Οδυσσέας Ελύτης: Ό,τι αγαπώ, γεννιέται αδιάκοπα

Οδυσσέας Ελύτης: Ό,τι αγαπώ, γεννιέται αδιάκοπα

Από την Μαρία Σιώρη

Κι αφού πάντοτε τον έλκυαν ετούτες οι λέξεις, οι λέξεις με το έψιλον και το λάμδα, θες η Ελλάδα, η ελπίδα, είτε μία Ελένη που ήταν τότε ερωτευμένος, η ελευθερία, όλες αυτές που αρχίζουν από «ελ» – σκέφτηκα να αρχίσω αυτό το αφιέρωμα έτσι. Κι έπειτα, ήρθε το γράμμα ύψιλον, που για εκείνον ήταν το πιο ελληνικό. Κι έβαλε μετά το λάμδα, το ύψιλον. Ήρθε λοιπόν η κατάληξη, η λίγο αρχαιοπρεπής καθώς είπε, και πήρε μορφή αυτό δα το όνομα. Έμελλε να στάξει δημιουργία πάνω σε καμβά Ελλάδας, να γίνει ένας ακόμη εθνικός, έμελλε να μας πείσει ο «Ελύτης» να πάμε μαζί του, κι ας μας λιθοβολούν, κι ας μας φωνάζουν ονειροβάτες, χτίζουμε, ονειρευόμαστε και τραγουδάμε. Άλλωστε από ένα τίποτα γίνεται ο παράδεισος…

Έτσι, αναδύθηκε ο Οδυσσέας Ελύτης μέσα από τον Οδυσσέα Αλεπουδέλη. Ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, διακρίθηκε το 1960 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης και το 1979 με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Εκπρόσωπος της λεγόμενης λογοτεχνικής γενιάς του ’30, διαμόρφωσε ένα προσωπικό ποιητικό ιδίωμα και θεωρείται ένας από τους ανανεωτές της ελληνικής ποίησης. Πολλά ποιήματά του μελοποιήθηκαν, ενώ συλλογές του έχουν μεταφραστεί μέχρι σήμερα σε πολλές ξένες γλώσσες. Το έργο του περιλαμβάνει και μεταφράσεις ποιητικών και θεατρικών έργων. Υπήρξε μέλος της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Έργων Τέχνης και της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Κριτικής, αντιπρόσωπος στις Rencontres Internationales της Γενεύης και Incontro Romano della Cultura της Ρώμης.


Ο Οδυσσέας

Ο Οδυσσέας Ελύτης γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου του 1911 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Ο Βενιαμίν της οικογένειας των Παναγιώτη Αλεπουδέλη και Μαρίας Βρανά. Ο πατέρας του καταγόταν από ένα συνοικισμό της Λέσβου και είχε εγκατασταθεί στο Ηράκλειο από το 1895, όταν -σε συνεργασία με τον αδελφό του- ίδρυσε ένα εργοστάσιο σαπωνοποιίας και πυρηνελαιουργίας. Η μητέρα του καταγόταν από τον Παπάδο της Λέσβου.

Το 1914 ο πατέρας του μετέφερε τα εργοστάσιά του στον Πειραιά και η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Τα σαπούνια «Αλεπουδέλη» ήταν γνωστά σε όλο τον κόσμο, χάρη στο καθαρό ελαιόλαδο που περιείχαν και την απαλότητα που προσέφεραν.

O Οδυσσέας Ελύτης φοίτησε για επτά χρόνια στο ιδιωτικό σχολείο Δ. Ν. Μακρή, έχοντας μεταξύ άλλων δασκάλους του τον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο και τον Ιωάννη Κακριδή. Τα πρώτα καλοκαίρια της ζωής του τα πέρασε στην Κρήτη, τη Λέσβο και τις Σπέτσες.

Το Νοέμβριο του 1920, μετά την πτώση του Ελευθερίου Βενιζέλου, η οικογένειά του αντιμετώπισε διώξεις, εξαιτίας της προσήλωσής της στις βενιζελικές ιδέες, αποκορύφωμα των οποίων ήταν η σύλληψη του πατέρα του.

Το 1923 ταξίδεψε οικογενειακώς στην Ευρώπη, επισκεπτόμενος την Ιταλία, την Ελβετία, τη Γερμανία και τη Γιουγκοσλαβία.

