Τον Νοέμβριο του 1928 η Μαρία Πολυδούρη γνωρίζεται, μέσω του κοινού τους φίλου Κώστα Παπαδάκη, με τον Κερκυραίο ποιητή Γιάννη Χονδρογιάννη.
Αφορμή για τη γνωριμία τους είναι η ποιητική συλλογή του Χονδρογιάννη Λυπημένα λουλούδια, που έχει κυκλοφορήσει το 1926 και που φτάνει τώρα, με δυο χρόνια καθυστέρηση, στα χέρια της ποιήτριας με τη μεσολάβηση πάντοτε του Παπαδάκη.
Η μικρή συντροφιά κάνει τον περίπατό της στο Ζάππειο, κατηφορίζει την Πανεπιστημίου και καταλήγει σε μια ταβέρνα της οδού Θεμιστοκλέους. Τους ενώνουν κοινές ανησυχίες και κοινά καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα: έχουν σπουδάσει στη Νομική, έχουν γαλλική παιδεία, γράφουν στίχους.
Τους ενώνει, πολύ περισσότερο, η κοινή ιδιοσυγκρασία: παρά τα είκοσι πέντε χρόνια τους, τα ποιήματά τους διατρέχει μια βαθύτατη θλίψη, μια πικρή αίσθηση απώλειας, η απειλή και συγχρόνως η επίκληση του θανάτου. Εκείνο το πρώτο βράδυ της γνωριμίας τους, ο Χονδρογιάννης υπόσχεται στην Πολυδούρη μια κριτική για τα ποιήματα που η τελευταία ετοιμάζεται να τυπώσει.
Πράγματι, ύστερα από έναν περίπου μήνα, τον Δεκέμβριο του 1928, κυκλοφορούν οι Τρίλλιες που σβήνουν και ο Χονδρογιάννης σπεύδει να τηρήσει την υπόσχεσή του: η κριτική του, που δημοσιεύεται στο περιοδικό Πνοή λίγες μόνο μέρες μετά την έκδοση του βιβλίου, είναι μία από τις πρώτες κριτικές που γράφονται για το έργο της Πολυδούρη.
Είναι σε τέτοιο βαθμό ενθουσιώδης και εγκωμιαστική, ώστε η διεύθυνση του περιοδικού νιώθει την ανάγκη να διαχωρίσει τη θέση της, διευκρινίζοντας ότι δεν απηχεί παρά τις απόψεις του συνεργάτη. «Κάποιος, αλήθεια, είπε, για κείνη την κριτική μου, πως μοιάζει μ’ ερωτικό γράμμα», παραδέχεται αργότερα ο Χονδρογιάννης στην αλληλογραφία.
Ως επακόλουθο της κριτικής, τον Ιανουάριο του 1929 ανταλλάσσονται δύο επιστολές μεταξύ της Πολυδούρη και του Χονδρογιάννη. Ο τόνος είναι θερμός, αλλά δεν υπερβαίνει τα τυπικά πλαίσια. Έπειτα, για μερικούς μήνες, τα ίχνη τους χάνονται και οι δρόμοι τους χωρίζουν.
Θα συναντηθούν ξανά στα τέλη Απριλίου και θ’ αποφασίσουν μια σύντομη εκδρομή στον Πόρο. Φαίνεται πως σ’ αυτή την εκδρομή, που πραγματοποιήθηκε το Σαββατοκύριακο 27 και 28 Απριλίου του 1929, με τη συντροφιά του αναπόφευκτου Κώστα Παπαδάκη, άναψε μεταξύ τους η πρώτη ερωτική σπίθα.
