Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Το ότι ο Αριστοτέλης ξεχωρίζει κάποιους ανθρώπινους χαρακτήρες από τον τρόπο που συμπεριφέρονται στις κοινωνικές συναναστροφές δεν αναιρεί ότι και οι υπόλοιποι χαρακτήρες έχουν να κάνουν με τις ανθρώπινες σχέσεις. Όλες οι ηθικές αρετές σχετίζονται με την ανθρώπινη επαφή, ως προσωπικό πλέγμα συνηθειών που καθορίζει την προσέγγιση του άλλου.
Ηθική αρετή χωρίς συνύπαρξη δεν υφίσταται. Γι’ αυτό και η καλλιέργεια των ηθικών αρετών νοηματοδοτείται μόνο μέσα στο πλαίσιο της πόλης. Έξω από αυτή δεν έχει να προσφέρει τίποτε.
Η ειδική αναφορά του Αριστοτέλη «στο χώρο των κοινωνικών σχέσεων» αφορά την πρόθεσή του να διακρίνει τις συμπεριφορές σε σχέση με την εικόνα του εαυτού που παρουσιάζεται (ή που θέλει να παρουσιαστεί) στους άλλους τη στιγμή της συναναστροφής.
Πρόκειται, δηλαδή, για τη στάση των ανθρώπων απέναντι στο ερέθισμα της κοινωνικοποίησης ως συνθήκη καθαυτή, χωρίς υστεροβουλίες ή εξαναγκασμούς ή την τήρηση κανόνων που μπορεί να επιβάλλει κάθε είδους ιεραρχία.
Ο άνθρωπος ως φύσει κοινωνικό ον αισθάνεται την ανάγκη της συναναστροφής, καθώς νιώθει ότι η εσωτερική του πληρότητα είναι δυνατή μόνο μέσα από τη σχέση με τους άλλους ανθρώπους. Κι αν κάποιος δε έχει την ανάγκη αυτή, ο Αριστοτέλης το έχει ξεκαθαρίσει στο έργο του «Πολιτικά», δεν είναι άνθρωπος: είναι κάτι κατώτερο ή ανώτερο, ή ζώο ή θεός.
ARKAS -The Original Page
Η πρώτη κατηγορία που εντοπίζεται είναι οι «αρεσκιάρηδες» (άρεσκοι στο πρωτότυπο): «Στο χώρο των κοινωνικών σχέσεων και επαφών, στην κοινωνική συμβίωση και στις σχέσεις που αναπτύσσουμε, με τα λόγια και τις πράξεις μας, με τους άλλους μια περίπτωση είναι των ανθρώπων που θεωρούνται αρεσκιάρηδες». (1126b 6, 13-14).
Κι ακολουθούν εξηγήσεις: «Πρόκειται για τους ανθρώπους που, προκειμένου να είναι ευχάριστοι, επαινούν τα πάντα και δεν αντιμιλούν σε τίποτε, αλλά θεωρούν υποχρέωσή τους να μην προκαλούν λύπη σε όσους συναντούν». (1126b 6, 15-17).
Ο αρεσκιάρης είναι ανυστερόβουλος. Επιδιώκει την ελαφρότητα των σχέσεων επιθυμώντας να είναι αγαπητός μόνο και μόνο για τη χαρά της αποδοχής. Τα αστεία του είναι πάντα ανώδυνα και τα πειράγματα που θα επιχειρήσει τόσο επιφανειακά, που εκλαμβάνονται ως κομπλιμέντα. Στην ουσία λέει αυτά ακριβώς που θέλει να ακούσει ο άλλος. Κι αυτό δεν έχει να κάνει με καλοπιάσματα. Γιατί αυτός που καλοπιάνει έχει άλλες προθέσεις, ενώ ο αρεσκιάρης ικανοποιείται πλήρως με την κερδισμένη συμπάθεια.
Πρόκειται για άκακο άνθρωπο, που όμως δεν έχει να προσθέσει τίποτε στην ομήγυρη πέρα από την ανάλαφρη ευχαρίστηση του χαριτωμένου. Είναι πάντα ευπρόσδεκτος, αλλά όχι περιζήτητος. Όλοι θα πουν καλά λόγια γι’ αυτόν, αλλά όχι λόγια εκτίμησης.