Το φθινόπωρο του 1924 εγγράφηκε στο Γ’ Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών και εργάστηκε στο περιοδικό Η Διάπλασις των Παίδων, χρησιμοποιώντας διάφορα ψευδώνυμα. Ξόδευε όλα του τα χρήματα, αγοράζοντας βιβλία και περιοδικά, και ήταν φανερά γοητευμένος από τη λογοτεχνία. Με πηγαία φυσιολατρία ασχολήθηκε ενεργά με ορειβατικές εκδρομές στα βουνά της Αττικής, και αντιδρώντας στη διάθεσή του για διάβασμα, στράφηκε στον αθλητισμό.

Το 1925 σήμανε το θάνατο του πατέρα του. Την άνοιξη του 1927 μία υπερκόπωση και μία αδενοπάθεια τον απομάκρυναν από τις αθλητικές του δραστηριότητες για περίπου τρεις μήνες. Ακολούθησαν ελαφρά συμπτώματα νευρασθένειας και περίπου την ίδια περίοδο στράφηκε οριστικά προς τη λογοτεχνία, γεγονός που συνέπεσε με την εμφάνιση αρκετών νέων λογοτεχνικών περιοδικών, όπως η Νέα Εστία και τα Ελληνικά Γράμματα.

Το καλοκαίρι του 1928 αποφοιτά από το γυμνάσιο και έπειτα από οικογενειακές πιέσεις, αποφάσισε να σπουδάσει χημικός. Την ίδια περίοδο, ήρθε σε επαφή με το έργο του Κωνσταντίνου Καβάφη και του Ανδρέα Κάλβου, ανανεώνοντας τη γνωριμία του με τη θελκτική αρχαία λυρική ποίηση. Παράλληλα, ανακάλυψε το έργο του Πωλ Ελυάρ και των Γάλλων υπερρεαλιστών, που επέδρασαν σημαντικά στις ιδέες του για τη λογοτεχνία.


«Και η Ποίηση πάντοτε είναι μία, όπως ένας είναι ο ουρανός»

Κάτω από την επίδραση της λογοτεχνικής του στροφής, παραιτήθηκε από την πρόθεση να ασχοληθεί με τη χημεία και το 1930 εγγράφηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας. Όταν, το 1933, ιδρύθηκε στο Πανεπιστήμιο η «Ιδεοκρατική Φιλοσοφική Ομάδα», με τη συμμετοχή του Κωνσταντίνου Τσάτσου, Παναγιώτη Κανελλόπουλου, Ιωάννη Θεοδωρακόπουλου και Ιωάννη Συκουτρή, ο Ελύτης ήταν ένας από τους εκπροσώπους των φοιτητών, συμμετέχοντας μάλιστα στα «Συμπόσια του Σαββάτου» που διοργανώνονταν. Με ενθουσιασμό συνέχισε παράλληλα τις περιπλανήσεις του στην Ελλάδα, τις οποίες περιγράφει ο ίδιος.

Καβαλικεύαμε ολοένα όλα τα εμπόδια και τρώγαμε τα χιλιόμετρα με μιαν αχορταγιά που μονάχα τα είκοσί μας χρόνια και η αγάπη μας γι’ αυτή τη μικρή γη που ανακαλύπταμε, μπορούσαν να δικαιολογήσουν.

Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών, στην Κέρκυρα.

Το 1935 θα γνωρίσει τον ποιητή και ψυχαναλυτή Ανδρέα Εμπειρίκο, που θα επηρεάσει καθοριστικά την ποίησή του, όπως και τη λαϊκή ζωγραφική του Θεόφιλου, η οποία θα ασκήσει σημαντική επίδραση στον εικονιστικό προσανατολισμό της ποίησής του. Τον ίδιο χρόνο, ο φίλος και ομότεχνός του Γιώργος Σαραντάρης τον φέρνει σε επαφή με τη λογοτεχνική συντροφιά, που εξέδιδε το πρωτοποριακό περιοδικό Νέα Γράμματα. Την αποτελούσαν, μεταξύ άλλων, οι Γιώργος Σεφέρης, Γιώργος Θεοτοκάς, Γιώργος Κατσίμπαλης και Ανδρέας Καραντώνης. Εκεί, θα δημοσιευτεί το πρώτο του δόκιμο ποίημα με τίτλο Του Αιγαίου ως Οδυσσέας Ελύτης πια.

