Το 1906 σε ηλικία 29 ετών ο Γερμανός, βραβευμένος με Νόμπελ, συγγραφέας Χέρμαν Έσσε έγραψε το μυθιστόρημα «Κάτω από τον τροχό». Θέμα του έργου η εκπαίδευση.
Χαρισματικός νέος σε μικρό χωριό της Γερμανίας καταπλήσσει τους δασκάλους με τις ικανότητές του κι ως εκ τούτου κρίνεται απαραίτητο να προχωρήσει στις εκπαιδευτικές βαθμίδες και να σπουδάσει. Εδώ ακριβώς ξεκινά το δράμα αφού ο Έσσε αριστοτεχνικά ξεδιπλώνει τη σαθρότητα του εκπαιδευτικού συστήματος, το απόλυτα συγκεντρωτικό, αυταρχικό πνεύμα της εποχής.
Η εκπαίδευση γίνεται δουλεία καθώς ο μαθητής ως απρόσωπος σκλάβος πρέπει να αποστηθίσει πληροφορίες και να ανεχθεί νοσηρές νοοτροπίες με τις ευλογίες της κοινωνίας και την αμέριστη συγκατάθεση των γονιών. Η εκπαίδευση παρουσιάζεται ως κάτι απολύτως αποκρουστικό, ως διαδικασία απάνθρωπη και τερατώδης, ως Γολγοθάς. Η ευφυΐα μετατρέπεται σε κατάρα.
Ο ήρωας του έργου ουσιαστικά στερείται τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια γιατί είναι ευφυής και τελικά ο αναγνώστης μακαρίζει τα υπόλοιπα παιδιά που κρίθηκαν ακατάλληλα για εκπαιδευτική συνέχεια κι αφέθηκαν στην ησυχία τους. Η χαρά δεν υπάρχει στην εκπαιδευτική διαδικασία από θέση αρχής. Το γέλιο εξαλείφεται ως στοιχείο κατώτερων υπάρξεων και τα μόνα που έχουν αξία είναι οι απολυταρχικοί κανόνες, οι εξοντωτικές ποινές και το αυστηρό πνεύμα της καταπιεστικής σοβαρότητας.
Το αποστειρωτικό πνεύμα της εκπαίδευσης, αποκομμένο από κάθε πλευρά της πραγματικής ζωής, οδηγεί το νέο στην πιο βαθιά άγνοια αφού γνωρίζει τραγικό τέλος μόλις ανακαλύπτει την αληθινή χαρά και τη συντροφικότητα μέσα στο ανέμελο μεθύσι ενός πανηγυριού.
Σήμερα, πάνω από 100 χρόνια από τη συγγραφή του βιβλίου, τα πράγματα στην εκπαίδευση έχουν αλλάξει. Δεν υπάρχουν σωματικές ποινές, υπάρχει ασφαλώς πιο φιλελεύθερο πνεύμα, οι γονείς ασχολούνται πολύ με την ψυχολογία των παιδιών, γίνονται απόπειρες για δημιουργική επαφή με την τέχνη, οργανώνονται εκδρομές που συνδυάζουν τη χαρά με τη μόρφωση. Παρόλα αυτά βλέπουμε μαθητές να μισούν το σχολείο, να καταστρέφουν τους σχολικούς χώρους, να χαράζουν αυτοκίνητα καθηγητών, να σκίζουν και να καίνε βιβλία. Γιατί συμβαίνει αυτό; Ποια είναι η φύση της εκπαίδευσης σήμερα;
Παρά τις αλλαγές, το σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην αποστήθιση πληροφοριών. Ημερομηνίες, ονόματα και νούμερα είναι πάντα οι κυρίαρχες πληροφορίες που ζητούνται σε κάθε εξέταση. Ακόμα και οι εξετάσεις που αφορούν τον ΑΣΕΠ εκπαιδευτικών βασίζονται σ’ αυτό το μοντέλο.
