«Γιατί αρνείστε τις επισκέψεις μου;».
Του απάντησα ότι δεν πίστευα στο Θεό. Θέλησε να μάθει αν ήμουν εντελώς βέβαιος γι’ αυτό και είπα ότι θεωρούσα περιττό ν’ αναρωτηθώ: το ζήτημα αυτό μου φαινόταν χωρίς σημασία. Ανάγειρε τότε το κορμί του και στυλώθηκε στον τοίχο στον τοίχο, με τις παλάμες πάνω στους μηρούς του.
Σχεδόν σα να μιλούσε σε μένα, παρατήρησε ότι μερικές φορές πιστεύουμε πως είμαστε βέβαιοι, αλλά στην πραγματικότητα δεν είμαστε. Δεν είπα τίποτα. Με κοίταξε και με ρώτησε: «Τι λέτε γι’ αυτό;» Του απάντησα πως ήταν πιθανό. Πάντως, δεν ήμουν ίσως βέβαιος γι’ αυτό που δεν μ’ ενδιέφερε. Και ακριβώς αυτό για το οποίο μου μιλούσε δε μ’ ενδιέφερε.
Γύρισε αλλού τα μάτια και, χωρίς ν’ αλλάξει στάση, με ρώτησε αν μιλούσα έτσι από υπερβολική απελπισία. Του εξήγησα ότι δεν ήμουν απελπισμένος. Φοβόμουν μόνο, και αυτό ήταν φυσικό. «Τότε ο Θεός θα σας βοηθήσει», παρατήρησε. «Όλοι όσους γνώρισα στην περίπτωσή σου στρέφονταν προς αυτόν.»
Παραδέχτηκα πως ήταν δικαίωμά τους. Αυτό απόδειχνε επίσης ότι είχαν το χρόνο. Όσο για μένα, δεν ήθελα να με βοηθήσει και ακριβώς μου έλειπε ο χρόνο για να ενδιαφερθώ γι’ αυτό που δε μ’ ενδιέφερε.
Εκείνη τη στιγμή τα χέρια του έκαμαν μια νευρική κίνηση, αλλά σηκώθηκε κι έσιαξε τις πτυχές του ράσου του. Όταν τελείωσε, απευθύνθηκε σε μένα αποκαλώντας με «φίλε μου»: αν μου μιλούσε έτσι δεν ήταν γιατί ήμουν καταδικασμένος σε θάνατο. Κατά τη γνώμη του, ήμασταν όλοι καταδικασμένοι σε θάνατο. Αλλά τον αντίσκοψα λέγοντάς του πως δεν ήταν το ίδιο πράγμα και πως, άλλωστε, αυτό δεν μπορούσε να είναι σε καμιά περίπτωση παρηγορία.
«Βεβαίως», επιδοκίμασε. «Αλλά θα πεθάνετε αργότερα, αν δεν πεθάνετε σήμερα. Θα τεθεί τότε η ίδια ερώτηση. Πώς θα προσεγγίσετε αυτή την τρομερή δοκιμασία;»
Απάντησα ότι θα την προσέγγιζα όπως ακριβώς την προσεγγίζω αυτή τη στιγμή.
Πάνω σ’ αυτό σηκώθηκε και με κοίταξε στα μάτια. Ήταν ένα παιχνίδι που το ήξερα καλά. Το διασκέδαζα συχνά με τον Εμμανουέλ ή τον Σελέστ και, συνήθως, γύριζαν αλλού τα μάτια τους. Ο ιερέας γνώριζε κι αυτός καλά αυτό το παιχνίδι, το κατάλαβα ευθύς αμέσως: το βλέμμα του δεν έτρεμε. Και η φωνή του ούτε κι αυτή έτρεμε όταν με ρώτησε: «Δεν έχετε λοιπόν καμιά ελπίδα και ζείτε με τη σκέψη ότι θα πεθάνετε ολόκληρος;». «Ναι», απάντησα.
Τότε χαμήλωσε το κεφάλι και ξανακάθισε. Είπε πως με λυπόταν. Έκρινε πως αυτό ήταν αδύνατο να το υποφέρει ένας άνθρωπος. Εγώ ένιωσα μόνο πως είχε αρχίσει να μου γίνεται ενοχλητικός. Γύρισα με τη σειρά μου από την άλλη μεριά και πήγα να καθίσω κάτω από το φεγγίτη. Ακούμπησα τη ράχη μου στον τοίχο. Χωρίς να τον παρακολουθώ καλά, άκουσα που ξανάρχισε να με ρωτάει. Μιλούσε με φωνή ανήσυχη και βιαστική. Κατάλαβα πως ήταν συγκινημένος και τον άκουσα καλύτερα.
