Χόρχε Μπουκάι: «Συγνώμη, κύριε, γνωριζόμαστε;» Ποιος είσαι;

Χόρχε Μπουκάι: «Συγνώμη, κύριε, γνωριζόμαστε;» Ποιος είσαι;

Τη μέρα εκείνη ο Σινκλέρ σηκώθηκε, όπως πάντα, στις εφτά τo πρωί. Όπως κάθε μέρα, σύρθηκε με τις παντούφλες του ώς το μπάνιο και, ύστερα από ένα ντους, ξυρίστηκε και αρωματίστηκε. Ντύθηκε με ρούχα της μόδας, όπως συνήθιζε, και κατέβηκε στην είσοδο να πάρει την αλληλογραφία του. Εκεί ένιωσε τη πρώτη έκ­πληξη της ημέρας. Δεν υπήρχαν γράμματα!

Τα τελευταία χρόνια η αλληλογραφία του αυξανόταν διαρκώς, και ήταν σημαντικός παράγοντας για την επαφή του με τον κόσμο. Λίγο κακόκεφος με την είδηση της απουσίας ειδήσεων, έφαγε βιαστικά το συνηθισμένο του πρόγευμα με γάλα και δημητριακά (όπως συνιστούσαν οι γιατροί) και βγήκε στο δρόμο.

Όλα ήταν όπως πάντα: τα συνηθισμένα οχήματα κυκλοφο­ρούσαν στους ίδιους δρόμους και παρήγαγαν τον ίδιο θόρυβο της πόλης που γκρίνιαζε — όπως κάθε μέρα. Διασχίζοντας την πλατεία, έπεσε σχεδόν πάνω στον καθηγητή Εξέρ, έναν παλιό του γνωστό. Συχνά περνούσαν πολλές ώρες μαζί κουβεντιάζοντας άχρηστα μεταφυσικά θέματα. Τον φώναξε με το όνομα του αλλά είχε πια απομακρυνθεί, κι ο Σινκλέρ σκέφτηκε ότι μάλλον δεν θα τον είχε ακούσει. Η μέρα είχε αρχίσει άσχημα και φαινόταν να χει­ροτερεύει με την ανία να απειλεί τη διάθεση του. Αποφάσισε να επιστρέψει στο σπίτι, στο διάβασμα και την έρευνα, και να περιμένει τα γράμματα που σίγουρα θα έφταναν πολλαπλάσια, για να αντισταθμίσουν την πρωινή έλλειψη.

Εκείνη τη νύχτα δεν κοιμήθηκε καλά και ξύπνησε πολύ νω­ρίς. Κατέβηκε, και ενώ έτρωγε το πρωινό του άρχισε να παρα­κολουθεί από το παράθυρο πότε θα έρθει ο ταχυδρόμος. Όταν, τελικά, τον είδε να στρίβει στη γωνία, η καρδιά του χοροπήδησε. Ωστόσο, ο ταχυδρόμος πέρασε μπροστά από το σπίτι του χωρίς να σταθεί. Ο Σινκλέρ βγήκε και τον φώναξε για να βεβαιωθεί ότι δεν υπήρχαν γράμματα γι αυτόν. Ο ταχυδρόμος τον διαβεβαίω­σε ότι δεν είχε τίποτα στο σάκο του για το σπίτι εκείνο κι ότι δεν υπήρχε καμία απεργία στα ταχυδρομεία, ούτε προβλήματα στη διανομή της αλληλογραφίας.

Αντί να τον καθησυχάσει, αυτό τον ανησύχησε ακόμα περισ­σότερο. Κάτι συνέβαινε κι έπρεπε να βρει τι. Φόρεσε ένα σακάκι και πήγε στο σπίτι του φίλου του, του Μάριο.

Μόλις έφτασε, είπε στον μπάτλερ να τον αναγγείλει και πε­ρίμενε στο σαλόνι. Ο φίλος του δεν άργησε να φανεί. Ο Σινκλέρ πήγε να τον αγκαλιάσει, όμως, εκείνος περιορίστηκε να ρωτήσει:

«Συγνώμη, κύριε, γνωριζόμαστε;»

Ο άνθρωπος νόμισε ότι πρόκειται γι αστείο και γέλασε με το ζόρι ζητώντας από το φίλο του να του βάλει ένα ποτό. Το απο­τέλεσμα ήταν τρομακτικό. Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού κάλεσε τον μπάτλερ και τον πρόσταξε να πετάξει έξω τον άγνωστο. Ο Σιν­κλέρ τότε παραφρόνησε κι άρχισε να φωνάζει και να βρίζει, προ­καλώντας ακόμα περισσότερο τον γεροδεμένο υπηρέτη που τον έσπρωξε με βία στο δρόμο…

Πηγαίνοντας προς το σπίτι του συνάντησε διάφορους γείτο­νες που τον αγνόησαν ή του φέρθηκαν σαν να μην τον γνώριζαν.