Από την άλλη πλευρά βρίσκονται αυτοί που ο Αριστοτέλης αποκαλεί στριμμένους ή καυγατζήδες: «Αντίθετοι με αυτούς είναι οι άνθρωποι που αντιμιλούν στα πάντα και δε νοιάζονται καθόλου αν προκαλέσουν λύπη στους άλλους: είναι αυτοί που τους λέμε στριμμένους και καυγατζήδες». (1126b 6, 17-19).
Η αυθάδεια και το θράσος είναι τα κύρια γνωρίσματα αυτών των ανθρώπων. Την κακή συμπεριφορά την αντιλαμβάνονται κάτι σαν καθήκον. Έχουν αναλάβει από μόνοι τους το ρόλο να συμμορφώνουν τους άλλους, να τους προσγειώνουν. Συνήθως γίνονται έξαλλοι αν τους ανταποδώσει κάποιος την ίδια συμπεριφορά.
Προτιμούν να συζητούν τα ζητήματα των άλλων, για να μπορούν εύκολα να εκφράζουν την κακοήθεια. Τα δικά τους ζητήματα αναφέρονται μόνο ως αφορμή για να ειπωθούν κακίες για άλλους. Τα πάντα μπορούν να γίνουν αντικείμενο αρνητικής κριτικής. Από το πιο ασήμαντο, όπως η διακόσμηση του σπιτιού που τους φιλοξενεί ή αδιόρατες καθημερινές συνήθειες των άλλων, μέχρι το πιο σημαντικό, όπως η διαπαιδαγώγηση των παιδιών ή οι πράξεις αγαπημένων προσώπων.
Δεν υπάρχει περίπτωση να μην τα ξέρουν όλα. Η δεδομένη τους παντογνωσία τους επιτρέπει να έχουν άποψη για καθετί. Θα έλεγε κανείς ότι νιώθουν χαρά εξοργίζοντας τον άλλο. Στην ουσία θέλουν να παραστήσουν τους έξυπνους.
Οι άνθρωποι αυτοί είναι ανεπιθύμητοι. Ακόμη κι αν έχουν κάποια στοιχεία που αξίζουν, είναι αδύνατο να εκτιμηθούν. Η κακεντρέχεια και η αγένεια τα σκεπάζουν σε σημείο που είναι αδύνατο να τα διακρίνει κανείς. Σταδιακά απομονώνονται. Η ευθύνη γι’ αυτό ανήκει πάντα στους άλλους, που δεν αντέχουν να ακούν «την αλήθεια».
Ασφαλώς δεν τα έχουν καλά με τον εαυτό τους. Η διαρκής προσπάθεια να τονιστούν οι αδυναμίες του άλλου είναι η συγκάλυψη της δικής τους ανασφάλειας. Γι’ αυτό και οι ίδιοι δεν ανέχονται καμία κριτική. Σε τελική ανάλυση, το πιο μεγάλο θύμα της κακοήθειάς τους είναι ο ίδιος τους ο εαυτός.
Κι αφού οι προηγούμενοι χαρακτήρες κινούνται στα άκρα της έλλειψης και της υπερβολής, ο μόνος αριστοτελικός δρόμος που απομένει είναι η μεσότητα: «Ότι οι έξεις που μόλις τώρα είπαμε είναι ψεκτές, είναι φανερό, όπως είναι φανερό και το ότι η έξη που βρίσκεται στο μέσον – ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο – είναι επαινετή: είναι αυτή σύμφωνα με την οποία το άτομο είναι έτοιμο να αποδεχθεί αυτά που πρέπει και με τον τρόπο που πρέπει, το ίδιο όμως και να δυσανασχετήσει με αυτά που πρέπει και με τον τρόπο που πρέπει». (1126b 6, 20-22).