Μου έλεγε για τη βεβαιότητά του πως η έφεσή μου θα γινόταν δεκτή, αλλά έφερα το βάρος ενός αμαρτήματος από το οποίο έπρεπε να απαλλαγώ. Κατά τη γνώμη του, η δικαιοσύνη των ανθρώπων δεν ήταν τίποτα, ενώ η δικαιοσύνη των ανθρώπων δεν ήταν τίποτα, ενώ η δικαιοσύνη του Θεού ήταν το παν. Παρατήρησα πως αυτή ήταν που με είχε καταδικάσει πρώτη. Μου απάντησε πως γι’ αυτό δεν είχε ξεπλύνει το αμάρτημά μου. Του είπα ότι δεν ήξερα τί ήταν ένα αμάρτημα. Μού είπαν μόνο πως ήμουν ένοχος. Ήμουν ένοχος, πλήρωνα, δεν μπορούσα να μου ζητήσουν τίποτα περισσότερο. Εκείνη τη στιγμή σηκώθηκε πάλι και σκέφτηκα ότι σ’ εκείνο το στενό κελί, αν ήθελε να μετακινηθεί, δεν είχε τη δυνατότητα. Έπρεπε να κάθεται ή να σηκώνεται.
Είχα τα μάτια καρφωμένα στο έδαφος. Έκαμε ένα βήμα προς το μέρος μου και στάθηκε, σα να μην τολμούσε να προχωρήσει. Κοίταζε τον ουρανό μέσα από τα κάγκελα.
«Κάνετε λάθος, τέκνο μου», μού είπε. «Θα μπορούσε κανείς να σας ζητήσει περισσότερα. Θα σας το ζητήσει ίσως».
«Και τί λοιπόν;».
«Θα μπορούσε να σας ζητήσει να δείτε».
«Να ιδώ τί;».
Ο ιερέας κοίταξε ολόγυρά του και απάντησε με μια φωνή που ξαφνικά τη βρήκα πολύ κουρασμένη:
«Όλες τούτες οι πέτρες ιδρώνουν από πόνο, το ξέρω. Δεν τις κοίταξα ποτέ χωρίς στενοχώρια. Αλλά στο βάθος της καρδιάς ξέρω πως ακόμα και οι πιο άθλιοι από σας είδαν να βγαίνει μέσα απ’ τα σκοτάδια τους ένα θεϊκό πρόσωπο. Αυτό το πρόσωπο είναι που θα σας ζητούσα να δείτε».
Είχα λίγο φουντώσει. Είπα πως ήμουν μήνες εκεί μέσα και κοίταζα εκείνα τα ντουβάρια. Δεν υπήρχε τίποτα και κανείς στον κόσμο που να γνώριζα τόσο καλά. Ίσως, πριν από πολύ καιρό ν’ αναζητούσα κάποιο πρόσωπο. Αλλά το πρόσωπο αυτό είχε το χρώμα του ήλιου και τη φλόγα της επιθυμίας: ήταν το πρόσωπο της Μαρί. Μάταια το είχα αναζητήσει. Τώρα, τελείωσε πια κι αυτό. Και σ’ όλες τις περιπτώσεις δεν είχα δει τίποτα να αναδύεται απ’ αυτόν τον ιδρώτα της πέτρας.
Ο ιερέας με κοίταξε μ’ ένα είδος θλίψης. Ακουμπούσα τώρα εντελώς στον τοίχο και το φως κυλούσε στο μέτωπό μου. Είπε μερικές λέξεις που δεν μπόρεσα ν’ ακούσω και με ρώτησε γρήγορα αν του επέτρεπα να με φιλήσει. «Όχι», απάντησα. Έστριψε και βάδισε προς τον τοίχο πάνω στον οποίο πέρασε το χέρι του αργά: « Αγαπάτε λοιπόν τούτη τη γη σε τέτοιο βαθμό;». Δεν απάντησα.
Έμεινε για πολύ γυρισμένος προς τον τοίχο. Η παρουσία του με βάραινε και με νευρίαζε. Πήγα να του πω να φύγει, να με αφήσει, όταν ξαφνικά αναφώνησε μ’ ένα είδος έκρηξης, ξαναγυρίζοντας προς εμένα.
«Όχι, δεν μπορώ να σας πιστέψω. Είμαι βέβαιος πως θα σας έχει συμβεί να έχετε ευχηθεί μιαν άλλη ζωή».
Του απάντησα πως φυσικά μου έχει συμβεί, αλλ’ αυτό δεν έχει περισσότερη σπουδαιότητα από όσο το να ευχόταν κανείς να ήταν πλούσιος, να κολυμπάει πολύ γρήγορα ή να έχει περισσότερη σπουδαιότητα από όσο το να ευχόταν κανείς να ήταν πλούσιος, να κολυμπάει πολύ γρήγορα ή να είχε ένα πιο καλοφτιαγμένο στόμα. Ήταν το ίδιο πράγμα. Αλλά με αντίσκοψε και ζήτησε να μάθει πως έβλεπα αυτή την άλλη ζωή. Τότε του φώναξα:
«Μια ζωή όπου θα μπορούσα να θυμάμαι αυτήν εδώ»! Και αμέσως του είπα πως τον είχα δει αρκετά. Ήθελε να μου μιλήσει ακόμα για το Θεό, αλλά προχώρησα προς το μέρος του και δοκίμασα να του εξηγήσω μια τελευταία φορά ότι μου απόμενε πολύ λίγος χρόνος. Δεν ήθελα να τον χάσω με το Θεό. Θέλησε ν’ αλλάξει θέμα ρωτώντας με γιατί τον αποκαλούσα «κύριο» και όχι «πάτερ μου». Αυτό με νευρίασε και του απάντησα ότι δεν ήταν ο πατέρας μου: ήταν με τους άλλους.
«Όχι, όχι τέκνον μου, είπε, βάζοντας το χέρι του στον ώμο μου. Είμαι μαζί σας. Αλλά δεν μπορείτε να το δείτε γιατί έχετε μια καρδιά τυφλή. Θα προσευχηθώ για σας».
Τότε, δεν ξέρω γιατί, ένιωσα κάτι να σπάζει μέσα μου. Άρχισα να ξεφωνίζω μ’ όλη μου τη δύναμη, τον έβρισα και του είπα να μην προσευχηθεί. Τον άρπαξα από το γιακά του ράσου του κι άδειασα επάνω του την ξεχειλισμένη μου καρδιά με σκιρτήματα χαράς και οργής μαζί. Έδειχνε τόσο βέβαιος, έτσι δεν είναι; Ωστόσο, καμιά από τις βεβαιότητές του δεν άξιζε όσο μια τρίχα γυναίκας. Δεν ήταν καν βέβαιος ότι βρισκόταν στη ζωή, γιατί ζούσε σαν πεθαμένος.
Εγώ έδειχνα να έχω τα χέρια αδειανά. Αλλά ήμουν βέβαιος για μένα, βέβαιος για όλα, πιο βέβαιος απ’ αυτόν, βέβαιος για τη ζωή μου και για το θάνατο που επρόκειτο να έρθει. Ναι, δεν είχα παρά μονάχα αυτό. Αλλά τουλάχιστον κρατούσα αυτή την αλήθεια όσο με κρατούσε αυτή. Είχα λογική με αυτόν τον τρόπο και θα μπορούσα να είχα ζήσει με κάποιον άλλο. Είχα κάμει τούτο και δεν είχα κάμει εκείνο. Δεν είχα κάμει αυτό, ενώ είχα κάμει το άλλο.
Κι ύστερα; Ήταν εκείνη την αυγούλα που θα δικαιωνόμουν. Τίποτα, τίποτα δεν είχε σημασία κι ήξερα καλά γιατί. Κι αυτός επίσης ήξερε γιατί. Από τα βάθη του μέλλοντός μου, σ’ όλο το διάστημα αυτής της παράλογης ζωής που είχα ζήσει, μια σκοτεινή πνοή ανέβαινε προς εμένα μέσα από τα χρόνια που δεν είχαν ακόμα έρθει κι αυτή η πνοή εξίσωνε το πέρασμά της όλα όσα μου προσφέρονταν τότε στα όχι περισσότερο πραγματικά χρόνια που ζούσα.
