Μην κρίνετε ένα βιβλίο από το εξώφυλλό του...

Μην κρίνετε ένα βιβλίο από το εξώφυλλό του...

 

Ένα βιβλίο. Και ένας αναγνώστης. Ένας υποψήφιος αναγνώστης.

 

Η στιγμή που παίρνει το βιβλίο στα χέρια του. Το στριφογυρίζει ταλαντευόμενος. Περιεργάζεται το εξώφυλλο. Ίσως, αν κρίνει κανείς από αυτό, να μην είναι κακό το ανάγνωσμα. Αρχίζει να το ξεφυλλίζει. Προβλέψιμο.

 

Επιμένει ο αναγνώστης. Θέλει να έχει τη χαρά πως κάνει λάθος. Πως το προσφερόμενο ανάγνωσμα που ξεδιάλεξε από το σωρό δεν είναι προβλέψιμο. Ηδονίζεται στη σκέψη πως έχει πέσει έξω αυτή τη φορά. Βαρέθηκε να έχει πάντα δίκιο και να αναγκάζεται να προσπερνά τα βιβλία με μια ματιά. Έχει αρχίσει να του δίνει στα νεύρα η αλαζονεία του που ποτέ δεν του τρίβεται στη μούρη.

 

Δυστυχώς για τον αναγνώστη, αρκεί να δει το εξώφυλλο, αρκεί να φυλλομετρήσει έστω τις πρώτες σελίδες για να επιβεβαιωθεί η άποψή του. Το παίρνει αποφασισμένος να αποκαθηλώσει την αλαζονεία του παρά τις αντίθετες ενδείξεις. Το κουβαλάει με αποφασιστικό βήμα μέχρι το ταμείο. Εύχεται να είναι καλό ή κακό το βιβλίο, αλλά πάντως το αντίθετο από αυτό που ήδη είχε καταλάβει.

 

Έπειτα, έπειτα, σκέφτεται με το βιβλίο προσεκτικά τοποθετημένο και κρυμμένο στη νάυλον σακούλα του βιβλιοπωλείου, υπάρχει και ο συγγραφέας. Μπορεί να είναι δολερός, να χρησιμοποιεί το εξώφυλλο για να πουλήσει. Όχι, όχι τέτοιους, παραείναι βαρετοί.

 

Αυτούς τους απορρίπτει χωρίς δεύτερη σκέψη, δεν πρόκειται να χαλαλίσει την ωραία του θέση στην πολυθρόνα και την όμορφη ώρα που βυθίζεται στην ανάγνωση για τέτοιες περιπτώσεις, όση διαφήμιση και αν τους έχει κάνει ο εκδοτικός οίκος. Τους άλλους συγγραφείς σκεφτόταν, καθώς περπατούσε προς τη στάση του λεωφορείου και ζύγιζε το βάρος του αθέατου βιβλίου στη σακούλα.

 

Αυτούς που πιστεύουν πως τα γραπτά τους είναι σημαντικά. Για τους ίδιους έστω. Αυτούς που μπορεί από την οπτική του αναγνώστη να είναι μικροί, προβλέψιμοι, μπερδεμένοι, ελλιπείς, αισχροί, αλλά είναι ικανοποιημένοι και συνεπείς με τον εαυτό τους.

 

Δεν αξίζουν αυτοί οι ειλικρινείς μια δεύτερη ευκαιρία, μια ευκαιρία σωτήριο πλήγμα για την αλαζονεία του αναγνώστη που βαρέθηκε επιτέλους να προβλέπει το βιβλίο από το εξώφυλλο, άντε και τις πρώτες σελίδες και να πέφτει μέσα;

 

Κόσμος πολύς τον έσπρωχνε για να μπεί στο λεωφορείο κι αυτόν και την σακούλα με το πολύτιμο βιβλίο, την ελπίδα του για ανατροπή της αλαζονικής προβλεψιμότητας. Άλλα εξώφυλλα κι αυτοί, σκεφτόταν, ποιο να πρωτοκοιτάξει κανείς. Έκανε τον κόπο και κοίταξε μερικά από τα εξώφυλλα των ανθρώπων στο λεωφορείο, λιγότερο προβλέψιμα αυτά από τα βιβλία.

