Η μεγάλη αγάπη του για τα άτομα με προβλήματα όρασης τον οδήγησε στην εκμάθηση της γραφής Braille. Η γνώση της, σε όλες τις γλώσσες πλην αυτών με χαρακτήρες-λέξεις όπως τα κινεζικά, τού γέννησαν την επιθυμία να νιώσει τη δύναμη αυτού του κώδικα.
«Μόλις έκλεισα τα μάτια μου μ’ ένα πανί, προσπάθησα να περάσω ένα ολόκληρο 24ωρο σαν άτομο με πρόβλημα όρασης. Ο χρόνος με κλειστά μάτια πέρασε πολύ εύκολα, σχετικά, καθώς με τη Braille μπορούσα να χειριστώ την τηλεόραση, τον υπολογιστή, αλλά δεν μπορούσα να κάνω κάτι το οποίο ήταν ζωτικής σημασίας για εμένα: να διαβάσω μόνος μου λογοτεχνία. Ούτε να μου διαβάσει κάποιος υπολογιστής, αλλά ούτε και να μου το διαβάσουν άλλοι».
Ο Απόστολος Γαρούφος, μεταπτυχιακός φοιτητής στις Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνίας (ΤΠΕ) και στην Ειδική Αγωγή και Ψυχοπαιδαγωγική της Ένταξης, στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, με προπτυχιακές σπουδές στην ελληνική φιλολογία και κατεύθυνση στις νεοελληνικές και βυζαντινές σπουδές, χρησιμοποιώντας ειδικό λογισμικό, μετέγραψε σε γραφή Braille το «Μονόγραμμα» του Οδυσσέα Ελύτη.
Επόμενο εγχείρημα η δημιουργία ενός ηλεκτρονικού προγράμματος, το οποίο θα δίνει τη δυνατότητα σε κάθε ιδιώτη να κάνει ο ίδιος μεταγραφές σε Braille.
Εξηγεί πώς γεννήθηκε η ιδέα εκμάθησης της Braille. «Η σκέψη μου για την εκμάθηση της Braille, μου ήρθε αφότου ξεκίνησα το μεταπτυχιακό μου στην Ειδική Αγωγή... Ήταν μια βαθιά μου ανάγκη, διότι αγαπάω πολύ τα άτομα με προβλήματα όρασης. Καθώς γνώρισα σε βάθος τη γραφή, όχι μόνο την ελληνική και την αγγλική που διδάσκεσαι, αλλά και όλες τις υπόλοιπες γλώσσες (πλην των γλωσσών με χαρακτήρες-λέξεις π.χ. κινεζικά κ.λ.π.), ήθελα να νιώσω τη δύναμη αυτού του κώδικα...» δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Γαρούφος.
Ερωτηθείς για το κατά πόσο εύκολη είναι η μεταγραφή σε Braille ενός λογοτεχνικού έργου και η διασκευή βιβλίων για τυφλούς, διευκρινίζει πως μεταγραφές και εκτυπώσεις αυτών, γίνονται ήδη από διάφορους συλλόγους.
«Στην ουσία εγώ ήθελα να έχω ένα ηλεκτρονικό πρόγραμμα, το οποίο να κάνει αυτόματες μεταγραφές από ελληνικά και αγγλικά πρωτίστως, ώστε να το έχω σε πρώτη μορφή με τον κώδικα Braille. Η δεύτερη φάση είναι να γίνει η εκτύπωση. Με το λογισμικό που έχω δημιουργήσει, δεν χρειάζεται να γνωρίζει κάποιος από μεταγραφές, αφού αυτό το κάνει αυτόματα. Βάζεις γραφή βλεπόντων και τη μεταγράφει αυτόματα».
Υπογραμμίζει το έλλειμμα στη διάθεση λογοτεχνικών βιβλίων σε γραφή Braille και ως εκ τούτου την αδυναμία επαφής με τη λογοτεχνία των ατόμων με προβλήματα όρασης. «Πολύ δύσκολα βρίσκει κάποιος βιβλία για άτομα με προβλήματα όρασης από το διαδίκτυο, παρά μόνο αν το ζητήσεις και σου το κάνουν για προσωπική χρήση...
Οι πλειονότητες στερούν από τις μειονότητες τα αυτονόητα, όπως είναι η ανάγνωση ενός βιβλίου ή περιοδικού, ή γενικότερα ενός κειμένου», επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Εκτιμά πως η πρόσβαση σε λογοτεχνικά κείμενα των ατόμων με προβλήματα όρασης ή τυφλότητα είναι σημαντική. «Η εκπαίδευση είναι το πιο σημαντικό πράγμα σε αυτή τη ζωή. Ανοίγεις φτερά, απολαμβάνεις τον έρωτα και τη μυρωδιά των σελίδων. Θα πρέπει να υπάρξει μια σημαντική πρωτοβουλία και μια έξαρση εκδόσεων βιβλίων για τα άτομα αυτά. Δεν μπορώ να σκεφτώ τον εαυτό μου να απαντάει κάτι διαφορετικό στην ερώτηση "φαγητό ή λογοτεχνία", φυσικά και θα επιλέξω το δεύτερο. Ίσως τελικά, εμείς κάνουμε τους τυφλούς, απέναντι στα άτομα με προβλήματα όρασης. Ενώ βλέπουμε πως ο συνάνθρωπος χρειάζεται το αυτονόητο, εμείς απλά κωφεύουμε και τυφλωνόμαστε από εγωισμό».
