Ο Χιλιανός συγγραφέας και ποιητής Πάμπλο Νερούδα είχε γεννηθεί στις 12 Ιουλίου του 1904 και πέθανε στις 23 Σεπτεμβρίου του 1973. Ήταν σύμφωνα με τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, ο σημαντικότερος ποιητής του 20ού αιώνα....
Ακολουθούν αποσπάσματα από το έργο του... >>
"Κυρά μου πολυαγαπημένη, μεγάλη λαχτάρα πέρασα γράφοντας ετούτα τα κακώς λεγόμενα σονέτα που πολύ με πόνεσαν και μου στοίχισαν, αλλά η χαρά να στα προσφέρω είναι πιο μεγάλη κι από να λιβάδι. Όταν το πρωτοσκέφτηκα, ήξερα καλά πως στο πλάι του καθενός, από εκλεκτική στοργή και κομψότητα, οι ποιητές όλων των εποχών έβαλαν ομοιοκαταληξίες που ήχησαν σαν ασημικό, κρύσταλλο ή κανονιά. Εγώ με πολλή ταπεινοσύνη, έφτιαξα ετούτα τα σονέτα από ξύλο, τους έδωσα τον ήχο απ αυτήν την αδιάφανη και καθάρια ουσία, κι έτσι πρέπει να φτάσουν ως τα αυτιά σου. Εσύ κι εγώ περπατώντας σε δάση κι αμμουδιές, σε λίμνες χαμένες, σε στάχτινα πλάτη, μαζέψαμε κομμάτια από καθάρια ξυλεία, από τάβλες αφημένες στο πηγαινέλα του νερού και της αλλαξοκαιριάς. Από τέτοια απαλότατα απομεινάρια κατασκεύασα, με τσεκούρι, μαχαίρι, σουγιά, ετούτα τα ξυλουργήματα του έρωτα και σκάρωσα μικρά σπιτάκια των δεκατεσσάρων σανιδιών για να ζουν μέσα σ αυτά τα μάτια σου που λατρεύω και υμνώ.
Με τέτοιο ερωτικό αιτιολογικό σου παραδίνω αυτήν την κεντουρία ξύλινων σονέτων, που μπόρεσαν να σταθούν στα πόδια τους γιατί εσύ τους έδωσες ζωή."
Σονέτο 1
ΜΑΤΙΛΝΤΕ, όνομα από κρασί ή φυντάνι ή πέτρα,
απ’ ότι η γη γεννάει κι ότι κρατάει,
λέξη που στ’ άξαιμά της ξημερώνει,
που σκάει στο καλοκαίρι της των λεμονιών το φέγγος.
Στ’ όνομα αυτό ξύλινα τρέχουν πλοία
ζωσμένα από μελίσσια φωτιάς γαλάζιο σκούρο,
κι αυτά τα γράμματα είναι νερό ενός ποταμιού
που στη καμένη ξεχειλάει καρδιά μου.
Ώ ξέσκεπο όνομα κάτω από κάποιο αγιόκλημα
καθώς η πύλη μιας στοάς αγνοημένης
που με την ευωδιά συγκοινωνεί του κόσμου!
Κατάκλυσέ με, με το πύρινό σου στόμα,
ψάξε με αν θες με τα νυχτιάτικά σου μάτια,
μα άσε με στ’ όνομά σου να πλέω και να κοιμάμαι.
Σονέτο 66
ΔΕ ΣΕ ΘΕΛΩ παρά γιατί σε θέλω,
μα απ’ το θέλω στο δε σε θέλω πέφτω
κι απ’ το καρτέρα, όταν δε σε προσμένω,
περνώ απ’ το παγερό στο πυρωμένο.
Σε θέλω μόνο γιατί εσένα θέλω,
σε μισώ μα γι’ αγάπη σου προσπέφτω,
κι είν’ της αθώας αγάπης μου το μέτρο
σαν τυφλός που αγαπά να μη σε βλέπω.
Το σκληρόψυχο του Γενάρη φέγγος
την καρδιά μου θα σιγολιώσει εφέτος,
ανοίγοντάς μου στα κρυφά το στέρνο.
Μόνος στην ιστορία αυτή πεθαίνω
και πεθαίνω απ’ αγάπη αφού σε θέλω,
σε θέλω αγάπη, ως το αίμα κι ως το τέλος.
" Σ’ αγαπώ καθώς κάποιο φυτό που δεν ανθίζει,
μα που μέσα του κρύβει το λουλουδόφως όλο,
και ζει απ’ τον έρωτα σου σκοτεινό στο κορμί μου
τ’ άρωμα που σφιγμένο μ’ ανέβηκε απ’ το χώμα.
Σ’ αγαπώ μη γνωρίζοντας πως, από που και πότε,
σ’ αγαπώ στα ίσια δίχως πρόβλημα ή περηφάνια :
σ’ αγαπώ έτσι γιατί δεν ξέρω μ’ άλλον τρόπο,
παρά μ’ ετούτον όπου δεν είμαι μήτε είσαι,
που το χέρι σου πάνω μου το νιώθω σα δικό μου,
που όταν κοιμάμαι κλείνουν και τα δικά σου μάτια”.