Το 1936 γνωρίζεται με τον ποητή Νίκο Γκάτσο και από τότε θα τους συνδέσει μια μακρόχρονη και στενή φιλία. Στην παρέα τους εντάσσονται οι ζωγράφοι Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας και Γιάννης Μόραλης, καθώς και ο ποιητής Νίκος Καρύδης, δημιουργός του εκδοτικού οίκου Ίκαρος, ο οποίος θα εκδώσει τα περισσότερα από τα βιβλία του Ελύτη.

Τον ίδιο χρόνο, θα διακόψει τις σπουδές του στη Νομική, και θα στρατευθεί. Θα απολυθεί ως έφεδρος αξιωματικός το 1938.


Ο κύκλος των Νέων Γραμμάτων

Όπως ο ίδιος ο Ελύτης αναγνωρίζει, το 1935 στάθηκε μια ιδιαίτερη χρονιά στην πνευματική πορεία του. Τον Ιανουάριο κυκλοφόρησε το περιοδικό Νέα Γράμματα. Το Φεβρουάριο γνώρισε τον Ανδρέα Εμπειρίκο.

Η δημοσίευση των πρώτων ποιημάτων του στα Νέα Γράμματα έγινε το Νοέμβριο του 1935 στο 11ο τεύχος του περιοδικού. Ο Ελύτης δημοσίευσε επίσης μεταφράσεις ποιημάτων του Ελυάρ και στο προλογικό του άρθρο παρουσιάζει το δημιουργό τους ως τον ποιητή που «ό,τι γράφει, φτάνει αμέσως στην καρδιά μας, μας χτυπάει κατάστηθα σαν κύμα ζωής άλλης, βγαλμένης από το άθροισμα των πιο μαγικών ονείρων μας».

Το 1936, στην «Α’ Διεθνή Υπερρεαλιστική Έκθεση των Αθηνών», ο Ελύτης παρουσίασε ζωγραφικούς πίνακες με την τεχνική της χαρτοκολλητικής, δηλαδή κολάζ. Ο Ελύτης γνωρίστηκε επίσης με τον ποιητή Νίκο Γκάτσο, που μερικά χρόνια αργότερα τύπωσε την υπερρεαλιστική Αμοργό.

Το 1937 υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών στην Κέρκυρα, αλληλογραφώντας παράλληλα με τον Νίκο Γκάτσο και τον Γιώργο Σεφέρη, που βρίσκονταν στην Κορυτσά. Λίγο μετά την απόλυσή του, τον επόμενο χρόνο, ο Μήτσος Παπανικολάου δημοσίευσε το άρθρο «Ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης» στα Νέα Γράμματα, το οποίο και συνέβαλε στην καθιέρωσή του.

Το 1939 εγκατέλειψε οριστικά τις νομικές σπουδές, και μετά από αρκετές δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε περιοδικά, τυπώθηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Προσανατολισμοί. Τον επόμενο χρόνο, μεταφράστηκαν για πρώτη φορά ποιήματά του σε ξένη γλώσσα, όταν ο Σαμουέλ Μπω Μποβύ δημοσίευσε ένα άρθρο για την ελληνική ποίηση στο ελβετικό περιοδικό Formes et Couleurs

Μαζί με τον καλό του φίλο, Ανδρέα Εμπειρίκο.

me elyti stin Andro 1955


«Tου κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει: Ελευθερία»

Με την έναρξη του πολέμου του 1940, ο Ελύτης κατατάχθηκε ως ανθυπολοχαγός στη Διοίκηση του Στρατηγείου Α’ Σώματος Στρατού. Στις 13 Δεκεμβρίου 1940 μετατέθηκε στη ζώνη πυρός και στις 26 Φεβρουαρίου του επόμενου χρόνου μεταφέρθηκε με σοβαρό κρούσμα κοιλιακού τύφου στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων. Στη διάρκεια της Κατοχής, υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη του «Κύκλου Παλαμά», που ιδρύθηκε στις 30 Μαΐου του 1943. Εκεί, την άνοιξη του 1942, παρουσίασε το δοκίμιό του «Η αληθινή φυσιογνωμία και η λυρική τόλμη του Α. Κάλβου».

Το Νοέμβριο του 1943 εκδόθηκε η συλλογή Ο Ήλιος ο Πρώτος μαζί με τις Παραλλαγές, ένας ύμνος του Ελύτη στη χαρά της ζωής και στην ομορφιά της φύσης. Στα Νέα Γράμματα που άρχισαν να επανεκδίδονται το 1944, δημοσίευσε το δοκίμιό του «Τα κορίτσια», ενώ από το 1945 ξεκίνησε η συνεργασία του με το περιοδικό Τετράδιο, μεταφράζοντας ποιήματα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, και παρουσιάζοντας σε πρώτη δημοσίευση το ποιητικό του έργο Άσμα ηρωικό και πένθιμο για το χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας. Το έργο αυτό φαίνεται να συνέγραψε το 1941 ή το 1943 και σύμφωνα με μία άποψη, το συνέθεσε για να τιμήσει τους συμπολεμιστές του στην Αλβανία, ενώ κατά άλλη, το έγραψε για τον ποιητή φίλο του, Γιώργο Σαραντάρη, ο οποίος επίσης πολέμησε στην Αλβανία και πέθανε, αφού μεταφέρθηκε βαριά άρρωστος στην Αθήνα.

Ο πόλεμος του 1940 τού έδωσε την έμπνευση και για άλλα έργα, την Καλωσύνη στις Λυκοποριές, την Αλβανιάδα και τη -χαμένη οριστικά- Βαρβαρία. Την περίοδο 1945–1946, διορίστηκε για ένα μικρό διάστημα Διευθυντής Προγράμματος στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας.


Στην Ευρώπη

Το 1948 ταξίδεψε στην Ελβετία, για να εγκατασταθεί στη συνέχεια στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας στη Σορβόννη. Στο Παρίσι υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Τέχνης, ενώ είχε επίσης την ευκαιρία να γνωριστεί με επιφανείς της εποχής.

Με τη βοήθεια του Ελληνογάλλου τεχνοκριτικού Στρατή Ελευθεριάδη, που πρώτος είχε προσέξει την αξία του έργου του συμπατριώτη του, Θεόφιλου, συνάντησε μεγάλους ζωγράφους, όπως τους Ανρί Ματίς και Πάμπλο Πικάσο.

Το καλοκαίρι του 1950 ταξίδεψε στην Ισπανία, ενώ κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Λονδίνο, από τα τέλη του 1950 μέχρι το Μάιο του 1951, συνεργάστηκε με το BBC, πραγματοποιώντας τέσσερις ραδιοφωνικές ομιλίες. Λίγο νωρίτερα, είχε ξεκινήσει τη σύνθεση του Άξιον Εστί.


Επιστροφή στην Ελλάδα

Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, το 1952 έγινε μέλος της «Ομάδας των Δώδεκα», που κάθε χρόνο απένειμε βραβεία λογοτεχνίας, από την οποία παραιτήθηκε το Μάρτιο του 1953, αλλά επανήλθε δύο χρόνια αργότερα. Το 1953 ανέλαβε και πάλι για ένα χρόνο τη Διεύθυνση Προγράμματος του ΕΙΡ, θέση από την οποία παραιτήθηκε τον επόμενο χρόνο. Στο τέλος του έτους, έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Πολιτισμού στη Βενετία και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν.

Το 1958, μετά από μία δεκαπενταετή περίπου περίοδο ποιητικής σιωπής, δημοσιεύτηκαν αποσπάσματα από το Άξιον Εστί στην Επιθεώρηση Τέχνης. Το έργο εκδόθηκε το Μάρτιο του 1960 από τις εκδόσεις Ίκαρος, αν και φέρεται τυπωμένο το Δεκέμβριο του 1959. Λίγους μήνες αργότερα, απέσπασε για το Άξιον Εστί το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Την ίδια περίοδο, εκδόθηκαν και οι Έξι και Μία Τύψεις για τον Ουρανό (εκδόσεις Ίκαρος), ενώ στη Γερμανία εκδόθηκε επιλογή ποιημάτων του με τίτλο «Korper des Sommers». Tο 1960 ήταν μια χρονιά που σημάδεψε τον Οδυσσέα Ελύτη με ένα βαρύτατο διπλό πένθος, καθώς έχασε τη μητέρα του και τον αδελφό του, Κωνσταντίνο.