Η φιλοσοφία της παπαγαλίας δεσπόζει και τελικά η δημιουργική φαντασία και η κριτική σκέψη παραμένουν στο ανεκπλήρωτο. Η εντατικοποίηση της εκπαίδευσης ξεκινά από το δημοτικό όπου από τις πρώτες τάξεις έχουμε υπερβολικές απαιτήσεις, που διαρκώς αυξάνονται, από τους μαθητές σχεδόν σε όλα τα αντικείμενα που διδάσκονται. Για ένα μαθητή γυμνασίου το σχολικό εφτάωρο είναι σχεδόν δεδομένο.
Απαιτούμε από 13χρονους και 14χρονους μαθητές να είναι συγκεντρωμένοι και να συλλέγουν πληροφορίες για 7 συνεχείς ώρες με δεκάλεπτα διαλείμματα. Αν αναλογιστούμε ότι ο μαθητής του γυμνασίου μετά το σχολείο έχει άλλες 2-3 ώρες φροντιστήρια, ξένες γλώσσες κτλ, και ότι μετά απ’ αυτά πρέπει να διαβάσει και να κάνει τις ασκήσεις του καταλαβαίνουμε ότι ο ελεύθερός του χρόνος είναι ανύπαρκτος.
Ο μαθητής γυμνασίου, αν θέλει να είναι συνεπής στις υποχρεώσεις του, πρέπει να μην κάνει τίποτε άλλο παρά εκπαιδευτικά καθήκοντα. Γιατί να νιώθει αγάπη για το σχολείο; Αν συνυπολογίσουμε τις άθλιες κτιριακές υποδομές με τα τεράστια κάγκελα και τις αυστηρά τσιμενταρισμένες αυλές αντιλαμβανόμαστε ότι η αποστροφή είναι μάλλον λογικό συναίσθημα. Όσο για τους μαθητές του λυκείου δεν χρειάζεται να γίνει λόγος.
Οι υποψήφιοι της Γ’ λυκείου που διαβάζουν και θέλουν να πετύχουν σε κάποια σχολή αξιώσεων φτάνουν στα όρια της νεύρωσης. Το υπερβολικό άγχος που εκδηλώνεται με κλάματα, αϋπνίες, ανορεξίες κτλ θεωρείται σχεδόν κάτι φυσιολογικό. Υπάρχουν ακόμα και αυτοκτονίες την περίοδο των Πανελλαδικών. Τα φαινόμενα αυτά κάνουν τον Έσσε – πάνω από 100 χρόνια μετά – να είναι απολύτως επίκαιρος.
Το ότι κάθε κυβέρνηση που εκλέγεται κάνει εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις είναι η απόδειξη της ανεπάρκειας του συστήματος που διαρκώς χρειάζεται βελτιώσεις. Μεταρρυθμίσεις επί μεταρρυθμίσεων που προφανώς όλες κρίνονται αποτυχημένες και γι’ αυτό αντικαθίστανται. Όλο αυτό το μεταρρυθμιστικό κλίμα τελικά αποτελεί ένα επιπλέον πρόβλημα αφού δεν προσφέρει τίποτε άλλο πέρα από αβεβαιότητα και το θύμα είναι πάλι ο μαθητής που δεν ξέρει τι του ξημερώνει. Όλοι οι μεταρρυθμιστές καταδικάζουν τα φροντιστήρια και διατείνονται ότι θα τα καταπολεμήσουν. Όλοι οι μεταρρυθμιστές οδηγούν, σχεδόν μαθηματικά, το μαθητή στα φροντιστήρια.
Το πρόβλημα της εκπαίδευσης στην Ελλάδα είναι ότι ποτέ δεν αντιμετωπίστηκε ως αυτόνομο, ξεχωριστό ζήτημα. Φυσικά δεν είναι δυνατό να τεθεί εκτός κοινωνικών αναγκών, αλλά εδώ πρόκειται για κάτι άλλο. Η εκπαίδευση ήταν και είναι παρακλάδι και δεκανίκι οικονομικών και πολιτικών παραγόντων κι όλες οι μεταρρυθμίσεις την αντιμετωπίζουν έτσι.