Ο Χονδρογιάννης περιγράφει γλαφυρά στο βιβλίο που έγραψε για την Πολυδούρη τις εντυπώσεις του από εκείνη την εκδρομή: «Το ότι, ένα δειλινό του Απρίλη, βρισκόμαστε τρεις άνθρωποι, δυο ονειροπαρμένοι νέοι και μια νέα ωραία γυναίκα, μόνοι κοντά στη θάλασσα, σ’ ένα νησάκι μακρυνό, μέσα σ’ ένα δωμάτιο, έφτανε για να γεμίσει την ύπαρξή μας με την ακαθόριστη εκείνη ευφροσύνη κάποιων ωρών που το βάρος του υλικού κόσμου γίνεται αλαφρότερο κι’ από ένα φτερό, διαλύεται όλο σε φως και αέρα».
Σε λίγες μέρες, με την ευκαιρία της Πρωτομαγιάς, ακολουθεί μια δεύτερη φορά εκδρομή, στην Κηφισιά αυτή τη φορά. Ωστόσο, στον συνεσταλμένο και άβουλο Γιάννη Χονδρογιάννη θα χρειαστούν ακόμη δύο μήνες μέχρι να πάρει την απόφαση να εκδηλώσει τα ερωτικά του αισθήματα στην ποιήτρια.
Έπειτα από δισταγμούς, αμφιβολίες, παλινωδίες, που αποτυπώνονται γλαφυρά στο προσωπικό του ημερολόγιο, ο Χονδρογιάννης στέλνει μια επιστολή στην Πολυδούρη, χρονολογημένη στις 24 Ιουνίου 1929, και της ορίζει ένα ερωτικό ραντεβού.
Την επίμαχη μέρα του ραντεβού, το Σάββατο 29 Ιουνίου, και λίγο πριν την καθορισμένη ώρα της συνάντησης, λαμβάνει γραπτώς τη σπαραχτική απάντηση της ποιήτριας, που τότε ήδη νοσηλευόταν στη «Σωτηρία»:
«Αγαπητέ κ. Χονδρογιάννη. Δυστυχώς δεν μπορώ να έρθω στο ραντεβού σας είμαι πολύ άρρωστη δε θα μπορούσα καν να κατεβώ απ’ το κρεββάτι μου. Βλέπετε… πρέπει να με λησμονήσετε, όπως τόσο φρόνιμα εκάματε έως τώρα. Είμαι μια αλυσσίδα από κόκκαλα, δεν πιστεύω να νομίζετε πως θα ’μουν ένα ωραίο στολίδι για την αγάπη σας! Αντίο Γιάννη – Μαρία».
Έτσι διατυπωμένη, η άρνηση της Πολυδούρη ελάχιστα απείχε από την κατάφαση. Ο Χονδρογιάννης το αντιλαμβάνεται αμέσως και επανέρχεται με δεύτερη επιστολή, χρονολογημένη την 1η Ιουλίου 1929, στην οποία θα απαντήσει έπειτα από δύο μέρες η ποιήτρια, ομολογώντας αυτή τη φορά τα αισθήματά της αλλά επιμένοντας, για προφανείς λόγους, στην άρνησή της.
Είναι η αρχή μιας ερωτικής αλληλογραφίας που θα διαρκέσει ολόκληρο εκείνο το καλοκαίρι, μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 1929, διάστημα το οποίο ο Χονδρογιάννης θα περάσει στο χωριό του, το Σωκράκι της Κέρκυρας. Μάλιστα, πριν φύγει από την Αθήνα, περνάει από τη «Σωτηρία» για ν’ αποχαιρετήσει την ποιήτρια:
«Την είχα ειδοποιήσει από την προηγούμενη πως θα πήγαινα το πρωί, γιατί το απόγευμα έφευγε το βαπόρι. Τη βρήκα ντυμένη στα ολόασπρα, στο κρεββάτι της αρρώστειάς της και η μοναχική κάμαρά της να ευωδιάζει από τ’ άνθη. Κάθησα αντικρύ της, σε μια πολυθρόνα. Σηκώθηκα από την πολυθρόνα αυτή μετά επτά ώρες. Μόλις πρόφθασα το βαπόρι που έφευγε».
Ιδωμένη από την απόσταση του χρόνου, η ερωτική αλληλογραφία μεταξύ του Χονδρογιάννη και της Πολυδούρη έχει πολλά να μαρτυρήσει, τόσο για τη φύση της σχέσης τους όσο και για τον χαρακτήρα των επιστολογράφων.