Μια ιδέα του σφηνώθηκε στο μυαλό: υπήρχε κάποια συ­νωμοσία εναντίον του κι αυτός είχε διαπράξει κάποιο περίεργο λάθος ενάντια στην κοινωνία που τώρα τον απέρριπτε, ενώ πριν από λίγες ώρες τον εκτιμούσε. Ωστόσο, όσο κι αν συλλογιζόταν, δεν μπορούσε να θυμηθεί κανένα γεγονός που να μπορούσε να θεωρηθεί προσβλητικό, πόσο μάλλον κάτι που να είχε ενοχλήσει ολόκληρη την πόλη.

Άλλες δύο μέρες έμεινε στο σπίτι του περιμένοντας την αλ­ληλογραφία που δεν έφτασε. Λαχταρούσε την επίσκεψη κάποιου φίλου του που, παραξενεμένος από την απουσία του, θα του χτυ­πούσε την πόρτα για να μάθει τι κάνει. Τίποτα, όμως, δεν συνέβη. Κανένας δεν ήρθε στο σπίτι του. Η καθαρίστρια έλειψε δίχως να τον ειδοποιήσει και το τηλέφωνο του έπαψε να λειτουργεί.

Ενθαρρυμένος από ένα ποτηράκι παραπάνω, την πέμπτη νύχτα ο Σινκλέρ αποφάσισε να πάει στο μπαρ όπου συναντούσε πάντοτε τους φίλους του για να πουν τις καθημερινές ανοησίες. Μόλις μπήκε τους είδε, όπως πάντα, στο τραπέζι της γωνίας που τους άρεσε. Ο χοντρός Χανς έλεγε το ίδιο καλαμπούρι κι οι άλλοι γελούσαν, όπως συνήθως. Ο Σινκλέρ πήρε μια καρέκλα και κάθι­σε. Αμέσως, έπεσε νεκρική σιγή που δήλωνε πόσο ανεπιθύμητος ήταν ο νεοφερμένος. Ο Σινκλέρ δεν άντεξε άλλο.

«Μπορώ να μάθω τι έχετε πάθει όλοι μαζί μου; Αν έκανα κάτι που σας ενόχλησε, ας μου το πείτε επιτέλους για να τελειώνουμε. Μη μου φέρεστε όμως έτσι, γιατί κοντεύω να τρελαθώ.»

Οι άλλοι κοιτάχτηκαν. Άλλοι γελούσαν κι άλλοι είχαν θυμώ­σει. Ο ένας έβγαλε διάγνωση για τον νεοφερμένο στηρίζοντας το δείκτη του στα μηνίγγια του. Ο Σινκλέρ ζήτησε πάλι μια εξήγηση, ύστερα παρακάλεσε, και τέλος έπεσε στο πάτωμα ικετεύοντας να του πουν γιατί του τα έκαναν όλα αυτά.

Μόνο ένας αποφάσισε να του απευθύνει το λόγο:

«Κύριε, κανένας από εμάς δεν σας γνωρίζει. Δεν μας έχετε κάνει τίποτα. Αλήθεια, ούτε που ξέρουμε ποιος είστε.»

Τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια του και βγήκε από το μαγαζί. Έσυρε το κορμί του ώς το σπίτι του. Κάθε του πόδι ζύγιζε έναν τόνο.

