Ο Γιώργος Σεφέρης γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου του 1900 και πέθανε στην Αθήνα στις 20 Σεπτεμβρίου του 1971.
1. Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί.
2.Σβήνοντας ένα κομμάτι από το παρελθόν είναι σαν να σβήνεις και ένα αντίστοιχο κομμάτι από το μέλλον.
3. Η Ελλάδα, η χώρα των παράλληλων μονολόγων.
4. Σ’ αυτόν τον τόπο όπου όλοι είμαστε τόσο τραγικά αυτοδίδακτοι…
5. Κι ο άνθρωπος κατάντησε πραμάτεια.
6. Ευνουχισμένοι διανοούμενοι, μικροί ανίκανοι και τυφλοί κυβερνήτες.
7. Δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη.
8. Να νοσταλγείς τον τόπο σου ζώντας στον τόπο σου, τίποτα δεν είναι πιο πικρό.
9. Κύριε, όχι μ’ αυτούς. Ας γίνει αλλιώς το θέλημά σου.
10.[Κάλβος, Σολωμός, Καβάφης] Οι τρεις μεγάλοι πεθαμένοι ποιητές μας που δεν ήξεραν ελληνικά.
11. Καταλαβαίνει κανείς πως δουλεύει καλά, όταν κάθε περιστατικό, το πιο μικρό και ασήμαντο, της καθημερινής ζωής του και της σκέψης του, έρχεται, σαν μοναχό του, και βάζει ένα πετραδάκι στο πράγμα που φτιάνει.
12.Σ’ αυτό τον κόσμο που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει να αναζητήσουμε τον άνθρωπο όπου κι αν βρίσκεται.
(από την ομιλία του κατά την απονομή του Νόμπελ)
13. Είναι δύσκολο ν’ απαλλαγεί ο κάθε άνθρωπος από τον αόρατο χορό των γερόντων που τον παρακολουθούνε σ’ όλη του τη ζωή.
14. Όπως δεν μπορείς να καταλάβεις το ψάρι, αν δεν είσαι ψάρι, ή το πουλί, αν δεν είσαι πουλί, έτσι δεν μπορείς να καταλάβεις τον μοναχό άνθρωπο, αν δεν είσαι μοναχός. Πώς να με καταλάβεις, λοιπόν, χρυσή μου;
(από την Αλληλογραφία Γιώργου και Μάρως Σεφέρη)
15. Γιατί πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα – και τι θα γινόμασταν, αν η πνοή μας λιγόστευε;
(από την ομιλία του στην απονομή του Νόμπελ)
16. Στην αρχαία τραγωδία, την οργανωμένη με τόση ακρίβεια, ο άνθρωπος που ξεπερνά το μέτρο πρέπει να τιμωρηθεί από τις Ερινύες.
(από την ομιλία στην απονομή του Νόμπελ)
17. Το σπουδαίο δεν είναι ν’ αλλάξουμε τη ζωή μας, ονειροπολώντας μιαν «άλλη», αλλά να κάνουμε να λαλήσει τούτη η ζωή, όπως μας δόθηκε, την καθημερινή, την ταπεινή, την ανθρώπινη, όπου το καθετί που μπορούσε να γυρέψουμε πρέπει να υπάρχει.