Το «Μονόγραμμα» δεν είναι το μοναδικό εγχείρημα μεταγραφής για τον κ. Γαρούφο.
«Στη σελίδα μου στο Facebook με τον τίτλο "MinaDot", θα βρείτε πάρα πολλές μεταγραφές κειμένων και για μικρούς και για μεγάλους. Έχω μεταγράψει, για παράδειγμα τον Μικρό Πρίγκιπα. Το "Μονόγραμμα", ήταν μία επιλογή λόγω του προπτυχιακού μου, της Φιλολογίας. Το πρώτο πτυχίο άξιζε ως πρωτόλειο έργο. Φυσικά και όποιος θέλει θα μπορέσω να του μεταγράψω ένα βιβλίο ή ένα παραμύθι», τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Γαρούφος.
«Σε λίγο καιρό, το λογισμικό μου θ’ ανέβει στο διαδίκτυο, ώστε να έχουν όλοι πρόσβαση σε ελεύθερες μεταγραφές. Η εφαρμογή "MinaDot" είναι ένα λογισμικό που δημιούργησα μαζί με τον καθηγητή μου, Τηλέμαχο Γούδα. Είναι ένα πρόγραμμα στον υπολογιστή που κάνει αυτόματες μεταγραφές. Βάζεις γραφή είτε στην ελληνική είτε στην αγγλική και έχεις το αποτέλεσμα της μεταγραφής. Εύκολα, λιτά και χωρίς να έχεις γνώση της Braille. Το συγκεκριμένο λογισμικό, μπορεί να κάνει χιλιάδες μεταγραφές σε δευτερόλεπτα. Η χρήση του είναι μέχρι στιγμής από εμένα, διότι επιδέχεται πολλών αλλαγών για να γίνει πιο εύχρηστο και θα διατεθεί ελεύθερα στο διαδίκτυο, μετά από κάποιο χρονικό διάστημα. Ωστόσο, προσωπικά κάνω αρκετές μεταγραφές. Είναι δηλαδή το πρόγραμμα σε χρήση».
Ο Απόστολος Γαρούφος, με καταγωγή από το Τσοτύλι Κοζάνης, δηλώνει τα τελευταία οκτώ χρόνια, «παιδί της Θράκης». «Είμαι ερωτευμένος με την Κομοτηνή και αγαπάω πολύ την Αλεξανδρούπολη. Οι δύο αυτές πόλεις μου έδωσαν κι από κάτι σημαντικό. Η μία τις σπουδές μου και η άλλη την επαφή μου με τη γραφή Braille».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Οδυσσέας Ελύτης, «Το Μονόγραμμα»
ΙΙΙ.
Έτσι μιλώ για σένα και για μένα
Επειδή σ’ αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
Να μπαίνω σαν Πανσέληνος
Από παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ’ αχανή
σεντόνια
Να μαδάω γιασεμιά -- κι έχω τη δύναμη
Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
Μεσ’ από φεγγαρά περάσματα και κρυφές της θάλασσας
στοές
Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε
Ακουστά σ’ έχουν τα κύματα
Πώς χαιδεύεις, πώς φιλάς
Πώς λες ψιθυριστά το "τι" και το "ε"
Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά
Πάντα εσύ τ’ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό
πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Το βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά
που μεγαλώνει
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Επειδή σ’ αγαπώ καί σ’ αγαπώ
Πάντα εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία που το
εξαργυρώνει:
Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ ουρανού με τ’ άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή
Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Να μυρίζω από σένα και ν’ αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ’ αλλού φερμένο
Δεν τ’ αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου
Να μιλώ για σένα και για μένα.
ΙV.
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ’ ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ’ ακούς
Τό χαμένο μου το αίμα και το μυτερό, μ’ ακούς
Μαχαίρι
Σαν κριάρι που τρέχει μες στους ουρανούς
Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ’ακούς
Είμ’ εγώ, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, μ’ ακούς
Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σου φορώ
Το λευκό νυφικό τής Οφηλίας, μ’ ακούς
Πού μ’ αφήνεις, πού πας και ποιος, μ’ ακούς
Σου κρατεί το χέρι πάνω απ’ τους κατακλυσμούς
Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες
Θα’ ρθει μέρα, μ’ ακούς
Να μας θάψουν, κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ’ ακούς
Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, μ’ ακούς
Των ανθρώπων
Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει
Στα νερά ένα – ένα, μ’ ακούς
Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ’ ακούς
Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία, μ’ ακούς
Όπου κάποτε οι φιγούρες
Των Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ ακούς
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ’ ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ’ ακούς
Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας καί, μ’ ακούς
Της αγάπης
Μιά για πάντα το κόψαμε
Και δέν γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς
Σ’ άλλη γη, σ’ άλλο αστέρι, μ’ ακούς
Δεν υπάρχει τό χώμα , δεν υπάρχει ο αέρας
Που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ’ ακούς
Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ’ άλλους καιρούς
Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς
Μές στή μέση της θάλασσας
Από το μόνο θέλημα της αγάπης, μ’ ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά καί ποιος κλαίει – ακούς;
Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει – ακούς;
Είμ’ εγώ που φωνάζω κι είμ’ εγώ που κλαίω, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ μ’ ακούς.
