατάλαβε πως υπάρχουν αμαρτήματα και παραλείψεις που δεν ξεχνιούνται και δεν επανορθώνονται με καμιά μετάνοια.
– Κάθε καλό και χαρούμενο που είχε μέσα του, γελούσε από τη χαρά του απέναντι στο φίλο του, αλλά είχε συνηθίσει στο ρόλο του στρυφνού και απομονωμένου και ήθελε να διατηρήσει τουλάχιστον προσωρινά, αυτήν τη μάσκα στο πρόσωπό του.
– Μόνο να μην ατονήσει κανείς, διαφορετικά βρίσκεται κάτω από τη ρόδα.
– Αυτές οι ευχάριστες στιγμές έρχονταν ακάλεστες και εξαφανίζονται χωρίς να τον παραβαρύνουν, σαν προσκυνητές και φιλοξενούμενοι φίλοι, που δεν τολμάει να τους μιλήσει κανείς και να τους παρακαλέσει να μείνουν, γιατί περιβάλλονται από κάτι ξενικό και θείο.
– Η κρίση και μερικοί άρχισαν να βλέπουν το φυγάδα, που προηγούμενα απόφευγαν φοβισμένοι, σαν αετό που άνοιξε τα φτερά του και πέταξε.
– Το γεμάτο πάθος αγόρι έπειτα από μερικές ακόμα δημιουργικές εκδρομές και περιπλανήσεις, διδάχτηκε από τα βάσανα της ζωής την πιο αυστηρή πειθαρχία και αν δεν έγινε ένας ήρωας, έγινε οπωσδήποτε ένας άντρας.
– Μέσα σ’ αυτήν την κατάσταση της ανάγκης και της εγκατάλειψης, ζύγωσε το άρρωστο αγόρι σαν απατηλή παρηγοριά ένα άλλο φάντασμα που του έγινε σιγά-σιγά φιλικό και απαραίτητο. Ήταν η ιδέα του θανάτου.
– Ένα δέντρο, όταν του κόψουν την κορυφή, τινάζει κοντά στη ρίζα του καινούργια βλαστάρια. Με τον ίδιο τρόπο και μια ψυχή που αρρώστησε και καταστράφηκε πάνω στην άνθησή της, συχνά ξαναγυρίζει την άνοιξη στην αρχική ξένοιαστη παιδική ζωή, σάμπως να μπορούσε να ανακαλύψει εκεί νέες ελπίδες και να ξαναδέσει το κομμένο νήμα της ζωής της. Τα βλαστάρια της ρίζας ορθώνονται ζουμερά και με λαχτάρα προς τα πάνω αλλά αυτά είναι μια ψεύτικη ζωή από τα βλαστάρια αυτά, δε θα γίνει ποτέ ένα σωστό δέντρο.
– Ένιωσε το στόμα της να καίει, το ένιωθε να πιέζει το δικό του και να τον βυζαίνει με λαιμαργία σάμπως να ήθελε να ρουφήξει τη ζωή του ως τον πάτο.