Τί μ’ ενδιέφερε ο Θεός του, οι ζωές που διάλεγε ο ένας κι ο άλλος, η μοίρα που διάλεγαν, αφού μια μόνο μοίρα όφειλα να διαλέξω εγώ ο ίδιος και μαζί μου μυριάδες προνομιούχοι, που, όπως αυτός, λέγονταν αδελφοί μου. Καταλάβαινε λοιπόν; Όλος αυτός ο κόσμος ήταν προνομιούχος. Δεν υπήρχαν παρά μόνο προνομιούχοι. Τους άλλους θα τους καταδίκαζαν κι αυτούς μια μέρα. Κι αυτόν επίσης θα τον καταδίκαζαν. Τί σημασία έχει αν, ενώ είχε κατηγορηθεί για φόνο, θα τον εκτελούσαν επειδή δεν είχε κλάψει στην κηδεία της μητέρας του; Ο σκύλος του Σαλαμάνο ήξερε όσο και η γυναίκα του.
Η αυτόματα γυναικούλα ήταν κι αυτή ένοχη όσο και η Παριζιάνα που είχε παντρευτεί ο Μασόν, ή η Μαρί που ήθελε να την παντρευτώ. Τί σημασία είχε που ο Ραϊμόν υπήρξε φίλος μου όσο και ο Σελέστ, που άξιζε περισσότερο από κείνον; Τί σημασία είχε που η Μαρί πρόσφερε σήμερα το στόμα της σε ένα καινούργιο Μερσώ;
Καταλάβαινε λοιπόν ότι αυτός ο κατάδικος… ότι από τα βάθη του μέλλοντός μου… Πνιγόμουν φωνάζοντας όλα αυτά. Ήδη, όμως, οι φύλακες μού ξεκολλούσαν τα χέρια από τον ιερέα και με απειλούσαν. Εκείνος, ωστόσο, τους κάλμαρε και με κοίταξε μια στιγμή σιωπηλός. Τα μάτια του ήταν βουρκωμένα. Έστριψε κι εξαφανίστηκε. Όταν έφυγε, ξαναβρήκα την ηρεμία μου.
Ήμουν εξαντλημένος και ρίχτηκα στο ξυλοκρέβατό μου. Πιστεύω πως κοιμήθηκα, γιατί ξύπνησα με αστέρια στο πρόσωπο. Οι θόρυβοι της εξοχής έφταναν ως εμένα. Οι μυρουδιές της νύχτας, της γης και τ’ ουρανού μου δρόσιζαν τα μελίγκια. Η θαυμάσια γαλήνη εκείνου του καλοκαιριού που κοιμόταν έμπαινε μέσα μου σαν πλημμυρίδα. Εκείνη τη στιγμή, μέσα στη βαθιά νύχτα, ούρλιαζαν σειρήνες. Ανάγγελλαν τις αναχωρήσεις για έναν κόσμο που τώρα μου ήταν για πάντα αδιάφορος.
Για πρώτη φορά από πολύ καιρό σκέφτηκα τη μαμά. Μου φάνηκε ότι καταλάβαινα γιατί στο τέλος της ζωής της είχε βρει έναν «αρραβωνιαστικό», γιατί είχε θελήσει να ξαναρχίσει. Εκεί κάτω, κι εκεί κάτω επίσης, γύρω απ’ αυτό το άσυλο όπου έσβηναν ζωές, το βράδυ ήταν σαν μια μελαγχολική ανάπαυλα. Όντας τόσο κοντά στο θάνατο, η μαμά θα πρέπει να ένιωθε απελευθερωμένη και πανέτοιμη να ξαναζήσει.
Κανείς, μα κανείς δεν είχε το δικαίωμα να την κλάψει. Κι εγώ, το ίδιο, αισθάνθηκα πανέτοιμος να ξαναζήσω. Λες και εκείνος ο μεγάλος θυμός με είχε καθαρίσει από το κακό, με είχε αδειάσει από την ελπίδα, εκείνη τη νύχτα τη φορτωμένη με σημεία και άστρα ανοιγόμουν για πρώτη φορά στην τρυφερή αδιαφορία του κόσμου. Με το να τον νιώθω πως υπήρξα ευτυχισμένος, και πως ήμουν ακόμη. Για να τελειώσουν όλα, για να αισθάνομαι λιγότερο μόνος, το μόνο που μού έμενε ήταν να ευχηθώ να υπάρχουν πολλοί θεατές τη μέρα της εκτέλεσής μου και να με υποδεχτούν με κραυγές μίσους.
Αλμπέρ Καμύ: «Ο ξένος», Εκδόσεις Μίνωας