Τί νὰ σοῦ πῶ, φθινόπωρο, ποὺ πνέεις ἀπὸ τὰ φῶτα
τῆς πολιτείας καὶ φτάνεις ὡς τὰ νέφη τ᾿ οὐρανοῦ;
Ὕμνοι, σύμβολα, ποιητικές, ὅλα γνωστὰ ἀπὸ πρῶτα,
φυλλορροοῦν στὴν κόμη σου τὰ ψυχρὰ ἄνθη τοῦ νοῦ.
Γίγας, αὐτοκρατορικὸ φάσμα, καθὼς προβαίνεις
στὸ δρόμο τῆς πικρίας καὶ τῆς περισυλλογῆς,
ἀστέρια μὲ τὸ πρόσωπο, μὲ τῆς χρυσῆς σου χλαίνης
τὸ κράσπεδο σαρώνοντας τὰ φύλλα καταγῆς,
εἶσαι ὁ ἄγγελος τῆς φθορᾶς, ὁ κύριος τοῦ θανάτου,
ὁ ἴσκιος πού, σὲ μεγάλα βήματα· φανταστικά,
χτυπώντας ἀργὰ κάποτε στοὺς ὤμους τὰ φτερά του,
γράφει πρὸς τοὺς ὁρίζοντες ἐρωτηματικά…
Ἐνοσταλγοῦσα, ριγηλὸ φθινόπωρο, τὶς ὧρες,
τὰ δέντρα αὐτὰ τοῦ δάσους, τὴν ἔρημη προτομή.
Κι ὅπως πέφτουνε τὰ κλαδιὰ στὸ ὑγρὸ χῶμα οἱ ὀπῶρες,
ἦρθα νὰ ἐγκαταλειφθῶ στὴν ἱερή σου ὁρμή.
Κώστας Καρυωτάκης