Περαστική από τη χθεσινή αϋπνία μου
λίγο, για μια στιγμή, μου χαμογέλασε
η θεούλα με τη μωβ κορδέλα
που από παιδάκι μου κυκλοφοράει τα μυστικά.
Ύστερα χάθηκε πλέοντας δεξιά
να πάει ν’ αδειάσει τον κουβά με τ’ απορρίμματά μου
– της ψυχής αποτσίγαρα κι αποποιηματάκια –
εκεί που βράζει ακόμη όλο παλιά νεότητα
και αγέρωχο το πέλαγος.
Πάλι μες στην κοιλιά της θάλασσας το μαύρο
εκείνο σύννεφο που ανεβάζει κάπνες
όπως φωνές επάνω από ναυάγιο.
Χαμένοι αυτοί που πιάνονται από τ’ Άπιαστα.
Όπως εγώ προχθές του Αγίου Γεωργίου ανήμερα
που πήα να παραβγώ μ’ αλόγατα όρθια και θωρακοφόρους
και μου χύθηκε όλη, όξω απ’ τη γης,
η ερωτοπαθής ψυχή μου.
Μακριά, χτυπάνε καμπάνες από κρύσταλλο
” αύριο…αύριο” λένε “αύριο το Πάσχα τ’ουρανού”
Ανεβαίνει, μοναχός κι ολόλαμπρος,
τόσο πιωμένος από φώς που φαίνεται η καρδιά του.
Ο κόσμος όλος είναι αληθινά μεγάλος.
Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο
λένε γι’ αυτόν που κάηκε μες στη ζωή,
όπως η μέλισσα μέσα στου θυμαριού το ανάβρυσμα,
στεριές ιριδοχτυπημένες πέφτουν στα νερά
καράβια μ’ ανοιχτά πανιά πλέουν μες στους λειμώνες
με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
ολοένα εκείνος ανεβαίνει
αγιάζι ουράνιας ομορφιάς γυαλίζει στα μαλλιά του
μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο
“αύριο… αύριο… αύριο… το Πάσχα του Θεού”.
Οδυσσέας Ελύτης, "Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου"