Σκοτεινά τοπία, παγωμένες εκτάσεις, βαριά, κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, ηθικά διλήμματα, κοινωνικά ζητήματα, απεχθή εγκλήματα, ήρωες που ακροβατούν ανάμεσα στο καλό και στο κακό, ρεαλιστικοί χαρακτήρες, απλή γλώσσα. Αυτή θα μπορούσε να είναι μια «ποιοτική» περιγραφή του σκανδιναβικού ή nordic (για να περιλαμβάνει και τις Φινλανδία και Ισλανδία) νουάρ. Η ποσοτική απεικόνιση του είδους θα έκανε λόγο για εκατοντάδες τίτλους βιβλίων και για πωλήσεις περισσότερων από 200.000.000 αντιτύπων παγκοσμίως (80.000.000 αντίτυπα είχε πουλήσει –ώς το 2015– η τριλογία «Millennium» του Στιγκ Λάρσον, 30.000.000 τα βιβλία του Τζο Νέσμπο και 40.000.000 οι περιπέτειες του Κουρτ Βαλάντερ του Χένινγκ Μάνκελ).
«Γονείς» του σκανδιναβικού νουάρ θα μπορούσαν να χαρακτηριστεί το ζεύγος Μαχ Σγιέβαλ και Περ Βαλέε, που τις δεκαετίες του 1960 και 1970 συνέγραψαν τη δεκαλογία «Η ιστορία ενός εγκλήματος», με πρωταγωνιστή τον Σουηδό αστυνομικό Μάρτιν Μπεκ, που πούλησε 10.000.000 αντίτυπα διεθνώς και μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση. Κάπως έτσι ξεκίνησε η μακρά παράδοση του είδους, που άρχισε να ταξιδεύει, περίπου σαν ένα παγόβουνο, από τον βορρά προς τα νοτιοανατολικά και τα νοτιοδυτικά. Τι είναι, όμως, αυτό που έκανε τα «βόρεια» crime θρίλερ τόσο δημοφιλή; Ζητήσαμε την απάντηση από συγγραφείς του είδους. «Κάποιοι από τους αναγνώστες μου», λέει ο Νορβηγός Γιορν Λιρ Χορστ, «γοητεύονται από αυτό που αποκαλούν “σκανδιναβική μελαγχολία”, τη σκοτεινιά του χειμώνα, τον ήλιο του μεσονυχτίου, και τις αχανείς εκτάσεις». Παραδέχεται, ωστόσο, ότι μεγάλο ρόλο στην εξάπλωση του nordic νουάρ διαδραμάτισαν πολλοί παράγοντες: συγγραφείς, κριτικοί, φαν αλλά και ένας μεγάλος μηχανισμός μάρκετινγκ εργάστηκαν μαζί για να δημιουργήσουν ένα διαρκώς αυξανόμενο ενδιαφέρον γι’ αυτού του είδους τη λογοτεχνία. Θεωρεί βέβαια ότι, για να γίνει ένα βιβλίο διεθνές φαινόμενο, χρειάζεται κάθε αναγνώστης να παθιαστεί μαζί του. «Για να συμβεί αυτό, η εμπειρία της ανάγνωσης πρέπει να είναι κάτι περισσότερο από απλή διασκέδαση. Εδώ είναι που μεγαλουργούν οι Σκανδιναβοί συγγραφείς. Τα μυθιστορήματα κατορθώνουν να μιμούνται τη ζωή με αυθεντικότητα και κομψότητα, με γλωσσική ακρίβεια και ψυχολογικό βάθος. Μπορεί να βρίθουν ειδεχθών εγκλημάτων και έντασης, ταυτόχρονα όμως περιέχουν μια λαχτάρα για έναν χαμένο παράδεισο, για το όραμα ενός κοινωνικού κράτους το οποίο απειλείται από ισχυρές νέες δυνάμεις». Ομοίως, ο Σουηδός Αρνε Νταλ επισημαίνει ότι «ξέρουν όλοι για το κράτος υγείας, τη Σοσιαλδημοκρατία, μια ιδανική, λειτουργική κοινωνία, έναν παράδεισο κατά κάποιον τρόπο ή κάτι που του μοιάζει. Και είναι πολύ ενδιαφέρον όταν βλέπουν ότι εκεί τελικά δεν είναι παράδεισος, γιατί το κράτος πρόνοιας καταρρέει και η παγκοσμιοποίηση έχει έρθει».
Μάλιν Πέρσον Τζιολίτο (Σουηδία)
«Μόλις διασαλευθεί η τάξη μπορούν να συμβούν συναρπαστικά πράγματα», λέει ο Σουηδός Γιενς Λαπίντους. «Από τη στιγμή που οι ιστορίες μυστηρίου χτίζονται στις συγκρούσεις και στις αντιθέσεις, είναι συχνά πολύ αποτελεσματικό να τοποθετεί κανείς ιστορίες φρικτών εγκλημάτων σε φαινομενικά ειδυλλιακές τοποθεσίες», υπογραμμίζει και η Σουηδή συγγραφέας Μάλιν Πέρσον Τζιολίτο.
Γλώσσα, ήρωες, περιβάλλον
Τα πιο δυνατά στοιχεία των βιβλίων, σύμφωνα με τον Γιορν Λιρ Χορστ είναι τρία: η γλώσσα, οι ήρωες και το περιβάλλον. «Η δομή των βιβλίων του είδους απαιτεί ένα απλό, ευθύ στυλ γραφής. Στα σκανδιναβικά αστυνομικά μυθιστορήματα όμως η χρήση της γλώσσας ποικίλλει και είναι λιγότερο προβλέψιμη», εξηγεί. Οσο για τους ήρωες και τις ηρωίδες, «διακρίνονται για την αποφασιστικότητά τους και την ανυπακοή στην εξουσία» τονίζει, ενώ «η ακεραιότητα και η αίσθηση δικαιοσύνης που επιδεικνύουν, σε συνδυασμό με τις ανθρώπινες αδυναμίες τους τους κάνουν ανθρώπους με τους οποίους οι αναγνώστες μπορούν να ταυτιστούν και θέλουν να τους δουν να τα καταφέρνουν».
Από τον κόσμο του Καμιλιέρι στον σκοτεινό κόσμο του Μάνκελ
Τη σημασία του περιβάλλοντος και του σκηνικού εντοπίζει ως ατού της σκανδιναβικής νουάρ λογοτεχνίας και ο συγγραφέας Στέφαν Ανχεμ: «Είναι η αντίθεση ανάμεσα στην καθαρή, ισότιμη και φιλική πρόσοψη από τη μια και στη δύσοσμη αλήθεια που κρύβεται πίσω απ’ όλα». Ο Τόμας Ενγκστρομ θεωρεί ότι η σκανδιναβική λογοτεχνία διαθέτει ωριμότητα και την παρομοιάζει με το δυνατό και υγιές σκανδιναβικό... φαγητό. Μέρος της επιτυχίας το πιστώνει στη δεξιοτεχνία των συγγραφέων: «Στη γενέτειρά μου, τη Σουηδία, οι συγγραφείς προσεγγίζουν τη δουλειά τους αργά και προσεκτικά, σαν να κατασκευάζουν μια βάρκα. Χρειάζεται χρόνος για να γράψει κανείς ένα καλό βιβλίο και, για είμαστε ειλικρινείς, για μεγάλες περιόδους του έτους, το μόνο που έχουμε είναι χρόνος. Αυτό σκληραίνει την ψυχή, ακονίζει το μυαλό και προστάζει προσοχή στη λεπτομέρεια. Ή, τουλάχιστον, ο κρύος χειμώνας και οι μικρές σκοτεινές μέρες σε κάνουν να βαριέσαι τόσο που το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να κάτσεις να γράψεις μια καλή ιστορία, για να περάσεις την ώρα σου».
Εγγενής ρεαλισμός
Η Ισλανδή Ιρσα Σιγκουρδαρντότιρ εκτιμά ότι «ο εγγενής ρεαλισμός που είναι χαρακτηριστικό της σκανδιναβικής κουλτούρας ταιριάζει καλά στο αστυνομικό είδος... Ο καταθλιπτικός, αλκοολικός αστυνομικός επίσης είναι κομμένος και ραμμένος στα μέτρα της σκανδιναβικής λογοτεχνίας, που παραδοσιακά συμπαθεί ό,τι είναι καταθλιπτικό. Τέλος, στις βόρειες χώρες μάς αρέσει να περνάμε την ώρα μας σκεπτόμενοι κοινωνικά ζητήματα. Προσθέτοντας κοινωνικά σχόλια στην πλοκή κάνει κάποιος τα μυθιστορήματα πιο ικανοποιητικά».
Φυσικά, δεν είναι όλα τα στυλ γραφής, τα θέματα και η προσέγγιση της ιστορίας ίδια. Υπάρχουν διαφορές ανάμεσα σε Σουηδούς, Νορβηγούς, Ισλανδούς, Δανούς, Φινλανδούς συγγραφείς. «Θεωρώ ότι το σουηδικό crime fiction είναι συχνά πιο πολιτικό, το δανέζικο είναι πιο σκληρό, το νορβηγικό πιο φιλοσοφημένο και το φινλανδικό πιο σκοτεινό», λέει η Σουηδή Βίβεκα Στεν. Σχετικά με το ισλανδικό, η Ιρσα Σιγκουρδαρντότιρ διακρίνει ως μόνη διαφορά από τα υπόλοιπα ότι «δεν υπάρχει οργανωμένο έγκλημα στα ισλανδικά αστυνομικά μυθιστορήματα... Ετσι στρέφονται περισσότερο προς τον ψυχολογικό παράγοντα, δηλαδή φυσιολογικοί άνθρωποι που κάνουν άσχημα πράγματα για ιδιοτελείς σκοπούς».
Τόμας Ενγκστρομ (Σουηδία)
Η Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη έχει μεταφράσει στα ελληνικά τα βιβλία του «σταρ» Τζο Νέσμπο, μπορεί λοιπόν να θεωρηθεί «συνυπεύθυνη» για τη δημοφιλία του είδους και μεταξύ των Ελλήνων αναγνωστών. «Θυμάμαι τα πρώτα διεθνή, δειλά βήματα του nordic νουάρ την εποχή του Χένινγκ Μάνκελ, γύρω στο 1998. Νομίζω ότι αυτό που είχε ενθουσιάσει τους αναγνώστες τότε ήταν η σκοτεινή ατμόσφαιρα των βιβλίων του, που βρισκόταν σε πλήρη αντίθεση με τον κόσμο του Καμιλιέρι, ας πούμε, που τότε μεσουρανούσε, ή των Αμερικανών συγγραφέων: ενώ οι πρωταγωνιστές όλων αυτών έχουν το κοινό ελάττωμα της απουσίας ορίων, ροπή στο αλκοόλ, στα ναρκωτικά, στο φαγητό, στη βία, οι βόρειοι δεν είχαν το ηθικό αυτομαστίγωμα των Αμερικανών ούτε την ανθρώπινη ζεστασιά των μεσογειακών. Τους είχαν καταπιεί, μεν, τα ελαττώματά τους, καθιστώντας τους συνεπώς συμπαθείς, αλλά ούτε απαξίωναν εαυτόν κατά τον τρόπο των Αμερικανών συναδέλφων τους, που δεν μπορούσαν να χωνέψουν το πώς κατάντησαν έτσι όπως κατάντησαν, ούτε το έριχναν έξω μια μέρα με λιακάδα για να ξεχάσουν. Αντιθέτως, είχαν αποδεχθεί πλήρως την ανθρώπινη αδυναμία τους αλλά και τη μικρότητα του ανθρώπου μπροστά στην επιβλητική φύση του βορρά. Είχαν “ρουφήξει” μέσα τους το σκοτάδι του βορρά, σα να λέμε».
Γιενς Λαπίντους (Σουηδία)
Από τα χέρια του Γρηγόρη Κονδύλη έχουν περάσει βιβλία του Αρντε Νταλ, του Τόμας Ενγστρομ, της Καμίλα Λάκμπεργκ. Η εμπειρία του λέει ότι το σκανδιναβικό νουάρ στην Ελλάδα «ξεκινάει λίγο ώς πολύ με την έκδοση της τριλογίας “Millennium” του Στιγκ Λάρσον. Η έκδοση του “Κοριτσιού με το τατουάζ” θύμιζε κάτι από σπάσιμο φράγματος». Μεταξύ των στοιχείων που συνέβαλαν στην επιτυχία του είδους συγκαταλέγει το ότι οι συγγραφείς «είναι επηρεασμένοι από τις παραδόσεις τους, τα έπη των Ισλανδών, η σάγκα, η βία και το αίμα, καθώς και ο πέπλος μυστηρίου που τυλίγει σχεδόν όλα αυτά, ενισχύουν την ένταση της γραφής τους. Αλλά και ο τρόπος με τον οποίον ανατέμνουν τον κοινωνικό, πολιτικό ιστό, η στάση απέναντι στα πολλαπλά σημερινά προβλήματα του ενός και των πολλών είναι βασικά στοιχεία της επιτυχίας του σκανδιναβικού νουάρ». Η Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη θα προσθέσει και τη «στακάτη και γρήγορη αφήγηση που προσιδιάζει με τις τηλεοπτικές σειρές που βλέπουμε όλοι με τόση μανία στις οθόνες μας. Νομίζω ότι οι βόρειοι έχουν πιάσει τον παλμό της εποχής: σκοτεινά πλοκάμια εξουσίας, πρώην ευυπόληπτοι πολίτες που αποδεικνύονται οι χειρότεροι απατεώνες, μια απαξίωση της δυνατότητας του ανθρώπου να κάνει το καλό, θρίαμβοι που δεν είναι θρίαμβοι».
Πηγή: Καθημερινή, της Μαρίας Αθανασίου