Ήταν κάποτε ένας άντρας που έπαθε τη μεγαλύτερη συμφορά που μπορεί να συμβεί σε άνθρωπο.
Πέθανε ο μικρός του γιος.
Από τον θάνατο του γιου του και για χρόνια ολόκληρα, ξάπλωνε την νύχτα και δεν μπορούσε να κοιμηθεί.
Το μόνο που έκανε ήταν να κλαίει... και να κλαίει... ως τα ξημερώματα.
Κάποια μέρα, εμφανίζεται στον ύπνο του ένας άγγελος και του λέει:
«Φτάνει πια… Πρέπει να συνεχίζεις τη ζωή σου χωρίς αυτόν»
«Κλαίω γιατί έχω την ιδέα πως δεν θα τον ξαναδώ» λέει ο άντρας.
Ο άγγελος τον λυπάται και του προτείνει:
«Θέλεις να τον δεις;»
Και αμέσως, χωρίς να περιμένει απάντηση, τον αρπάζει από το χέρι και τον ανεβάζει στον ουρανό.
«Τώρα θα τον δούμε! Κοίτα...» του λέει ο άγγελος, ενώ με το δάχτυλο κάνει νόημα στη λευκή γωνία στο τέλος ενός δρόμου που ήταν στρωμένος με χρυσάφι.
Και αμέσως, αρχίζουν να περνάνε από μπροστά τους ένα σωρό παιδάκια ντυμένα σαν αγγελάκια, με μικρά λευκά φτερά κι ένα κερί αναμμένο στα χέρια. Αγοράκια και κοριτσάκια με αγγελικό πρόσωπο παρελαύνουν μπροστά τους με απερίγραπτη έκφραση γαλήνης στα ροδομάγουλα προσωπάκια τους.
«Ποια είναι αυτά τα παιδιά;» ρωτάει ο άντρας.
«Είναι τα παιδιά που πέθαιναν τα τελευταία χρόνια… κάθε μέρα περνάνε έτσι από μπροστά μας.
Είναι τόσο αγνά, που και μόνο το πέρασμα τους καθαρίζει από κάθε βρομιά ολόκληρο το σύμπαν.»
«Είναι ανάμεσα τους και ο γιος μου;» ρωτάει ξανά ο άντρας.
«Και βέβαια, τώρα θα τον δεις.»
Από μπροστά τους περνάνε ακόμα εκατοντάδες παιδάκια.
«Να, έρχεται» τον ειδοποιεί ο άγγελος.
Και πραγματικά, τον βλέπει ο πατέρας του να έρχεται ανάμεσα στα άλλα παιδάκια. Είναι πανέμορφος, λάμπει, γεμάτος ζωή, όπως ακριβώς τον θυμόταν!
Υπάρχει όμως κάτι που τον στεναχωρεί.
Από όλα τα παιδάκια, μονάχα ο γιος του έχει το κερί του σβησμένο...
Ενώ ο πατέρας αισθάνεται απέραντη λύπη για το παιδί του, ο μικρός τον βλέπει, τρέχει κοντά του και τον αγκαλιάζει.
Αγκαλιάζει κι αυτός με δύναμη το παιδί του, αλλά δεν αντέχει να μην το ρωτήσει για το θέμα που τον στεναχωρεί αυτήν τη στιγμή.
«Γιε μου, εσύ γιατί δεν έχεις φως;
Δεν σου άναψαν το κερί σου όπως στα άλλα παιδάκια;»
«Και βέβαια, μπαμπά, κάθε πρωί μου ανάβουν το κερί όπως και σε όλα τα παιδιά. Όμως, ξέρεις τι γίνεται; Κάθε βράδυ, τα δάκρυα σου το σβήνουν.»
Ο μικρός σκουπίζει με τα χεράκια του τα δάκρυα από τα μάγουλα του πατέρα του και τον παρακαλάει γλυκά:
«Σταματά να κλαις μπαμπά… σε παρακαλώ, σταμάτα να κλαις».
Από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι:
"Ο δρόμος των δακρύων"
Από τη σελίδα