Καμμιὰν ἀπὸ τὶς πίκρες μου δὲ γνώρισες
τὶς πίκρες μου τὶς ἄσωστες τὶς μαῦρες.
Καὶ στῶν ματιῶν μου μέσ᾿ στὸ φεγγοβόλημα
τὰ δάκριά μου στεγνωμένα τὰ ᾿βρες.
Ἐσὺ μονάχα τὸ γλυκὸ χαμόγελο
καμάρωσες στὰ χείλη μου ἁπλωμένο
κ᾿ ἔχες μέσ᾿ στῶν ματιῶν μου τὸ ξαστέρωμα
τὸν πόθο σου τρελλὰ καθρεφτισμένο.
Μὲ γνώρισες νὰ γέρνω στὴν ἀγάπη σου
σὰν πεταλούδα στὸ ἄλικο λουλούδι
καὶ νὰ σκορπίζω ὅσο ἡ καρδιά μου ἐδύνοταν
μεθυστικὸ τὸ ἐρωτικὸ τραγούδι.
Γνώρισες τῆς χαρᾶς μου τὸ ἄγριο ξέσπασμα
στὸν ἀνοιξιάτικον ἀγρὸ ποὺ εὐώδα
λαχτάρας κύμα ἐγίνονταν ἡ ἀγκάλη μου
τὰ νειάτα σου νὰ σφίγγη καὶ τὰ ρόδα.
Ἐσὺ ποτὲ κρυφὰ δὲν ἀκολούθησες
τὸ βῆμα μου σὰν φεύγω ἀπὸ κοντά σου
κι᾿ ὅμως καὶ μὲ τὴ σκέψη σου μοῦ δόθηκες
καὶ μὲ τὴ φλόγα ἀκόμα τοῦ ἔρωτά σου.
Μὰ ποιὸς τὸ ξέρει ἄν, μία στιγμὴ βρισκόσουνα
κάπου ποὺ νὰ μὲ βλέπεις ὅταν γέρνω
καὶ σκύβω μαζωχτὴ κάτω ἀπὸ τἄγριο
χτύπημα, τὶς στριγγὲς φωνὲς ποὺ σέρνω
ἂν ἄκουες, καὶ στοῦ πόνου τὸ ξεχείλισμα
τὸ δόσιμο στὸ ξέψυχο μεθύσι,
τὰ δάκρια, ὤ, θὰ μ᾿ ἀρνιόσουν ὅλα ἂν τἄβλεπες.
Κι᾿ ὅμως μου λὲς πὼς μ᾿ ἔχεις ἀγαπήσει.
Μαρία Πολυδούρη, ποίημα: Ποιος ξέρει…