Το 1961 -με κυβερνητική πρόσκληση- επισκέφτηκε τις Ηνωμένες Πολιτείες, από τα τέλη Μαρτίου έως τις αρχές Ιουνίου. Τον επόμενο χρόνο, μετά από ένα ταξίδι στη Ρώμη, επισκέφτηκε και τη Σοβιετική Ένωση, προσκεκλημένος μαζί με τον Ανδρέα Εμπειρίκο και τον Γιώργο Θεοτοκά.

Το 1964 ξεκίνησε η ηχογράφηση του μελοποιημένου Άξιον Εστί από τον Μίκη Θεοδωράκη, ενώ η συνεργασία του Ελύτη με το συνθέτη είχε ξεκινήσει ήδη από το 1961.

To 1965 του απονεμήθηκε το παράσημο του Ταξιάρχου του Φοίνικος και το επόμενο διάστημα ολοκλήρωσε τη συλλογή δοκιμίων που θα συγκροτούσαν τα Ανοιχτά Χαρτιά. Παράλληλα, πραγματοποίησε ταξίδια στη Σόφια, καλεσμένος της Ένωσης Βουλγάρων Συγγραφέων και στη Αίγυπτο. Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967 βρίσκει τον ποιητή να μεταφράζει αποσπάσματα της Σαπφούς, στη νέα του κατοικία επί της οδού Σκουφά 23. Απείχε από τη δημοσιότητα, ασχολούμενος κυρίως με τη ζωγραφική και την τεχνική του κολάζ, ενώ αρνήθηκε πρόταση να απαγγείλει ποιήματά του στο Παρίσι, εξαιτίας της δικτατορίας που επικρατούσε.

Στις 3 Μαΐου του 1969 εγκατέλειψε την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου ξεκίνησε τη συγγραφή της συλλογής Φωτόδεντρο.

Το 1971 επιστρέφει -οριστικά πλέον- στην Ελλάδα. Τον επόμενο χρόνο, αρνήθηκε να παραλάβει το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας που είχε θεσπίσει η δικτατορία. Μετά την πτώση της, διορίζεται πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ε.Ι.Ρ.Τ. και μέλος -για δεύτερη φορά- του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου (1974-1977). Κατά τα χρόνια που ακολούθησαν, συνέχισε το πολύπλευρο πνευματικό του έργο. Το 1978 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Με τον Μίκη Θεοδωράκη, συνθέτουν το θρυλικό Άξιον Εστί.

ef861040328cb121a23046aea6155592 L

Άξιον ἦν

Μία από τις κορυφαίες δημιουργίες του υπήρξε το ποίημα Το Άξιον Εστί (1959), έργο με το οποίο ο Ελύτης διεκδίκησε θέση στην εθνική λογοτεχνία, προσφέροντας ταυτόχρονα μία «συλλογική μυθολογία» και ένα «εθνικό έργο».

Δεν αρκεί να ονειροπολούμε με τους στίχους. Είναι λίγοι. Δεν αρκεί να πολιτικολογούμε. Είναι πολύ. Κατά βάθος ο υλικός κόσμος είναι απλώς ένας σωρός από υλικά. Θα εξαρτηθεί από το αν είμαστε καλοί ή κακοί αρχιτέκτονες, το τελικό αποτέλεσμα. Ο παράδεισος ή η κόλαση που θα χτίσουμε.

Το 1978 ο Ελύτης δεν ήταν ο μοναδικός Έλληνας υποψήφιος για το βραβείο Νόμπελ, καθώς προτάθηκε και ο Γιάννης Ρίτσος. Λέγεται μάλιστα, ότι η πρόθεση της σουηδικής ακαδημίας ήταν να απονείμει το Νόμπελ και στους δύο, γι’ αυτό και έστειλε στην Ελλάδα το φιλόλογο Ίνγκεμαρ Ρέντιν. Ο Ρέντιν έκανε την επίσημη πρόταση στους δύο ποιητές, που συμφώνησαν χωρίς δεύτερη σκέψη, ότι δε θα μοιραστούν το βραβείο. Αυτό δε σήμαινε ότι ήταν αντίπαλοι.