Τα γράμματα του Χονδρογιάννη είναι μακροσκελή, γεμάτα λυρικές περιγραφές της ιδιαίτερης πατρίδας του, ενώ αφθονούν οι λογοτεχνικές, ιστορικές και μυθολογικές αναφορές («εκείνη η ανούσια εγκυκλοπαίδεια», όπως ονομάζει ειρωνικά η ποιήτρια όλη αυτή την επίδειξη γνώσεων).
Αντιθέτως, τα γράμματα της Πολυδούρη είναι κατά κανόνα πιο σύντομα, νευρικά, και μαρτυρούν έξαψη και ψυχικές μεταπτώσεις, πράγμα που βεβαίως δεν είναι παράξενο αν αναλογιστούμε ότι τα γράμματα αυτά γράφονται στο κρεβάτι της «Σωτηρίας».
Οι επιστολές του Χονδρογιάννη αποπνέουν συχνά ακαδημαϊκή ψυχρότητα, οι επιστολές της Πολυδούρη είναι γεμάτες συναίσθημα και πάθος. Στις ερωτικές εξομολογήσεις του ποιητή, που διατυπώνονται με περίτεχνα λογοτεχνικά σχήματα, αντιπαρατίθεται γυμνός ο σπαραγμός της ποιήτριας:
«Γιατί με βγάλατε από τη γαλήνη μου, ήταν τόσο καλά καθώς δεν περίμενα τίποτα. Και για μένα δεν έχει μεσαίο βαθμό. Ή η γαλήνη του νεκρού, ή η αγωνία». Όσο για τον πληθυντικό, που επιμένει να χρησιμοποιούν στην αλληλογραφία τους ο Χονδρογιάννης, η Πολυδούρη είναι αμείλικτη: «Οι πληθυντικοί σου μου φαίνονται καραγκιοζιλίκια, προσποιήσεις, ψεύτικα πράμματα και μ’ αηδιάζουν».
Κατά τα άλλα, η αλληλογραφία τους έχει όλα τα στερεότυπα της ερωτικής αλληλογραφίας: αμοιβαίες εξομολογήσεις, περιγραφές ονείρων, φανταστικά ταξίδια στο Παρίσι και στη Βενετία, ερωτικούς καβγάδες που τους προκαλεί η αδιάκριτη παρουσία του κοινού φίλου (και επίδοξου αντίζηλου) Κώστα Παπαδάκη.
Υπάρχουν, ωστόσο, σημεία όπου τα πρόσωπα απογυμνώνονται από τα ψιμύθια και τότε βγαίνει στην επιφάνεια ολόκληρη η τραγική διάσταση ενός έρωτα εξ αρχής καταδικασμένου. Κάποτε είναι η κραυγή που αφήνει να ξεσπάσει ελεύθερη σε κάποιο υστερόγραφο ο Χονδρογιάννης: «Μαρία, φωνάζω για τον έρωτα, όπως κάνει ο πνιγμένος, που πιάνεται, που κρέμεται, από τα μαλλιά του».
Άλλοτε πάλι είναι ο τρόπος που δίνεται μια γυναίκα ερωτευμένη: «Δέξου την την αγάπη μου μ’ εμπιστοσύνη. Είνε αληθινή, είνε όμορφη, είνε δυνατή αφού μου γεμίζει την καρδιά μου ήλιο κ’ είμαι ένα πτώμα». Και πιο συχνά είναι το παράπονο για το όνειρο που έμεινε ανεκπλήρωτο, για τον έρωτα που έμεινε μόνο στα χαρτιά. Γιατί, φυσικά, ο έρωτάς τους έμεινε μόνο στα χαρτιά.
Οι φορές που ο Χονδρογιάννης συνάντησε την Πολυδούρη μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. «Περισσότερο κι’ από τις συναντήσεις μας με την Πολυδούρη, μας ένωσαν οι μεγάλοι, οι χαώδεις χωρισμοί», σημειώνει ο ποιητής. Και, βέβαια, η σχέση τους υπήρξε από την αρχή μέχρι το τέλος πλατωνική.