Οι άνθρωποι που ξέρουν πώς να συμπεριφερθούν πριν απ’ όλα είναι ισορροπημένοι οι ίδιοι. Γνωρίζοντας καλά τη δική τους υποκειμενική μεσότητα, έχοντας δηλαδή κατακτήσει την αυτογνωσία, πατάνε γερά στα πόδια τους και δε νιώθουν καμία ανάγκη να παραστήσουν το ένα ή το άλλο. Η αυτοπεποίθηση που τους προσδίδει η γνώση του εαυτού τούς επιτρέπει να κρίνουν με καθαρότητα και τις πράξεις των άλλων, και η άνεση που προσφέρει η σιγουριά του εαυτού τούς απαλλάσσει από όλους τους περιττούς δισταγμούς. Εξάλλου, η αίσθηση της μεσότητας που πηγάζει από μέσα τους θα δώσει τη δυνατότητα να εκφραστούν και με τον τρόπο που πρέπει.
Οι άνθρωποι αυτοί είναι που απολαμβάνουν την αληθινή εκτίμηση των άλλων. Είναι ευχάριστοι, χωρίς όμως να μένουν στην επιφάνεια, και ταυτόχρονα μπορούν να επισημάνουν αδυναμίες, χωρίς όμως να γίνονται κακοήθεις.
Ο Αριστοτέλης διαπιστώνει ότι δεν υπάρχει λέξη που να αποδίδει με ακρίβεια τις δυνατότητες αυτών των ανθρώπων. Ως κοντινότερη προτείνει τη λέξη φίλος, αν και ξέρει καλά ότι ούτε κι αυτή είναι απολύτως κατάλληλη: «Μια ξεχωριστή λέξη-όνομα δεν έχει αποδοθεί σ’ αυτήν την έξη, μοιάζει όμως πάρα πολύ με τη φιλία.
Γιατί αυτός που εκπροσωπεί αυτή τη μέση έξη είναι ο τύπος ανθρώπου που θέλουμε να δηλώσουμε όταν λέμε “καλός φίλος” (με την προσθήκη, βέβαια, στη δεύτερη αυτή περίπτωση της έννοιας της στοργής)». (1126b 6, 22-25).
Η έννοια της στοργής που συμπληρώνεται καταδεικνύει το συναισθηματικό δέσιμο ως απαράβατη προϋπόθεση για μια φιλία. Κι αυτή ακριβώς είναι η διαφορά ανάμεσα σ’ αυτούς τους ανθρώπους και τους φίλους: «Διαφέρει […] η έξη αυτή από τη φιλία κατά τούτο, ότι το άτομο δεν έχει μέσα του κανένα πάθος και καμιά στοργή για τους ανθρώπους που συναναστρέφεται: αν το άτομο αυτό “εισπράττει” το καθετί με τον τρόπο που πρέπει, δεν είναι γιατί αισθάνεται αγάπη ή μίσος, αλλά γιατί είναι τέτοιας λογής άνθρωπος.
Η συμπεριφορά του θα είναι, πράγματι, η ίδια είτε πρόκειται για γνωστούς του είτε πρόκειται για άγνωστους σ’ αυτόν ανθρώπους, για πολύ δικά του ή για μη δικά του πρόσωπα – φυσικά, στην κάθε επιμέρους περίπτωση με τον αρμόζοντα τρόπο· γιατί δεν ταιριάζει να βάζει κανείς στην ίδια γραμμή τους δικούς του και τους ξένους ανθρώπους, είτε πρόκειται να τους νοιαστεί είτε να τους λυπήσει». (1126b 6, 26-32).
Η έννοια «πάθος» που τονίζεται από τον Αριστοτέλη αφορά την απαραίτητη συναισθηματική σύνδεση που χρειάζεται ως δεσμός για τη φιλία. Η διευκρίνιση ότι οι άνθρωποι που ακολουθούν τη μεσότητα στις κοινωνικές τους σχέσεις συμπεριφέρονται όπως πρέπει όχι από «αγάπη ή μίσος» ξεκαθαρίζει ότι οι θετικές ή αρνητικές παρατηρήσεις που θα κάνουν δεν αφορούν το συναισθηματισμό που θολώνει την κρίση, αλλά τον ορθό-αποστασιοποιημένο λόγο, που είναι σε θέση να εκτιμήσει σωστά τις καταστάσεις.