[Οδ. Ελύτης, Το Μονόγραμμα, Ίκαρος Αθήνα, 2008, σ.17-19]
..
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΑΘΕΑΤΟΥ ΑΠΡΙΛΙΟΥ (1984)
Έλα τώρα χέρι μου δεξί
κείνο που σε πονεί δαιμονικά ζωγράφισέ το
αλλ' από πάνω βάλ' του
Το ασήμωμα της Παναγίας
πόχουν τη νύχτα οι ερημιές μες στα νερά
του βάλτου
ΤΕΤΑΡΤΗ, 1
Ολοένα τ' άλογα μασούν λευκά σεντόνια κι ολοένα εισχωρούν
θριαμβευτικά μέσα στην Απειλή.
Δρυς, οξιές, βαλανιδιές, ακούω να σέρνονται στη σκεπή της παλιάς
καρότσας όπου ρίχθηκα όπως όπως να φύγω. Ξαναπαίζοντας ένα
έργο που γυρίστηκε κάποτε στα κρυφά και πάλιωσε χωρίς να το
έχει δει κανένας.
Γρήγορα. Προτού ξεθωριάσουν οι εικόνες. Ή σταματήσουνε
άξαφνα - κι η ταινία η φθαρμένη κοπεί.
ΤΕΤΑΡΤΗ, 1 β
Κει κατά τα μεσάνυχτα είδα τις πρώτες φωτιές πάνω απ' τ' αερο-
δρόμιο.
Πιο δω το μαύρο κενό.
Ύστερα φάνηκε να 'ρχεται η flora mirabilis ορθή πάνω στο άρμα της
και αδειάζοντας από 'να πελώριο χωνί λουλούδια.
Τα θύματα έσκυβαν κι έπαιρναν τη στάση που είχαν πριν χωρίσουν
από τη Μητέρα.
Στο κοτσάνι της νύχτας η σελήνη σπάραζε.
ΠΕΜΠΤΗ, 2
«Αρτίνη»... «Κλεώπα»... «Βαρνάβα»... μα τι γένους είναι λοιπόν ο
τόπος αυτός που κηδεύεται; Πρέπει να βγάλω τ' άμφια, να φορέσω
πάλι τον χρυσό μου θώρακα και να βγω με τη ρομφαία στο χέρι.
Κάντε πέρα τα παιδιά. Κρεμάστε τα μαύρα στα μπαλκόνια. Κιόλας
ακούγεται η στρατιωτική μουσική να πλησιάζει.
Προσοχή! Παρουσιάστε αρμ!
ΠΕΜΠΤΗ. 2 β
Κάπου κλαίνε και θολώνει μεριές μεριές ο αέρας.
Η Σιθωνία χάθηκε, την καλύψανε τα νερά.
Είναι κάτι φοβερά γεγονότα που όλο μου τ' αφαιρεί ο Θεός, και ο
νους όλο πάλι μου τα προσθέτει.
Κάτι πράσινο μέσα μου αλλά μαυριδερό που οι σκύλοι το αλυχτάνε.
Και μια θάλασσα φερμένη από πολύ μακριά, μυρίζοντας ακόμη
αυγό του Κύκνου.
ΠΕΜΠΤΗ, 2 γ
Έβαλα τα βιβλία μου στα ράφια, και στη γωνιά μια λυπημένη Αγ-
γελική.
Το ποσοστό της ομορφιάς που μου αναλογούσε πάει, το ξόδεψα όλο.
Έτσι θέλω να μ' έβρει ο ερχόμενος χειμώνας, χωρίς φωτιά, μ' ένα
κουρελιασμένο παντελόνι, ν' ανακατεύω άγραφα χαρτιά σαν να ο-
δηγάω την ορχήστρα την εκκωφαντική ενός ανεκλάλητου Παρα-
δείσου.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 3
Λοξά, επιμήκη μάτια, χείλη, αρώματα σαν από πρώιμο ουρανό με-
γάλης θηλυκής γλυκύτητας και θανάσιμου πότου.
Έγειρα με το πλάι - σχεδόν μπατάρισα - μες στους ψαλμούς των
Χαιρετισμών και την ψύχρα των ανοιχτών κήπων.
Έτοιμος για τα χείριστα.
ΣΑΒΒΑΤΟ, 4
Κει που ανέβαινα το στενό, βρεμένο καλντερίμι - πάνε κάπου τρα-
κόσια τόσα χρόνια - ένιωσα ν' αναρπάζομαι «δια χειρός» Ισχυρού
Φίλου, και πραγματικά, όσο να συνέλθω, έβλεπα να μ' ανεβάζει με
τις δύο γιγάντιες φτερούγες του ο Δομήνικος, ψηλά στους ουρα-
νούς του
τη φορά τούτη γιομάτους
πορτοκαλιές και νερά μιλητικά της πατρίδας.
ΚΥΡΙΑΚΗ, 5
Ξάφνου, με το που άνοιξα τα ξεχαρβαλωμένα παραθυρόφυλλα, με-
γάλωσε η αυλή. Το αλεξίπτωτο που κατέβαινε δεν το 'βλεπε άλλος
κανείς. Μόνον κάτι πρόγονοί μου αγριωποί και ταλαιπωρημένοι
παρακολουθούσανε τη σκηνή από την άλλη όχθη και κάθε τόσο ρί-
χνανε μπαλωθιές στον αέρα.
Γέμισε ο τόπος λέξεις ελληνικές ανορθόγραφες, από παλιά προι-
κοσύμφωνα και όρκους Φιλικών. Όπου πήρα να δακρύζω έτσι
καθώς είχα δει κάποτε τον πατέρα μου, τον Αύγουστο του '22.
Ύστερα φάνηκαν από μακριά να 'ρχονται ο ενωμοτάρχης με τον το-
πογράφο της περιοχής κι ευθύς η αυλή ξαναπήρε τις αληθινές της
διαστάσεις.
ΚΥΡΙΑΚΗ, 5 β
Το τέλος του Αλέξανδρου
Δίπλωσε τις τέσσερις εποχές κι απόμεινε σαν δέντρο που του σώ-
θηκε ο αέρας.
Ανακάθισε ύστερα κι έβαλε ήρεμα στο πλάι του τον γκρεμό.
Από τ' άλλο μέρος άπλωσε προσεχτικά ένα κομμάτι θάλασσας, όλο
ριπές γαλάζιες.
Ώρες πέρασαν ώσπου, κάποια στιγμή, των γυναικών τα μάτια σκαρ-
δαμύσανε.
Τότε μπήκε η Κερά κι αυτός ξεψύχησε.
ΤΡΙΤΗ. 7
Βρήκα μια μικρή εκκλησία όλο τρεχούμενα νερά και την κρέμασα
στον τοίχο. Τα μανουάλια της είναι πήλινα και μοιάζουν με τα δά-
χτυλά μου όταν γράφω. Από το πως αστράφτουν τα τζάμια καταλα-
βαίνω αν πέρασε άγγελος. Και συχνά κάθομαι τ' απογέματα έξω
στο πεζούλι και κρατιέμαι στις κακοκαιρίες όπως το γεράνι.
ΤΡΙΤΗ. 7 β
Από μακριά την είδα να 'ρχεται καταπάνω μου. Φορούσε παπούτσια
πάνινα και προχωρούσε αλαφρή κι ασπρόμαυρη. Ως κι ο σκύλος
πίσω της, βουτούσε ως τα μισά μέσα στο μαύρο.
Γέρασα να περιμένω, αλήθεια.
Κι είναι τώρα πολύ αργά για να καταλάβω πως όσο εκείνη προχω-
ρούσε τόσο το κενό μεγάλωνε, κι ότι δεν επρόκειτο να συναντη-
θούμε ποτέ.
ΤΕΤΑΡΤΗ, 8
Ποιος είναι που βροντάει σε πόρτες και παράθυρα;
Τι να 'ναι αυτό που λέει και ξαναλέει - τη μια κοντά, την άλλη μα-
κριά - ο αέρας ο εγγαστρίμυθος;
Τι θέλει αυτή με τα σχιστά μαλλιά και τα γατίσια μάτια που μου ζω-
γραφίστηκε στο τζάμι;
Τι είδους μοναξιά να είναι αυτή που παίζει ο μακρινός ο στρατιώ-
της στην τρομπέτα του;
Ξημερώματα είναι ή σκοτεινιάζει;
ΤΕΤΑΡΤΗ, 8 β
Όπως μετά την εκπυρσοκρότηση, σ' ένα παρατεταμένο κενό, άρχι-
σε ν' αναδύεται το παλιό προγονικό τοπίο.
Έλειπε απ' τη θέση της η γιαγιά και οι δείχτες από το ρολόι του
τοίχου.
Στο μέρος όπου είχα πρωτοϊδεί την Παναγία (ή τη Μητέρα μου) μύ-
ριζε καμένο πεύκο και συχώρεση.
ΤΕΤΑΡΤΗ, 8 γ
Μάνα που'σαι να με δεις: όπως γεννήθηκα, έφυγα. Παραήμουνα λί-
γος - άλλωστε ποιος νογάει; - και πολλά τα σερνόμενα τέρατα με
τα πλάγια, λιπαρά πόδια.
Έτσι, στο μάκρος μιας ζωής με τόση δυσκολία στημένης δεν έχου-
νε απομείνει παρά μια μισοκαταστραμμένη πόρτα και πολλές μεγά-
λες σάπιες ανεμώνες του νερού. Κείθε περνάω και πάω - που ξέ-
ρεις;- για μια κοιλιά γλυκύτερη από την πατρίδα.
ΠΕΜΠΤΗ, 9
Θα 'ναι κάποιο από κείνα τα σπίτια στον κισσό
τα κλειστά κι ακατοίκητα που 'λυσε το λουρί
από τ' αποτρόπαια γεγονότα μέσα του
Και νιώθεις τώρα ν' αμολιούνται πάνω σου τα ουρλιάσματα
κείνες τις πρώτες δαγκωνιές από την εποχή του Αδάμ
τις μασέλες του γέροντα που τολμούσε ακόμη ν' αγαπάει
και φυσούσε ακούραστος τις μυστικές φιλύρες του
κάποια νύχτα ευπαθή του Απρίλη.
Αυτά που πάνε τώρα να σε γονατίσουν
πάνε πάλι να σε κυλήσουν στα αίματα.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 10
Ολοένα σφύριζε ο αέρας κι ολοένα σκοτείνιαζε κι ολοένα έφτανε η
μακρινή φωνή στ' αυτιά μου: «μια ζωή ολόκληρη...» «μια ζωή ολό-
κληρη...»
Στον αντικρινό τοίχο οι σκιές των δέντρων παίζανε κινηματογράφο.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 10 β
Κάπου, φαίνεται, θα διασκεδάζουν
μόλο που δεν υπάρχουν διόλου σπίτια ή άνθρωποι
ακούω κιθάρες κι άλλα γέλια που δεν είναι σιμά
Μπορεί και μακριά πολύ μέσα στων ουρανών τ' αποκαΐδια
την Ανδρομέδα, την Άρκτο ή την Παρθένο...
Άραγες να 'ναι η μοναξιά σ' όλους τους κόσμους
η ίδια;
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ. 10 γ
Περασμένα μεσάνυχτα μετακινείται το δωμάτιο μου σ' όλη τη γει-
τονιά και φέγγει σαν σμαράγδι. Κάποιος μέσα του ψάχνει - κι η
αλήθεια ολοένα του ξεφεύγει. Που να το φανταστεί ότι αυτή βρί-
σκεται πιο χαμηλά
Πολύ πιο χαμηλά
Ότι έχει ο θάνατος την δικιά του Ερυθρά θάλασσα.
ΣΑΒΒΑΤΟ. 11
Βγήκα για νέες πληγές
πάνω από τις παλαιές να επιπλέουν σαν νούφαρα
(Στην αρχαία εκείνη θάλασσα που εγνώριζα
Τώρα θα 'χει βουλιάξει ο κόσμος
με τα δύο του λοξά κατάρτια έξω απ' το νερό
Κι εγώ, σαν να 'μαι αληθινός, θα γράφω ακόμη).
ΣΑΒΒΑΤΟ, 11 β
Σταματημένος όλη νύχτα μες στον ύπνο
σαν παλαιό αυτοκίνητο με χαλασμένα φώτα
έλαχε μες στα σκοτεινά πάλι να πιάσω
κινήσεις των ανθρώπων τόσο ακατανόητες
όσο κι εκείνες που 'βλεπα γύρω μου
χρόνους και χρόνους μιαν ολόκληρη ζωή:
«Το μυστήριο της μαυροφόρας» αίφνης ή
«Τον βουβό με την κερένια κούκλα»
«Τις τελευταίες μέρες της Πομπηίας» εάν όχι
και - σε πρώτη προβολή - «Το φιλί του θανάτου».
ΚΥΡΙΑΚΗ, 12
Μνήμη του Μεμά
Κατέβηκα στον περίβολο με τις τριανταφυλλιές πλάκες, τ' αγριό-
χορτα και την πυροστιά στη μέση αναμμένη σαν σε θυσία.
Εντελώς άξαφνα φάνηκε στον αέρα μια βοϊδοκεφαλή ανθοστόλι-
στη, που πάλι, μεμιάς, εχάθη.
Θα 'κανε λάθος αιώνα.
Ύστερα φάνηκε το φορτηγό με τα χρειώδη της Μονής κι ο πάτερ
Ισίδωρος κρατώντας το πιατέλο με τα κόλλυβα.
ΤΕΤΑΡΤΗ, 15
Προχωρώ μέσ' από πέτρινα κεριά και γυναίκες που κρατάν μισο-
φέγγαρα, Ο Θεός λείπει. Αυτός ο κήπος δεν έχει τέλος και κανείς
δεν ξέρει τι τον περιμένει.
Κάθε όνομα φέγγει για λίγο μες στα σκοτεινά κι υστέρα σβήνει και
χάνεται.
ΤΕΤΑΡΤΗ, 15 β
Άνοιγε τον αέρα του κήπου κι έβλεπες τα μαλλιά της να φεύγουν
αριστερά. Ύστερα μετατοπιζότανε πάνω στο τέμπλο, λυπημένη,
κρατώντας στην αγκαλιά της πολλές μικρές άσπρες φλόγες.
Ήταν μια εποχή γεμάτη επαναστάσεις, ξεσηκωμούς, αίματα. Θα
'λεγες ότι μόνη αυτή συντηρούσε τη διάρκεια των πραγμάτων από
μακριά.
Όμως από κοντά ήταν απλώς μια ωραία γυναίκα που μύριζε κήπο.
ΤΕΤΑΡΤΗ, 15 γ
Ανεβαίνω το μαλακό χώμα της, φτάνω στην κορυφή και δένω τα
μαλλιά της πίσω με κλώνους.
Ύστερα κάνω το σταυρό μου.
Τότε χτυπά η καμπάνα και στα βλέφαρα της εμφανίζεται το πρώτο
εφετινό δάκρυ.
Θα μπορούσε να 'ναι κάτι υπέροχο.
ΠΕΜΠΤΗ, 16
Σ' όλους το ψιλόβροχο κάτι λέει. Σ' εμένα τίποτα. Σφάλισα τα τζά-
μια κι άρχισα να καλώ αλφαβητικά: τον Άγγελο της Αστυπάλαιας·
τη Βρισηίδα· τα Γαυγάμηλα· τον δούλο του Κριναγόρα· τον Ελλή-
σποντο· τα Ζαγόρια· τον Ηλία τον Προφήτη· τον Θεόδωρο νεομάρ-
τυρα Μυτιλήνης· την Ισσό· τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο· τη
Λαΐδα· τον μαστρ'- Αντώνη· τον Νικία· την ξέρα της Αγίας Πελα-
γίας· τον Όμηρο (μαζί με ολόκληρη την Ιλιάδα του)· τους Πελα-
σγούς· τη Ρωξάννη· τη Σθενελαΐδα· τα Ταταύλα· τον Ίβυκο (ερωτο-
μανέστατο)· τη Φαιστό· τις Χοηφόρες· τα Ψαρά· και τον Ωριγένη.
Ξημερώθηκα έχοντας διατρέξει την ιστορία του θανάτου της Ιστο-
ρίας ή μάλλον την ιστορία της Ιστορίας του Θανάτου (και αυτό δεν
είναι λογοπαίγνιο).
ΣΑΒΒΑΤΟ, 18
Ακόμη βρέχει. Αιωνίως φαίνεται θα βρέχει. Κι αιωνίως θα κυκλο-
φορώ με μιαν ομπρέλα ψάχνοντας για μια πολίχνη ροζ γεμάτη
ωραία υπαίθρια ζαχαροπλαστεία.
ΣΑΒΒΑΤΟ. 18 β
Βάρος της τρυφεράδας τ' ουρανού
μετά που εβρόντησε και ξεκινά ο σαλίγκαρος.
Κομμάτια σπίτια που επιπλέουν, μπαλκόνια με μπροστά
το κοντάρι τους, ο αέρας.
Γεγονός είναι ο θάνατος που επίκειται
φορτωμένος κάτι ευτυχίες παλιές
κι εκείνη την πολύ γνωστή (που λευκάνθηκε στις άγριες
ερημιές) απελπισία.
ΣΑΒΒΑΤΟ. 18 γ
Κάθομαι ώρες και κοιτάζω το νερό στις πλάκες ώσπου, τέλος, γίνε-
ται πρόσωπο που μου μοιάζει και φέγγει απ' όλη την περασμένη
μου ζωή.
ΚΥΡΙΑΚΗ, 19
Γαλήνη σαν της Κυριακής που λείπουνε όλοι
σ' ένα δωμάτιο που του αφαίρεσα τα αισθήματα.
Πλανιέται κάποια πιθανότητα θανάτου
υπέροχου με σκαλιστές επάνω στο γυαλί ορχιδέες.
Βοή σε απόσταση μηνών ακόμη, αλλά
διακρίνονται ήδη τα ρουθούνια κόκκινα που πολύ
θέλουν ποτέ πια να μην είσαι.
ΚΥΡΙΑΚΗ, 19 β
Φτάνοντας το βαπόρι μεγάλωσε κι έφραξε το λιμάνι. Καμιά κίνηση
στα καταστρώματα. Ίσως να μεταφέρει τα καινούρια μεσάνυχτα,
συμπαγή και συσκευασμένα. Ίσως και μια μόνο ψυχή, λεπτή σαν
καπνό και αναγνωρίσιμη από την οσμή του καμένου.
Όπως και να 'ναι, υπάρχουν πολλά ζώα που δεν έσωσε ακόμη να
βγουν από την Κιβωτό και δείχνουν αδημονία. Ως και το πλήθος
που κατακλύζει το μουράγιο και ρίχνει ανήσυχα βλέμματα, σιγά
σιγά συνειδητοποιεί ότι το παν εξαρτάται από μια στιγμή -
τη στιγμή ακριβώς που, μόλις πας να την αδράξεις, χάνεται.
ΚΥΡΙΑΚΗ. 19 γ
Άσπρα σπασμένα τ' ουρανού μέσα στη νύχτα
πάω μ' από κοντά τον σκύλο της σελήνης μου.
Κάποιος άγνωστος Γαβριήλ μου κάνει νοήματα
-Σύμφωνοι, θα πεθάνουμε όλοι μας· άλλα προς τι;
Ψηλά κοιτάω σαν άστρο το βορινό παράθυρο
που το ξεχάσανε ανοιχτό και μ' αναμμένο φως.
Οι άλλοι κοιμούνται ή προσωρινά ή αιώνια
ύπτιοι, με το πρόσωπο ακάλυπτο στον ουρανό.
Πάω μ' από κοντά τις μετρημένες μέρες μου
-Σύμφωνοι, ναι· αλλ' η ζωή αυτή δεν έχει τέλος...
Μ.ΔΕΥΤΕΡΑ, 20
Κατάκοπος από τις ουράνιες περιπέτειες, έπεσα τις πρωινές ώρες
να κοιμηθώ.
Στο τζάμι, με κοίταζε η παλαιά Σελήνη, φορώντας την προσωπίδα
του Ήλιου.
Μ. ΤΡΙΤΗ, 21
Μόλις σήμερα βρήκα το θάρρος και ξεσκέπασα το κηπάκι σαν φέ-
ρετρο. Με πήραν κατάμουτρα οι μυρωδιές, λεμόνι, γαρίφαλο.
Ύστερα παραμέρισα τα χρόνια, τα φρέσκα πέταλα και να: η μητέρα
μου, μ' ένα μεγάλο άσπρο καπέλο και το παλιό χρυσό ρολόι της
κρεμασμένο στο στήθος.
Θλιμμένη και προσεκτική. Πρόσεχε κάτι ακριβώς πίσω από μένα.
Δεν πρόφτασα να γυρίσω να δω, γιατί λιποθύμησα.
Μ. ΤΕΤΑΡΤΗ, 22
Ολοένα οι κάκτοι μεγαλώνουν κι ολοένα οι άνθρωποι ονειρεύονται
σαν να 'ταν αιώνιοι. Όμως το μέσα μέρος του Ύπνου έχει όλο φα-
γωθεί και μπορείς τώρα να ξεχωρίσεις καθαρά τι σημαίνει κείνος ο
μαύρος όγκος που σαλεύει
Ο λίγες μέρες πριν ακόμη μόλις αναστεναγμός
Και τώρα μαύρος αιώνας.
Μ. ΠΕΜΠΤΗ, 23
Μέρα τρεμάμενη όμορφη σαν νεκροταφείο
με κατεβασιές ψυχρού ουρανού
Γονατιστή Παναγία κι αραχνιασμένη
Τα χωματένια πόδια μου άλλοτε
(Πολύ νέος ή και ανόητα όμορφος θα πρέπει να ήμουν)
Οι και δύο και τρεις ψυχές που δύανε
Γέμιζαν τα τζάμια ηλιοβασίλεμα.
Μ. ΠΕΜΠΤΗ, 23 β
Σωστός θεός. Όμως κι αυτός έπινε το φαρμάκι του
γουλιά γουλιά καθώς του είχε ταχθεί
εωσότου ακούστηκε η μεγάλη έκρηξη.
Χάθηκαν τα βουνά. Και τότε αλήθεια φάνηκε
πίσω από το πελώριο πηγούνι ο κύλικας
Κι αργότερα οι νεκροί μες στους ατμούς, εκτάδην.
Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 24
Σαν να μονολογώ, σωπαίνω.
Ίσως και να 'μαι σε κατάσταση βοτάνου ακόμη
φαρμακευτικού ή φιδιού μιας κρύας Παρασκευής
Ή μπορεί και ζώου από κείνα τα ιερά
με τ' αυτί το μεγάλο γεμάτο ήχους βαρείς
και θόρυβο μεταλλικό από θυμιατήρια.
Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 24 β
Αντίς για όνειρο
Πένθιμος πράος ουρανός μες στο λιβάνι
αναθρώσκουν παλαιές Μητέρες ορθές σαν κηροπήγια
τυφεκιοφόροι νεοσύλλεκτοι σε ανάπαυση
μικρά σκάμματα ορθογώνια, ραντιστήρια, νάρκισσοι.
Σαν να 'μαι λέει, ο θάνατος ο ίδιος αλλ'
ακόμη νέος αγένειος που μόλις ξεκινά
κι ακούει πρώτη φορά μέσα στο θάμβος των κεριών
το «δεύτε λάβετε τελευταίον ασπασμόν».
Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ, 25
Περαστική από τη χθεσινή αϋπνία μου
λίγο, για μια στιγμή, μου χαμογέλασε
η θεούλα με τη μωβ κορδέλα
που από παιδάκι μού κυκλοφοράει τα μυστικά
Ύστερα χάθηκε πλέοντας δεξιά
να πάει ν' αδειάσει τον κουβά με τ' απορρίμματά μου
-της ψυχής αποτσίγαρα κι αποποιηματάκια-
εκεί που βράζει ακόμη όλο παλιά νεότητα
και αγέρωχο το πέλαγος.
Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ, 25 β
Πάλι μες στην κοιλιά της θάλασσας το μαύρο εκείνο σύννεφο
που ανεβάζει κάπνες
όπως φωνές επάνω από ναυάγιο
Χαμένοι αυτοί που πιάνονται από τ' Άπιαστα
Όπως εγώ προχθές του αγίου Γεωργίου ανήμερα
που πήγα να παραβγώ μ' αλόγατα όρθια και θωρακοφόρους
και μου χύθηκε όλη, όξω απ' τη γης, η ερωτοπαθής ψυχή μου.
ΚΥΡΙΑΚΗ (ΠΑΣΧΑ), 26
Καθαρή διάφανη μέρα. Φαίνεται ο άνεμος που ακινητεί με τη μορ-
φή βουνού κει κατά τα δυτικά. Κι η θάλασσα με τα φτερά διπλωμέ-
να, πολύ χαμηλά, κάτω από το παράθυρο.
Σου 'ρχεται να πετάξεις ψηλά κι από κει να μοιράσεις δωρεάν την
ψυχή σου. Ύστερα να κατεβείς και, θαρραλέα, να καταλάβεις τη
θέση στον τάφο που σου ανήκει.
ΚΥΡΙΑΚΗ (ΠΑΣΧΑ), 26 β
Ασμάτιον
Ανεμόεσσα κόρη ενήλικη θάλασσα
πάρε το κίτρο που μου 'δωκε ο Κάλβος
δικιά σου η χρυσή μυρωδιά
Μεθαύριο θα 'ρθουν τ' άλλα πουλιά
θα 'ναι πάλι ελαφρές των βουνών οι γραμμές
μα βαριά η δική μου καρδία.
ΤΕΤΑΡΤΗ, 29
Είναι κάτι νύχτες τώρα τελευταία, που ακούω πέδιλα στις πλάκες,
θροΐσματα υφασμάτων και λέξεις άγνωστες που μοιάζουν πικρές
και δυνατές σαν αγριόχορτα: «ύρφη» «σαραγάνδα» «τίντελο» «δε-
λεάνα»... Ώσπου πια «μου την έδωσε» χθες βράδυ και στάθηκα γυ-
μνός μπρος στον καθρέφτη.