Η μόνη σωματική επαφή που μαρτυρείται από τον Χονδρογιάννη, είναι ο αποχαιρετισμός τους κατά την επίσκεψή του στη «Σωτηρία», τον Ιούλιο του 1929, «όταν, δίνοντάς της το χέρι να την αποχαιρετήσω, ύστερα από μιαν ολοήμερη παραμονή στο δωμάτιό της, με τράβηξε, καθώς είχε ανασηκωθεί στο κρεββάτι της, με τέτοια θέρμη κοντά της, σ’ ένα δόσιμο μιας βίαιης ερωτικής διάχυσης, από την οποία σχεδόν έντρομος αποσπάστηκα».
Ο Χονδρογιάννης πρόκειται να συναντήσει την Πολυδούρη για τελευταία φορά στις αρχές Μαρτίου του 1930, σε μια ιδιωτική κλινική στα Πατήσια, όπου είχε μεταφερθεί η ποιήτρια λόγω της ραγδαίας επιδείνωσης της υγείας της. Φαίνεται πως σ’ αυτό το νεκρό διάστημα, ανάμεσα στον Οκτώβριο του 1929 και στον Μάρτιο του 1930, κάτι έχει μεσολαβήσει και η σχέση τους έχει ραγίσει ανεπανόρθωτα.
Η αλληλογραφία τους διακόπτεται – πράγμα που εκ πρώτης όψεως φαντάζει λογικό, εφόσον αυτό το χρονικό διάστημα ο Χονδρογιάννης βρίσκεται στην Αθήνα. Από την άλλη όμως πλευρά, δεν μαρτυρείται πουθενά η παραμικρή προσωπική επαφή μεταξύ τους.
Μοναδική ίσως εξαίρεση αποτελούν τα γράμματα που ανταλλάσσονται τον Ιανουάριο του 1930 με την ευκαιρία της έκδοσης της δεύτερης ποιητικής συλλογής της Πολυδούρη Ηχώ στο χάος. Ωστόσο, τα γράμματα αυτά έχουν χαρακτήρα περισσότερο φιλολογικό και λιγότερο προσωπικό, ενώ ένας υπαινιγμός του Χονδρογιάννη ενισχύει την υπόθεση που διατυπώθηκε παραπάνω.
Ανάμεσα στα ενθουσιώδη λόγια με τα οποία ο Χονδρογιάννης υποδέχεται το δεύτερο βιβλίο της ποιήτριας (λόγια που θα επαναλάβει στην κριτική που θα δημοσιεύσει στο περιοδικό Ελληνική Επιθεώρησις τον Μάρτιο του 1930), υπάρχει και η ακόλουθη αποκαλυπτική φράση:
«Βλέπεις, η φτωχή αυτή καρδιά, που στη γυναίκα αντιτάσσει το παιδικό της πείσμα, στην ποιήτρια δε μπόρεσε τίποτα ν’ αντιτάξει». Πείσματα, λοιπόν, ερωτικά πείσματα. Ή μήπως δεν είναι ακριβώς έτσι;
Μια πιθανή αιτία γι’ αυτή την ξαφνική ψυχρότητα, αν και ίσως όχι η μοναδική, βρίσκεται στην έκδοση της δεύτερης ποιητικής συλλογής του Γιάννη Χονδρογιάννη, που έχει τίτλο Μυστικές Ημέρες και κυκλοφόρησε περί τα τέλη του 1929. Εκεί, ανάμεσα σε άλλα ποιήματα αφιερωμένα στην ποιήτρια, υπάρχει το παρακάτω άτιτλο οκτάστιχο, που φαίνεται ν’ αποτελεί και την αιτία της παρεξήγησης:
Ήσουν το ρόδο της αυγής κ’ ήσουν το κρίνο της εσπέρας.