Αυτό εννοεί ο Αριστοτέλης όταν λέει «τέτοιας λογής άνθρωπος» και γι’ αυτό η «συμπεριφορά του θα είναι η ίδια είτε πρόκειται για γνωστούς του είτε πρόκειται για άγνωστους σ’ αυτόν ανθρώπους». Ένας «τέτοιας λογής άνθρωπος», που ακολουθεί τη μεσότητα μέσα στο πλαίσιο της λογικής του σώφρονα ανθρώπου, είναι σε θέση να συμπεριφερθεί με τον ίδιο καθαρό τρόπο απέναντι σε όλους.
Η ιδιότητα αυτή δεν υπονοεί τη διαρκή συναισθηματική απομάκρυνση από όλους τους ανθρώπους, αλλά τη δυνατότητα της ορθής συναναστροφής σε όλες τις περιστάσεις. Το να εκληφθεί η επίγνωση και η υιοθέτηση της μεσότητας στις κοινωνικές επαφές σαν εξάλειψη συναισθημάτων (αγάπης, μίσους, στοργής κλπ) είναι σαν να ταυτίζεται με το συναισθηματικό ακρωτηριασμό.
Κι αυτό είναι αδύνατο να συμβαίνει σ’ έναν άνθρωπο που ξέρει τη σημασία του μέτρου. Το συναισθηματικό δέσιμο απέναντι στους ανθρώπους που γνωρίζει κρίνεται αδιαπραγμάτευτο. Εξάλλου, ο Αριστοτέλης ξεκαθαρίζει ότι «δεν ταιριάζει να βάζει κανείς στην ίδια γραμμή τους δικούς του και τους ξένους ανθρώπους» εννοώντας ακριβώς τη συναισθηματική σύνδεση που διαχωρίζει τους κοντινούς από τους ξένους.
Γι’ αυτό δεν πρέπει να δημιουργούνται παρανοήσεις στη φράση «το άτομο δεν έχει μέσα του κανένα πάθος και καμιά στοργή για τους ανθρώπους που συναναστρέφεται», όπως και στη φράση «η συμπεριφορά του θα είναι ίδια είτε πρόκειται για γνωστούς του είτε πρόκειται για άγνωστους σ’ αυτόν ανθρώπους, για πολύ δικά του ή για μη δικά του πρόσωπα».
Οι φράσεις αυτές αφορούν την ικανότητα της ορθής κρίσης κι όχι την αδυναμία της συναισθηματικής επαφής. Κι αυτός είναι ο λόγος που τα άτομα αυτά κρίνονται ιδανικά για να συνάψει κανείς φιλίες. Γιατί η φιλία θα επιφέρει και τη στοργή, χωρίς το συναίσθημα να επηρεάζει την ορθότητα της κρίσης. Κι είναι πολύ σημαντικό να έχει κανείς δίπλα του τέτοιους ανθρώπους.
Ο άνθρωπος που εκπληρώνει το μέσον στις κοινωνικές του σχέσεις είναι εκείνος που ακολουθεί τις επιταγές της αρετής. Οι πράξεις του αποσκοπούν στο ηθικά ωραίο και στο ωφέλιμο κι αυτός είναι ο λόγος που τελικά αυτό που τον ενδιαφέρει είναι να προσφέρει ευχαρίστηση στους ανθρώπους. Γιατί θα είναι ευχάριστος σε όλες τις περιστάσεις που αρμόζει μια τέτοια συμπεριφορά. Κι όταν αναγκάζεται να πει πράγματα που μπορεί να μην ευχαριστούν, όχι μόνο θα το κάνει με τον πρέποντα τρόπο, ώστε να προξενήσει όσο το δυνατό μικρότερη λύπη, αλλά θα επιδιώκει την πραγμάτωση του καλού, για την επίτευξη της μελλοντικής χαράς.