Αλήθεια, δεν έμοιαζα καθόλου. Είχα μαλλιά ριχμένα προς τα εμ-
πρός και τα χαρακτηριστικά του προσώπου σκληρά. Στο μεσαίο
μου δάχτυλο φορούσα δαχτυλίδι βαρύ, με βούλα. Και στο βάθος του
δωματίου μου έστεκαν δύο άλλοι νέοι γενειοφόροι, σοβαροί.
Κατά τα άλλα το τοπίο θύμιζε Κέρκυρα.
Έτσι αργά βουλιάζαμε όλοι μας όπως η νεότης. Ενώ από το ραδιό-
φωνο ακουγόταν, ανάμεσα σε άλλα παλιά τραγούδια, στη διαπα-
σών, η «Ραμόνα».
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 1 Μ
Η Πρωτομαγιά
Πιάνω την άνοιξη με προσοχή και την ανοίγω:
Με χτυπάει μια ζέστη αραχνοΰφαντη
ένα μπλε που μυρίζει ανάσα πεταλούδας
οι αστερισμοί της μαργαρίτας όλοι αλλά
και μαζί πολλά σερνόμενα ή πετούμενα
ζουζούνια, φίδια, σαύρες, κάμπιες και άλλα
τέρατα παρδαλά με κεραίες συρμάτινες
λέπια χρυσά λαμέ και πούλιες κόκκινες
Θα 'λεγες, έτοιμα όλα τους να παν
στο χορό των μεταμφιεσμένων του Άδη.
ΣΑΒΒΑΤΟ, 2 Μ
Πέφτοντας η ζωή μου (ένα κομμάτι ελάχιστο από τη ζωή μου) πάνω
στη ζωή των άλλων, αφήνει μια τρύπα.
Μπορεί κανείς, εφαρμόζοντας το μάτι του εκεί, να βλέπει στο δι-
ηνεκές μια σκούρα θάλασσα κι ένα κορίτσι στ' άσπρα να ίπταται
απ' αριστερά δεξιά, και να χάνεται στον αέρα.
ΚΥΡΙΑΚΗ, 3 Μ
Κάποια καταπακτή θ' άνοιξε. Πάνε κι έρχονται πλήθη αλλοφύλων
με καπέλα πολυγωνικά κι αμφιέσεις ποδήρεις.
Ξάφνου ακούγεται η φωνή μου (αλλ' εγώ δεν μιλώ): ε σεις ωραίες
μου Ρωμαίες la luce onde s' infiora vostra sustanza rimarà con voi
etternalmente sì com' ell' è ora?
Κι ύστερ' από κάμποση ώρα, σαν ηχώ, η απόκριση: tu non se' in
terra, sì come tu credi...tu non se' in terra...tu non se' in terra...
Οπόταν άρχισαν από πέρα ν' ακούγονται στροφές αλυσίδας, κι οι
αιχμές ενός μεγάλου, άγνωστου, περιστρεφόμενου Ζωδιακού να με
περισφίγγουν.
Τα βουνά, στο βάθος, πήραν σιγά σιγά να διαλύονται και ν' ανεβαί-
νουν σαν αναμνήσεις.
ΔΕΥΤΕΡΑ, 4 Μ
Δυο πόντους πάνω από το έδαφος
έβλεπες, έστεκε το σπίτι κι έλαμπε σαν διαμαντικό
Πιο χαμηλά, μια λίμνη όλο άχνες ροζ
Ύστερα το Άγνωστο από συμπαγές άκαυστο φώσφορο
και πάρα πίσω «η Χώρα» που λεν «των Λωτοφάγων».
Έχω κάνει εργάτης εδώ σ' αυτά τα μέρη
χρόνους πολλούς κι απόμεινα με καμένα τα δάχτυλα
πάνω στην ώρα που ήθελα λιγάκι ακόμη
να δω από πέρα πως ανθίζουν τα νερά
και πως ανοίγουν, σιγοπερπατώντας, την ουρά οι Παράδεισοι.
ΔΕΥΤΕΡΑ. 4 Μ β
Απαλοί κόκκινοι λόφοι ακριβώς όπως μες στη ζωή μου.
Είναι τόση η ομοιότητα, που δεν ξέρω αν είναι αληθινή κείνη η
λευκή οπτασία του νέου που περνάει, κρατώντας ένα μικρό καράβι,
τους αιθέρες και μόλις αγγίζει τις κορυφές, ή απλώς εγώ έχω τόσο
πολύ αποξενωθεί από τις συγκινήσεις, που ξαναβρίσκει ο εξωτε-
ρικός κόσμος την ισορροπία του και την ομαλή του διάταξη.
ΠΕΜΠΤΗ 7 Μ
Από το πολύ να μη σκέπτομαι τίποτα και να μη συγκινούμαι από τι-
ποτα, ξεθάρρεψε ο χρόνος και μ' απόλυσε καταμεσής του Κρητι-
κού πελάγους.
Έγινα χιλιάδων ετών και ήδη χρησιμοποιώ τη μινωική γραφή με
τόση άνεση που ο κόσμος απορεί και πιστεύει στο θαύμα.
Το ευτύχημα είναι ότι δεν καταφέρνει να με διαβάσει.
-Όλα χάνονται. Του καθενός έρχεται η ώρα.
-Όλα μένουν. Εγώ φεύγω. Εσείς να δούμε τώρα.