Σήμερα στην Ελλάδα υπάρχουν χιλιάδες αδιόριστοι εκπαιδευτικοί που απασχολούνται στα φροντιστήρια. Τα φροντιστήρια αποτελούν τρομακτικό παράγοντα απασχόλησης και οικονομίας. Απαραίτητη λοιπόν η εκπαιδευτική εντατικοποίηση που πιάνει τους μαθητές απ’ τ’ αυτί και τους οδηγεί στο φροντιστήριο. Τα μεταρρυθμιστικά λόγια είναι καταδικασμένα να παραμένουν λόγια.
Φτάσαμε να δούμε το μεταρρυθμιστικό φιάσκο του Αρσένη που ισχυριζόμενος την κατάργηση των εξετάσεων και την πάταξη των φροντιστηρίων έκανε τις Πανελλαδικές να διαρκούν 2 μήνες και υποχρέωσε τους υποψήφιους να δίνουν όλα τα μαθήματα της Γ λυκείου. Δίνανε μάλιστα εξετάσεις σε πανελλαδικό επίπεδο και οι μαθητές της Β λυκείου. Τα φροντιστήρια κάνανε χρυσές δουλειές.
Είδαμε να ανοίγουν νέα τμήματα ΤΕΙ και πανεπιστημίων σε πολλές επαρχιακές πόλεις. Τώρα βλέπουμε την προσπάθεια να κλείσουν ή τουλάχιστο να συρρικνωθούν αυτές οι σχολές γιατί κρίνονται οικονομικά ασύμφορες. Οι περισσότεροι πτυχιούχοι μένουν άνεργοι. Είδαμε να αυξάνεται σημαντικά ο αριθμός των εισακτέων στις ήδη υπάρχουσες σχολές δημιουργώντας έτσι υπερπληθώρα επιστημόνων που υποβάθμισε τα πτυχία. (Τώρα προσπαθούν να τους περιορίσουν).
Στη χώρα μας έχει δημιουργηθεί η νέα τάξη του επιστημονικού προλεταριάτου που χτυπιέται στην ανεργία ή απασχολείται με μισθούς πείνας. Το σημαντικότερο επιχείρημα των υποστηρικτών αυτής της κατάστασης είναι ότι δεν φεύγουν οι νέοι να σπουδάσουν στο εξωτερικό κι έτσι η χώρα δεν χάνει συνάλλαγμα. Χώρια που τονώνονται οι επαρχιακές οικονομίες με τους φοιτητές που φιλοξενούν.
Τώρα ακούγονται τα αντίθετα επιχειρήματα που θέλουν πολλές σχολές τόσο ασύμφορες που δεν αξίζει να συνεχίζουν να λειτουργούν επιβαρύνοντας τα οικονομικά της χώρας. Και στις δύο περιπτώσεις υπερτερούν τα οικονομικά κριτήρια που καθορίζουν την εκπαιδευτική πραγματικότητα. Οι πραγματικές ανάγκες της εκπαίδευσης δεν έχουν σημασία, αφού μόνιμα μέσω της εκπαίδευσης εξυπηρετούνται παράπλευροι οικονομικοί στόχοι.
Μ’ άλλα λόγια η εκπαίδευση εξυπηρετεί περισσότερο οικονομικές παρά εκπαιδευτικές ανάγκες. Αν υπολογίσουμε τα φροντιστήρια μέσης εκπαίδευσης, ξένων γλωσσών, ιδιαίτερα, εκμάθηση μουσικών οργάνων, αθλημάτων, υπολογιστών κλπ, και φυσικά τα έξοδα σπουδών σε πανεπιστήμια, ΤΕΙ και ιδιωτικές σχολές θα δούμε ότι η εκπαίδευση κινεί τη μισή οικονομία της χώρας.
Πώς είναι δυνατό να αφήσουμε ήσυχους τους μαθητές όταν είναι οι μεγαλύτεροι πελάτες; Αν η εκπαίδευση δεν αποκτήσει αυτόνομη υπόσταση ώστε να καθορίσει μόνη της τις ανάγκες της και συνεχίσει να άγεται και να φέρεται από εξωγενείς οικονομικούς παράγοντες και μικροπολιτικές σκοπιμότητες, κάθε μεταρρύθμιση είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.
Του Θανάση Μπαντέ, via thessalonikiartsandculture.gr