 

Πρόλαβε να αντιληφθεί ότι το ίδιο τον κοιτούσαν μερικοί και από τους στριμωγμένους συνεπιβάτες. Ναι, εδώ, στο λεωφορείο γίνομαι και εγώ εξώφυλλο, περιέχω μια πορεία ζωής, το παρελθόν μου, το παρόν μου και τη δυναμική του προβλέψιμου για κάποιους, απρόβλεπτου κάποτε για μένα μέλλοντός μου, όλα γραμμένα στο εξώφυλλό μου, στη φάτσα μου, στο πρόσωπό μου, στις κινήσεις μου, στον τρόπο που κοιτάζω.

 

Οι ελάχιστοι αναγνώστες μου, με θεωρούν προβλέψιμο άραγε, κι αν ναι πόσο δίκιο έχουν από την οπτική τους;

 

«Εξαρτάται από την οπτική», πιάνει μια μισοσβυσμένη φράση από κάποιο ζωντανό βιβλίο, έναν επιβάτη στριμωγμένο όπως και ο ίδιος. Μα δεν κατάλαβε ποιον. Οιωνός, μεταφυσική, τι στο καλό, τέτοια σύμπτωση να λάβω απάντηση χωρίς να ρωτήσω φωναχτά, αναρωτήθηκε εκστασιασμένος ο αναγνώστης. Τέτοια σύμπτωση, σκέφτεται αμέσως και χαμογελά, σαν και μένα πόσοι κάνουν παρόμοιες σκέψεις.

 

Αυτό ανακούφισε λιγάκι την οδύνη του για την έπαρσή του, που όλο να τη γκρεμίσει προσπαθεί και όλο με γεμάτα τρόμο και απογοήτευση μάτια αποτύγχανε, όλο επιβεβαιωνόταν. Κρυφοκοίταξε με ελπίδα το βιβλίο που τον βάραινε πια τόση ώρα όρθιος στη σακούλα. Μπορεί και το εξώφυλλο να τον διέψευδε επιτέλους. Μπορεί να έλεγε διαβάζοντας την τελευταία γραμμή του, Μην Κρίνετε το Βιβλίο από το Εξώφυλλο. Αμήν.

 

Πλησιάζει στον προορισμό του. Αφήνει τους ανθρώπους εξώφυλλα, εξώφυλλο κι ο ίδιος, αδιαφορεί, και κατεβαίνει από το λεωφορείο. Δε βλέπει την ώρα να θρονιαστεί στην πολυθρόνα του και να αρχίσει την ανάγνωση. Την προβλέψιμη. Που ποθεί να είναι απρόβλεπτη. Για να μην λυπάται το συγγραφέα, που θεωρεί για τον εαυτό του ότι είναι απρόβλεπτος. Όπως και κάθε ειλικρινής συγγραφέας.

 

Θυμήθηκε τις φάτσες στο λεωφορείο, μια φάτσα και ο ίδιος. Πρόσωπα καλύτερα, χαμογέλασε με ανθρωπισμό για τους άλλους και τον εαυτό του. Συγγραφείς και αναγνώστες όλοι σε εναλλάξιμους ρόλους. Για να μη λυπάται τον εαυτό του που πέφτει πάντα αλαζονικά μέσα στις προβλέψεις του.

 

Βάζει τις αναπαυτικές του παντόφλες και βυθίζεται στην αναπαυτική του πολυθρόνα, μη νιώθοντας καθόλου αναπαυτικά με το προβλέψιμο βιβλίο στα χέρια που επιμένει να καταστήσει απρόβλεπτο. Αρχίζει να το διαβάζει, οι πρώτες σελίδες πρωτότυπες. Χμ, κουβαριάζεται στην πολυθρόνα του, δεν είναι πια αναπαυτική όπως πρώτα, κι όμως χαίρεται.

 

Μην ξεχνάς, μην ξεχνάς ψιθυρίζει στον εαυτό του ο αναγνώστης, ο συγγραφέας είναι αυθύπαρκτος και ευτυχής ή δυστυχής, είναι ειλικρινής, πιστεύει πως είναι μοναδικός, πως ανακαλύπτει τον τροχό, και πράγματι τον ανακαλύπτει για τον εαυτό του, σεβάσου τον, μην κλείνεις το βιβλίο, είναι συγκινητικός στην άγνοιά του, αναρριχάται σε ύψη, καταβυθίζεται σε βάθη, προχωράει με αγώνα, μην κλείσεις ακόμα το βιβλίο, μην του πεις πως είναι ό,τι δείχνει το εξώφυλλο.