Εφύσηξε κακός αγέρας και σ’ έχει ρίξει καταγής.
Ήσουν νεράκι της πηγής κ’ ήσουν λαμπρός στη φύση αιθέρας…
Τώρα τ’ ανείπωτο είσαι τέρας.
Και να πεθάνεις πόσο αργείς!
Φαίνεται πως η Πολυδούρη στο συγκεκριμένο ποίημα αναγνώρισε τον εαυτό της. Ο Χονδρογιάννης καταγράφει την εκδήλωση της πικρίας της κατά την τελευταία του επίσκεψη στην ιδιωτική κλινική όπου νοσηλευόταν: «Στο τέλος, ανέσυρε κάτου από το μαξιλάρι της το τελευταίο βιβλίο μου, τις Μυστικές Ημέρες, μου τις έδειξε και μου είπε:
“Εγώ ξαίρω, ότι εκτός από τα ποιήματα που φαίνονται πως είναι γραμμένα για μένα, υπάρχουν και άλλα πολλά, που είναι χωρίς να φαίνονται, αλλά εγώ τα ξαίρω κι αυτά” και χαμογέλασε πικρά, πετώντας το βιβλίο στο κρεββάτι της». «Ας σημειώσω εδώ», συνεχίζει ο Χονδρογιάννης, «ότι κάτι τέτοιο είχε πει και στον Κώστα και συγκεκριμένα του είχε παραπονεθεί με πικρία ότι [αυτό] το ποίημα από τις Μυστικές Ημέρες το είχα γράψει για κείνη.
Τότε διαμαρτυρήθηκα έντονα στον Κώστα και τον παρακάλεσα να της πει ότι δεν μπορούσα ποτέ να γράψω κάτι τέτοιο για τη Μαρία, και ότι το ποίημα αυτό, όπως είναι και η αλήθεια, ήταν γραμμένο για μένα τον ίδιο. Αλλά, καθώς μου είπε ο φίλος μου, η Μαρία δεν ήθελε να το πιστέψει».
Ίσως αυτή να είναι η αιτία της ψυχρότητας που αναπτύχθηκε ανάμεσα στους δύο ερωτευμένους, ίσως αυτός να είναι ο λόγος που εκείνο το βράδυ της τελευταίας τους συνάντησης δίνουν απλώς τα χέρια και χωρίζουν θεληματικά «χωρίς συγκίνηση». Ο Χονδρογιάννης δεν πρόκειται να ξαναδεί την Πολυδούρη.
Σ’ έναν περίπου μήνα η ποιήτρια θα του στείλει στους Γαργαλιάνους, όπου ο ποιητής υπηρετεί πια ως ειρηνοδίκης, τη φωτογραφία της με την αφιέρωση «για να με γνωρίσεις και όχι να με θυμάσαι» και λίγες μέρες αργότερα ο Χονδρογιάννης θα πληροφορηθεί τον θάνατό της.
Στο διάστημα που μεσολαβεί, έχει προλάβει να της στείλει δυο γράμματα σε μια ύστατη προσπάθεια ν’ αποκαταστήσει τις σχέσεις τους. Τα γράμματα αυτά δεν βρέθηκαν ποτέ. Φαίνεται πως ήταν ανάμεσα στα χαρτιά που έσκισε η ποιήτρια την παραμονή του θανάτου της ή πως καταστράφηκαν από τους κληρονόμους της.
Αυτό είναι το χρονικό ενός καταδικασμένου έρωτα, του τελευταίου έρωτα της Μαρίας Πολυδούρη. Ο Γιάννης Χονδρογιάννης, που θα πεθάνει σχεδόν εξήντα χρόνια αργότερα, δεν θα λησμονήσει ποτέ τη σχέση του με την ποιήτρια. Το 1975 θα συγκεντρώσει μάλιστα τις αναμνήσεις του και την ερωτική τους αλληλογραφία στον τόμο Η Μαρία Πολυδούρη μετά τον Καρυωτάκη.
Του Σωτήρη Τριβιζά
Πηγή: literature.gr