ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΟΤΑΝ ΕΙΝΑΙ ΝΕΟI μπορεί κανείς να τους φανταστεί απίστευτα γέρους, αυτοί ακριβώς κάνουν και τους καλύτερους γέρους. Το ότι στους νέους ανθρώπους αρέσει να επιδεικνύονται λιγάκι και ταυτόχρονα μπορεί να τολμούν κάποια πράγματα, κάτι που οι γέροι δεν μπορούν πια να κάνουν, τελικά δεν είναι ανυπόφορο.
ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΟΜΩΣ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΑΣΧΗΜΑ εκείνη την ολέθρια στιγμή που ο γέρος, ο αδύναμος, ο συντηρητικός, ο φαλακρός, ο οπαδός της παλιάς μόδας το παίρνει προσωπικά και μονολογεί: το κάνουν σίγουρα για να με πειράξουν! Από τη στιγμή αυτή τα πράγματα γίνονται ανυπόφορα κι αυτός που σκέφτεται έτσι είναι χαμένος.
ΤΟ ΝΑ ΤΟΝΙΖΟΥΜΕ Ή ΝΑ ΟΡΓΑΝΩΝΟΥΜΕ ΤΑ ΝΙΑΤΑ δεν το συμπαθούσα ποτέ. Νέοι και γέροι υπάρχουν τελικά μόνο μεταξύ των μέτριων ανθρώπων. Όλοι οι προικισμένοι και πιο ξεχωριστοί άνθρωποι είναι πότε γέροι και πότε νέοι, έτσι όπως είναι πότε χαρούμενοι και πότε λυπημένοι. Δουλειά των μεγαλυτέρων είναι να χειρίζονται την ικανότητά τους ν’ αγαπούν πιο ελεύθερα, πιο παιχνιδιάρικα, πιο έμπειρα, πιο καλοσυνάτα απ’ ό,τι τα νιάτα μπορούν.
ΤΑ ΓΗΡΑΤΕΙΑ ΚΡΙΝΟΥΝ ΠΑΝΤΑ ΜΕ ΕΥΚΟΛΙΑ τους νέους ως μικρομέγαλους. Όμως τα γηρατειά είναι αυτά που πάντα μιμούνται τη συμπεριφορά και τους τρόπους της νιότης, είναι τα ίδια φανατικά, είναι τα ίδια άδικα, μακαρίζουν τα ίδια τον εαυτό τους και είναι ελαφρώς προσβεβλημένα. Τα γηρατειά δεν είναι χειρότερα από τα νιάτα, ο Λάο Τσε δεν είναι χειρότερος από τον Βούδα, το μπλε δεν είναι χειρότερο από το κόκκινο. Τα γηρατειά υποτιμούνται μόνο όταν θέλουν να παραστήσουν τα νιάτα.
ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΔΩ ΚΑΙ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ ΜΕ ΑΗΔΙΑΖΕΙ είναι πρώτον η ανόητη λατρεία της νεότητας και της νεανικότητας, όπως αυτή ανθεί, για παράδειγμα, στην Αμερική, κι έπειτα ακόμα περισσότερο το να επιβάλλεται η νεότητα αυτή ως κοινωνικό στρώμα, ως κοινωνική τάξη, ως «κίνημα».
ΕΙΜΑΙ ΕΝΑΣ ΠΑΛΙΩΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΣΥΜΠΑΘΩ ΤΑ ΝΙΑΤΑ, θα ήταν όμως ψέματα αν έλεγα ότι με ενδιαφέρουν ιδιαίτερα. Για τους ηλικιωμένους, τουλάχιστον σε εποχές τέτοιας μεγάλης δοκιμασίας όπως τώρα, υπάρχει μόνο ένα ενδιαφέρον ζήτημα: το ζήτημα του πνεύματος, της πίστης, του είδους της σκέψης και της ευλάβειας που δοκιμάζεται, που μπορεί να αντιμετωπίζει τον πόνο και τον θάνατο. Η αντιμετώπιση του πόνου και του θανάτου είναι καθήκον των γηρατειών. Το να είναι κανείς ενθουσιασμένος, να συμπαρασύρεται, να είναι ζωηρός, είναι ψυχική διάθεση της νεότητας. Μπορούν να είναι φίλοι, μιλούν όμως δύο γλώσσες.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΡΑΦΕΤΑΙ ΚΥΡΙΩΣ από τους πρωτόγονους και από τους νέους, αυτοί φροντίζουν για την πρόοδο και την επιτάχυνση με την έννοια της κάπως θεατρικής φράσης του Νίτσε «Αυτό που θέλει να πέσει πρέπει και να το σπρώξουμε». (Εκείνος, ο υπερευαίσθητος, δεν θα μπορούσε ποτέ να δώσει αυτή τη σπρωξιά σ’ ένα γέρο ή άρρωστο άνθρωπο ή ζώο.) Χρειάζονται όμως πάντα, για να διατηρεί η ιστορία και νησίδες ειρήνης και να παραμένει ανεκτή, και οι αναστολές και ο συντηρητισμός ως αντίρροπες δυνάμεις -αυτό το καθήκον πέφτει στους καλλιεργημένους και στους ηλικιωμένους.
ΑΝ ΛΟΙΠΟΝ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΣΚΕΦΤΟΜΑΣΤΕ κι επιθυμούμε ακολουθήσει άλλους δρόμους από τους δικούς μας και εξελιχθεί σε κτήνος ή μυρμήγκι, τότε παραμένει υποχρέωσή μας να βοηθήσουμε να επιβραδυνθεί όσο το δυνατό περισσότερο αυτή η διαδικασία. Ασυνείδητα αφήνουν μάλιστα οι μαχητικές δυνάμεις να υπάρχει στον κόσμο αυτή η αντίρροπη τάση, φροντίζοντας εκτός από τους εξοπλισμούς και τα προπαγανδιστικά μεγάφωνα -αν και αρκετά αδέξια- και τις πολιτιστικές επιχειρήσεις τους.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Έρμαν Έσσε, «Ωριμάζοντας γινόμαστε όλο και νεότεροι» εκδ. Καστανιώτη.