Στην Πάτι Σμιθ νιώθω ότι χρωστάμε πολλά. Για τη μουσική της, πρώτα απ’ όλα. Για τις συναυλίες της, στις οποίες εμφανιζόταν πάντα ακούραστη και αυθεντική. Για τα βιβλία της, τέλος. Για τις ποιητικές της συλλογές, αλλά και τα δύο αυτοβιογραφικά της βιβλία, εκ των οποίων το χρονολογικά δεύτερο, «Μ Train», κυκλοφόρησε στα Ελληνικά προ ημερών από τις εκδόσεις Κέδρος – γράφτηκε προ τριετίας. Πρόκειται για ένα άθροισμα περιστατικών και συνηθειών της ζωής της, τα οποία παρατίθενται συνειρμικά, με τη δεξιοτεχνία ενός προικισμένου πεζογράφου και όχι με την έπαρση ενός ροκ σταρ.
Έτσι μαθαίνουμε ότι κάποτε η Πάτι Σμιθ έφτασε μέχρι τη Γαλλική Γουιάνα διασχίζοντας τη ζούγκλα, για να βρει κάποια πετραδάκια που θα συγκινούσαν τον Ζαν Ζενέ – θα του τα έδινε μετά ο κοινός τους φίλος Ουίλιαμ Μπάροουζ. Μαθαίνουμε ότι πέρασε ένα βράδυ τραγουδώντας με τον ημίτρελο σκακιστή Μπόμπι Φίσερ, ότι κάθισε στην καρέκλα-έκθεμα όπου κάποτε καθόταν για να γράψει ο Ρομπέρτο Μπολάνιο, ότι επισκεπτόταν τακτικά τον τάφο της Σίλβια Πλαθ, ότι στην κουζίνα της μια εποχή είχε κορνιζαρισμένη μια φωτογραφία του Καμί, με αποτέλεσμα ο γιος της να τον περάσει για κάποιον μακρινό θείο.
Μαθαίνουμε για την εμμονή της για την τηλεοπτική σειρά «The Killing», για τα σημειωματάρια και τις φωτογραφικές της μηχανές, και για τη μεγάλη της αγάπη για τον καφέ και τα καφέ. Όταν ήταν είκοσι χρονών, ταξίδεψε μέχρι τη Βέρα Κρους στο Μεξικό για να βρει το καλύτερο χαρμάνι του κόσμου. Πολλά χρόνια αργότερα, ο ιδιοκτήτης του καφέ Ino στη Νέα Υόρκη κουβάλησε το τραπέζι και την καρέκλα όπου συνήθιζε να κάθεται η Πάτι Σμιθ μέχρι το σπίτι της, όταν, προς μεγάλη απογοήτευση της διάσημης πελάτισσάς του, αποφάσισε να κλείσει την επιχείρησή του.
Ανατρέχοντας στην αρχή
Το πρώτο αυτοβιογραφικό της εγχείρημα, «Πάτι και Ρόμπερτ» (επίσης από τις εκδόσεις Κέδρος, «Just Kids» ο πρωτότυπος τίτλος), τιμήθηκε με το Εθνικό Βραβείο των Ηνωμένων Πολιτειών το 2010 και εκτιμήθηκε ως μία από τις πλέον πολύτιμες αποτυπώσεις των τόσο συζητημένων χρόνων του τέλους της δεκαετίας του ’60 και της αρχής της δεκαετίας του ’70. Η Πάτι Σμιθ γράφει για το πώς έζησε εκείνη την περίοδο, πριν ακόμα γίνει διάσημη, παρέα με τον επίσης ανερχόμενο, τότε, φωτογράφο Ρόμπερτ Μέιπλθορπ. Οι δυο τους ήταν «απλώς παιδιά» και εξερευνούσαν την καλλιτεχνική τους προοπτική μέσα από τις τάσεις της μποέμικης Νέας Υόρκης, ανάμεσα σε θρύλους της εποχής, ποιητές και μουσικούς και κάθε λογής καλλιτέχνες που παρατηρούσαν τον κόσμο που άλλαζε και τον σημάδευαν με το έργο τους.
Αμαρτίες ενός αριστουργήματος
Προς το τέλος του «Πάτι και Ρόμπερτ» η Σμιθ περιγράφει πώς το 1975 ηχογραφεί τον πρώτο της δίσκο, τον «Horses», ο οποίος της χαρίζει αμέσως μια σπουδαία θέση στη φρέσκια πανκ σκηνή της Νέας Υόρκης – ξεκινά με το τραγούδι «Gloria» του Βαν Μόρισον, το οποίο όμως παραλλάσσει σημαντικά, προσθέτοντας ως εναρκτήριο στίχο έναν δικό της (γραμμένο χρόνια νωρίτερα σε ένα αδημοσίευτο ποίημά της), το περίφημο «Jesus died for somebody’s sins but not mine». Τον δίσκο «Horses» θα βρείτε σε όλες τις λίστες με τα κορυφαία άλμπουμ που γράφτηκαν ποτέ και παραμένει μέχρι σήμερα η σημαντικότερη στιγμή της, το αρτιότερο δημιούργημά της, ένα αμαρτωλό αριστούργημα που επιβιώνει στον χρόνο.
Ντοκιμαντέρ επετείου
Στην περιοδεία της για την επέτειο των 40 ετών του «Horses» τραβήχτηκαν πλάνα που αξιοποιήθηκαν αργότερα για τη δημιουργία του ντοκιμαντέρ «Horses: Patti Smith and her Band», που έκανε πρεμιέρα πριν από λίγες μέρες στο Tribeca Film Festival και πλέον είναι διαθέσιμο μέσω της υπηρεσίας Apple Music. Τη σκηνοθεσία ανέλαβε ο Στίβεν Σέμπρινγκ, ο οποίος πριν από ακριβώς δέκα χρόνια είχε γυρίσει ένα ακόμα ντοκιμαντέρ για την Πάτι Σμιθ, με τίτλο «Patti Smith: Dream of Life», που βραβεύτηκε στο φεστιβάλ του Sundance. Εκεί, κάποια στιγμή, η Σμιθ αναφέρει ότι η αποστολή της είναι να επικοινωνεί και να μεταδίδει στον κόσμο την ενέργειά της. Της χρωστάμε, λοιπόν, και αυτό. ■
Πηγή" Καθημερινή, του Άθου Δημουλά