 

Ο αναγνώστης συνέχισε τελικά το βιβλίο. Στο τέλος δεν μπορούσε να ξεχωρίσει αν το έκανε επειδή ήθελε να καταφέρει πλήγμα στην αλαζονεία της γνώσης του ή από λύπηση για την άγνοια του συγγραφέα. Συνέχισε και το επόμενο βράδυ, και το μεθεπόμενο. Παραλίγο να ξεχάσει τη γνώση του για το ποιόν του αναγνώσματος, γιατί είδε λίγο τον εαυτό του στη θέση του τελούντος εν αγνοία της κατάστάσής του συγγραφέα.

 

Δέχτηκε να παίξει για λίγο το παιγνίδι του. Παγιδεύτηκε σε αυτό. Διψούσε, αλλά δε σηκώθηκε από την πολυθρόνα να πιεί νερό. Ρούφαγε άπληστα τις σελίδες μέχρι που έχασε καθηλωμένος την κρίση του. Η δίψα του τον έκαιγε. Να σηκωθεί ή να γυρίσει σελίδα; Και αν στην επόμενη σελίδα επιτέλους το βιβλίο τον εκπλήξει; Κι αν αποδειχτεί ότι πράγματι δεν πρέπει να κρίνει το βιβλίο από το εξώφυλλό του;

 

Κι αν επιτέλους, σκέφτηκε με ανακούφιση, η αλαζονική μου γνώση γκρεμιστεί; Γύρισε μερικές σελίδες ακόμα ενώ είχε ήδη αρχίσει να κρυφοκοιτάζει τους κλασσικούς στη βιβλιοθήκη, που όσες φορές και να διάβαζε, πάντα θα του έλεγαν κάτι καινούριο, κάτι που δεν γνώριζε.

 

Γύρισε άλλη μια σελίδα με τεταμένη την προσμονή. Σηκώνεται από την πολυθρόνα. Κλείνει με θλίψη το βιβλίο. Ήταν και αυτό προβλέψιμο. Το ξανανοίγει πηδώντας μερικές σελίδες. Το ξανακλείνει με οργή. Όχι για τον συγγραφέα. Για τον εαυτό του. Που ηλιθιωδώς επέμενε να δίνει μια ακόμα σελίδα ευκαιρία στο προβλέψιμο ανάγνωσμα.

 

Έκανε μερικά βήματα προς το σκουπιδοντενεκέ, καθώς σκεφτόταν, τι είναι τελικά προτιμότερο, η αισχρότητα της άγνοιας του συγγραφέα ή η ηλιθιότητα της γνώσης του αναγνώστη;

 

Κοντοστάθηκε. Δε βαριέσαι, σκέφτηκε με επίγνωση της ηλιθιότητας της γνώσης του αυτή τη φορά, όσο και της αισχρότητας της άγνοιας του συγγραφέα. Όλοι εναλλάξ συγγραφείς και αναγνώστες είμαστε, όλοι. Τράβηξε προς τη βιβλιοθήκη, στα πιο ψηλά ράφια.

 

Ναι, ξανασκέφτηκε, αλλά όχι όλοι καταναλωτές συγγραφείς και αναγνώστες.

 

Καταναλωτές. Τoν κατανάλωσε το βιβλίο. Τoν χρησιμοποίησε για να αποκτήσει αναγνώστες. Εν αγνοία του, σίγουρα. Ε, και, αυτό θα το σώσει από τα σκουπίδια;

 

Καταναλωτές. Το κατανάλωσε το βιβλίο; Κι όμως προσπάθησε, μέχρι ηλιθιότητας για το αντίθετο κι ας ήξερε από το εξώφυλλο το τέλος.

 

Έξαλλος ο αναγνώστης, δεν άντεξε, γύρισε πάνω από τον κάδο στην τελευταία σελίδα. Είδε το τέλος. Ακριβώς όπως το είχε προβλέψει.

 

Χαλάρωσε. Τουλάχιστον δεν το διάβασε όλο…

 

Πηγή: logotexnikesmikrografies.blogspot.gr, Thessaloniki Arts and Culture