Ο βιβλιοθηκάριος, στη Δημοτική Βιβλιοθήκη στα Χανιά,
κατέβαζε από το ράφι το μυθιστόρημα που του είχα ζητήσει,
''πρόσεξέ το'', μου έλεγε, ''δεν έχουμε πολλά αντίτυπα,
μη σημειώσεις τίποτα απάνω, μην τσαλακώσεις τις σελίδες''.
Τον καθησύχαζα, άνοιγα προσεκτικά
το χαρτόδετο βιβλίο και επιβιβαζόμουν στο ποταμόπλοιο.
Ταξίδια μακρινά σε πλωτά ποτάμια
και με το πενηντάφυλλο ριγωτό τετράδιο,
όπου αντέγραφα τις ωραίες φράσεις.
Κάθε Σάββατο απόγευμα, αυτή ήταν η μοναδική μου διασκέδαση.
Παραμονές Χριστουγέννων,
περπατώντας όπως συνήθιζα με το κεφάλι σκυφτό,
βρήκα έξω από το βιβλιοπωλείο του Αδαμόπουλου,
ένα κατοστάρικο.
Χωρίς να το πολυσκεφτώ, μπήκα στο βιβλιοπωλείο
και αγόρασα τον ''Βροχόκηπο'' του Νίκου Καζαντζάκη.
Ήταν το πρώτο δικό μου βιβλίο.
Φοιτήτρια στην Αθήνα
άρχισα σιγά - σιγά να αποκτώ τα δικά μου βιβλία.
Τα διάβαζα
και τα ξαναδιάβαζα, τα υπογράμμιζα και τα αποστήθιζα
κουβαλώντας τα από μετακόμιση σε μετακόμιση.
Θα είχα μαζέψει καμιά σαρανταριά,
όταν τον Αύγουστο του '67 που με συνέλαβαν,
τα κατάσχεσαν οι αστυνομικοί.
Και βρέθηκα, έπειτα από την αποφυλάκισή μου,
με το μοναδικό βιβλίο που είχε γλιτώσει το πλιάτσικο,
''Το τέλος της μικρής μας πόλης'' του Δημήτρη Χατζή.
Γιατί τα γράφω όλα αυτά;
Για να εξηγήσω την κατοπινή σχέση μου με το βιβλίο.
Το αγόραζα, όπως αγοράζεις κάτι που το έχεις στερηθεί.
Και ταυτοχρόνως το αντιμετώπιζα
σαν κάτι δικό μου και πολύτιμο που κινδύνευα
από στιγμή σε στιγμή να το χάσω ή να μου το αρπάξουν.
Για χρόνια έντυνα όλα τα βιβλία μου με μπλε κόλλα
και τους κολλούσα ετικέτες για να μοιάζουν με σχολικά,
ελπίζοντας ότι θα ξεγελάσω έτσι τους αστυνομικούς,
εάν συνέβαινε να μπουκάρουν πάλι χαράματα,
για να με συλλάβουν.
Μάρω Δούκα
Από την σελίδα Πρόσωπα