Αυτή είναι και η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στον εκφραστή του μέσου και τον κακοήθη. Ο πρώτος έχει ως στόχο την επίτευξη του ορθού, ακόμη κι όταν λέει δυσάρεστα πράγματα, ενώ ο δεύτερος αρέσκεται να φέρνει τους άλλους σε δύσκολη θέση, προφανώς γιατί έτσι νιώθει ότι εξυψώνει τον εαυτό του.
Ο Αριστοτέλης αναφέρει για τον κάτοχο της μεσότητας: «στην κάθε ξεχωριστή περίπτωση θα απονείμει αυτό που είναι το πρέπον, προτιμώντας, βασικά, το να προκαλεί ευχαρίστηση και αποφεύγοντας το να προκαλεί λύπη, παρακολουθώντας όμως συγχρόνως αν αυτά που προκύπτουν από τη συμπεριφορά του (εννοώ το ωραίο και το συμφέρον) είναι μεγαλύτερα». (1127a 6, 2-7).
Για να φτάσει στο τελικό συμπέρασμα: «Στην περίπτωση λοιπόν για την οποία συζητούμε, τα χαρακτηριστικά του μέσου είναι αυτά που είπαμε, η γλώσσα μας όμως δεν έχει λέξη για να τον δηλώσει». (1127a 6, 7-8). Σε τελική ανάλυση, τα κίνητρα του ανθρώπου που κινείται στο μέσο είναι η εκπλήρωση της αρετής, δηλαδή η προσφορά στους άλλους ανθρώπους.
Το ίδιο ακριβώς κριτήριο των κινήτρων στη συμπεριφορά είναι που διαχωρίζει και τον αρεσκιάρη από τον κόλακα: «Από τους ανθρώπους, τώρα, που προκαλούν ευχαρίστηση, όσοι κάνουν το πράγμα αυτό χωρίς να αποβλέπουν σε τίποτε άλλο, είναι οι αρεσκιάρηδες, ενώ αυτοί που το κάνουν για να προκύψει κάποιο όφελος γι’ αυτούς (σε χρήματα ή σε πράγματα που αποκτώνται με τα χρήματα), είναι κόλακες». (1127a 6, 8-11).
Ο κόλακας είναι ίσως το χειρότερο είδος ανθρώπου για συναναστροφή. Ωφελιμιστής, υποκριτής και εξ’ ορισμού άπιστος. Με μια λέξη γλοιώδης. Οι τρόποι του είναι τόσο κατάφωρα προσποιητοί που διακρίνονται σχεδόν αμέσως. Κι εδώ αξίζει να σταθεί κανείς στους ανθρώπους που πέφτουν θύματα της κολακείας.
Πρόκειται για μια άλλου τύπου απόκλιση από τη μεσότητα, που οδηγεί σε τόσο έντονη ανάγκη επιβεβαίωσης, ώστε ακόμη και ο κόλακας να βρει πρόσφορο πεδίο δράσης. Ο ισορροπημένος άνθρωπος δεν έχει να φοβάται από τον κόλακα. Η αυτογνωσία τον προστατεύει επαρκώς.
Ο κόλακας ευημερεί κοντά σε ανθρώπους που τον έχουν ανάγκη. Κι αυτό δεν αφορά την κοινωνική ισχύ ή το κύρος που μπορεί να απολαμβάνει κάποιος. Οι τύραννοι είναι η πιο συνηθισμένη πελατεία. Αυτό σχετίζεται με την κενότητα της ύπαρξης, που χρειάζεται κάποιον να τη στηρίξει. Το θύμα του κόλακα είναι πρωτίστως θύμα του εαυτού του. Κι αυτή η διαπίστωση κάνει ακόμη πιο έντονη την ανάγκη να κατακτήσει κανείς την ηθική αρετή με την αριστοτελική έννοια του όρου.
Αριστοτέλης: «Ηθικά Νικομάχεια», βιβλίο τέταρτο, μετάφραση Δημήτριος Λυπουρλής, εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ, τόμος πρώτος, Θεσσαλονίκη 2006.
Πηγή: eranistis.net