Ήταν λοιπόν μάταιες όλες αυτές οι νύχτες που περάσαμε στο φως του φεγγαριού δίπλα στο δέντρο του γιασεμιού που ενώθηκαν οι ψυχές μας;
Πετάξαμε ορμητικά προς τα άστρα ώσπου οι φτερούγες μας κουράστηκαν και κατεβαίνουμε τώρα στην άβυσσο;
Ή μήπως η αγάπη ήταν κοιμισμένη όταν ήρθε σε μας κι όταν ξύπνησε, θύμωσε κι αποφάσισε να μας τιμωρήσει; Ή μήπως τα πνεύματά μας μετατρέψανε την αύρα της νύχτας σε άνεμο που μας έκανε κομμάτια και μας πέταξε σαν σκόνη στο βάθος της κοιλάδας; Δεν παρακούσαμε καμία εντολή, ούτε γευτήκαμε καρπό απαγορευμένο. Τι είναι λοιπόν εκείνο που μας αναγκάζει να φύγουμε απ’ τον παράδεισο;
Ποτέ δε συνωμοτήσαμε, ούτε κάναμε στάση. Γιατί λοιπόν κατεβαίνουμε στην κόλαση; Όχι, όχι! Οι στιγμές που μας ένωσαν ήταν μεγαλύτερες κι απ’ τους αιώνες και το φως που φώτισε τα πνεύματά μας ήταν πιο δυνατό κι απ’ το σκοτάδι. Κι αν η καταιγίδα μας χωρίσει πάνω σ’ αυτόν τον ωκεανό, τα κύματα θα μας ενώσουν πάνω στη γαλήνια ακροθαλασσιά. Κι αν αυτή η ζωή μας σκοτώσει, ο θάνατος θα μας ενώσει.
Η καρδιά της γυναίκας δεν αλλάζει με τον καιρό ή τις εποχές. Ακόμα κι αν πεθάνει για πάντα, ποτέ δε θα χαθεί. Η καρδιά της γυναίκας είναι σαν ένα χωράφι που μετατρέπεται σε πεδίο μάχης. Όταν τα δέντρα ξεριζωθούν και η χλόη κατακαεί και οι βράχοι κοκκινίσουν απ΄ το αίμα και η γη φυτευτεί με κόκαλα και κρανία, είναι και πάλι ήρεμη και σιωπηλή σαν να μην έγινε τίποτα. Γιατί η άνοιξη και και το φθινόπωρο θα ξαναρθούν στην ώρα τους και θα ξαναρχίσουν τη δουλειά τους.
———–
Και τώρα, αγαπημένε μου, τι θα κάνουμε; Πώς θα χωρίσουμε και πότε θα ξανανταμώσουμε; Θα δούμε την αγάπη σαν έναν ξένο επισκέπτη που ήρθε σε μας το βράδυ και έφυγε το πρωί; Ή θα υποθέσουμε ότι η αγάπη μας ήταν ένα όνειρο που ήρθε στον ύπνο μας και έσβησε όταν ξυπνήσαμε;
———–
Θα σκεφτούμε ότι η βδομάδα αυτή ήταν μια ώρα μέθης που πρέπει τώρα να αντικατασταθεί με νηφαλιότητα; Ανασήκωσε το κεφάλι σου και άφησέ με να σε κοιτάξω, αγαπημένε μου. Άνοιξε τα χείλη σου κι άφησέ με να ακούσω τη φωνή σου. Μίλησέ μου! Θα με θυμάσαι όταν η τρικυμία θα έχει καταποντήσει το καράβι της αγάπης μας;
Θ’ ακούς το θρόισμα των φτερών μου στη σιωπή της νύχτας; Θ’ ακούς το πνεύμα μου να φτερουγίζει πάνω σου; Θ’ ακούς τους αναστεναγμούς μου; Θα βλέπεις τη σκιά μου να πλησιάζει μαζί με τις σκιές του σούρουπου και να εξαφανίζεται με το ρόδισμα της αυγής; Πες μου αγαπημένε μου,τι θα είσαι μετά από τις στιγμές που ήσουν μαγική αχτίνα για τα μάτια μου, γλυκό τραγούδι για τ’ αυτιά μου και φτερά για την ψυχή μου; Τι θα είσαι;
————
Ακούγοντας αυτά τα λόγια, η καρδιά μου έλιωσε και της απάντησα:
«Θα είμαι ό,τι θέλεις εσύ να είμαι, αγαπημένη μου».
Kahlil Gibran, τα σπασμένα φτερά