Έφτασε στην κάμαρα του κι έπεσε στο κρεβάτι. Χωρίς να ξέ­ρει ούτε γιατί ούτε πώς, έγινε ένας ξένος, ένας απών. Δεν υπήρχε πια στις ατζέντες των ανθρώπων με τους οποίους αλληλογρα­φούσε, είχε σβηστεί από τη μνήμη των γνωστών του κι είχε χάσει τους φίλους του. Στο μυαλό του κυριαρχούσε μια σκέψη σαν σφυροκόπημα: ήταν η ερώτηση που του έκαναν οι άλλοι κι άρχιζε να κάνει και ο ίδιος: «Ποιος είσαι;»

Ήξερε, αλήθεια, να απαντήσει στην ερώτηση αυτή; Γνώριζε το όνομα του, τη διεύθυνση του, τι νούμερο πουκάμισο φορού­σε, τον αριθμό της ταυτότητας του και διάφορα άλλα στοιχεία που τον προσδιόριζαν. Πέρα απ αυτό, όμως, ποιος ήταν αληθινά, εσωτερικά και βαθιά; Εκείνες οι προτιμήσεις και συμπεριφορές, οι τάσεις και οι απόψεις, ήταν πράγματι δικές του; Ή, όπως τόσα άλλα, ήταν απλώς μια προσπάθεια να μην απογοητεύσει τους άλ­λους που περίμεναν να είναι όπως ήταν; Κάτι άρχιζε να ξεκαθαρί­ζει μέσα του. Εφόσον ήταν άγνωστος, απελευθερωνόταν από την υποχρέωση να είναι κάτι συγκεκριμένο. Όπως κι αν ήταν, τίποτα δεν θα άλλαζε στην απάντηση που του έδιναν οι άλλοι. Για πρώτη φορά, ύστερα από αρκετές μέρες, ανακάλυψε κάτι που τον ηρέ­μησε. Βρισκόταν σε μια κατάσταση που του επέτρεπε να ενεργεί όπως ήθελε, χωρίς καν να ζητάει την έγκριση του κόσμου.

Πήρε βαθιά ανάσα και ένιωσε λες και νέος αέρας είχε μπει στα πνευμόνια του. Κατάλαβε ότι το αίμα κυκλοφορούσε στις φλέβες του, αντιλήφθηκε το χτύπο της καρδιάς του και ξαφνιά­στηκε που, για πρώτη φορά, δεν Ετρεμε.

Τώρα που, επιτέλους, ήξερε ότι ήταν μόνος, όπως ήταν πάντα, ότι είχε μονάχα τον εαυτό του, τώρα μπορούσε να κλάψει ή να γελά­σει… Όμως, για τον εαυτό του, όχι για τους άλλους. Τώρα, επιτέ­λους, το ήξερε:

Η Υπαρξη του δεν Εξαρτιόταν απο τους Αλλους.

Είχε ανακαλύψει ότι έπρεπε να μείνει ολομόναχος για να μπορέσει να βρει τον εαυτό του…

Κοιμήθηκε ήρεμα και βαθιά κι είδε όμορφα όνειρα.

Ξύπνησε στις δέκα το πρωί, ανακαλύπτοντας ότι μια ηλιαχτί­δα έμπαινε εκείνη την ώρα από το παράθυρο και φώτιζε θαυμά­σια το δωμάτιο του.

Δίχως να κάνει μπάνιο, κατέβηκε τις σκάλες τραγουδώντας ένα τραγούδι που ποτέ δεν είχε ακούσει. Κάτω από την πόρτα κάτι βρήκε. Αναρίθμητα γράμματα που απευθύνονταν σ εκείνον.

Η κυρία που καθάριζε βρισκόταν ήδη στην κουζίνα και τον χαιρετούσε σαν να μη συνέβαινε τίποτα.

Και το βράδυ, στο μπαρ, κανένας δεν έδειχνε να θυμάται εκείνη την παράξενη νύχτα τρέλας. Τουλάχιστον, κανένας δεν κα­ταδέχτηκε να κάνει κάποιο σχόλιο.

Όλα είχαν ξαναγίνει φυσιολογικά… εκτός από εκείνον, ευτυχώς, εκείνον, που ποτέ πια δεν θα χρειαζόταν να παρακαλέσει κανέναν άλ­λον να τον κοιτάξει για να μάθει αν ήταν ζωντανός, εκείνον, που ποτέ πια δεν θα ζητούσε από τους άλλους να τον προσ­διορίσουν, εκείνον, που ποτέ πια δεν θα ένιωθε φόβο μήπως τον απορρίψουν. Όλα ήταν ίδια, εκτός από αυτόν τον άνθρωπο που ποτέ πια δεν θα ξεχνούσε ποιος ήταν.

Να σου πω μια ιστορία, Χόρχε Μπουκαϊ