Το Νόμπελ έπρεπε να απονεμηθεί σε έναν από τους δύο και ο Σουηδός φιλόλογος λέγεται πως έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην απόφαση. Ο Ρέντιν, πριν τεθεί το «δίλημμα», είχε ήδη αρχίσει να μεταφράζει την ποίηση του Ελύτη, και συγκεκριμένα το πρώτο βιβλίο από το «Άξιον Εστί», τη «Γένεση».

Όταν επέστρεψε στη Σουηδία, έδωσε τις μεταφράσεις στα μέλη της Ακαδημίας, που χαρακτήρισαν το έργο του Ελύτη συγκλονιστικό και η πλάστιγγα έγειρε υπέρ του. Υπήρξαν αρκετοί που υποστήριξαν ότι ο Ρίτσος έχασε το Νόμπελ για πολιτικούς λόγους, επειδή ήταν μάχιμος αριστερός. Ο ίδιος ο Ρέντιν σε σχετικά πρόσφατη συνέντευξή του απάντησε κατηγορηματικά, όχι. Η γνώμη του είναι πως ο Ρίτσος είχε γράψει πολύ ωραία ποιήματα, αλλά κανένα δε φτάνει το «Άξιον Εστί».

Παρά το «κονταροχτύπημα» των δύο μεγάλων ποιητών, όταν τελικά το βραβείο κέρδισε ο Ελύτης, ο Ρίτσος δήλωσε: Η απονομή του βραβείου Νόμπελ στο μεγάλο μας Έλληνα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη δεν είναι μία τιμή προς τον Ελύτη, αλλά μία τιμή προς το ίδιο το Νόμπελ.

Φυσικά, υπήρξαν και αρκετοί επικριτές του Ελύτη, που ενδεχομένως να ήταν και απογοητευμένοι θαυμαστές του Ρίτσου, που κατέκριναν την απόφαση της σουηδικής ακαδημίας. Ο ίδιος ο Ελύτης είπε, αναφερόμενος στους επικριτές του: Αιώνες τώρα φωνάζω Ελληνικά κι ούτε που μου αποκρίνεται κανένας.

Την απονομή του Νόμπελ ακολούθησαν τιμητικές διακρίσεις εντός και εκτός Ελλάδας, μεταξύ αυτών και η απονομή φόρου τιμής σε ειδική συνεδρίαση της Βουλής των Ελλήνων.

Ακολούθησε η αναγόρευσή του σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεστημίου της Σορβόνης, η ίδρυση έδρας νεοελληνικών σπουδών με τίτλο «Έδρα Ελύτη» στο Πανεπιστήμιο Ρούτγκερς του Νιου Τζέρσεϊ, καθώς και η απονομή του αργυρού μεταλλίου Benson από τη Βασιλική Φιλολογική Εταιρεία του Λονδίνου.


«Πριν απ’ τον Έρωτα έρωτας»

Με τη σύντροφο της ζωής του, Ιουλίτα Ηλιοπούλου.

Ioulitailiopoulou4 h 645 450

Ο Ελύτης δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως πολιτικός ποιητής. Σπανιότατα εξέφραζε ορισμένες πολιτικές αλληγορίες μέσα από τα ποιήματά του. Συνήθως απείχε από την πολιτική, τα κόμματα και τις ιδεολογίες. Στα ποιήματά του εκφράζονται κυρίως η αγάπη για τον Ελληνισμό και την ορθόδοξη παράδοση.

Ο Ελύτης φρόντιζε αυστηρά, η προσωπική του ζωή να βρίσκεται μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Όταν πέθανε, ο μόνος αδελφός του εν ζωή ήταν ο Ευάγγελος Αλεπουδέλης. Ο ίδιος ο ποιητής είχε μεγάλη αδυναμία στην ανηψιά του, Μυρσίνη Αλεπουδέλη-Λεωνιδοπούλου, η οποία έφερε το όνομα μιας πρόωρα χαμένης αδελφής του, η οποία πέθανε το 1918, σε ηλικία 20 ετών, από την επιδημία της ισπανικής γρίπης.

Τελευταία σύντροφος της ζωής του ήταν η ποιήτρια Ιουλίτα Ηλιοπούλου, η οποία έζησε κοντά στον ποιητή τα τελευταία δεκατρία χρόνια της ζωής του, και είναι η γυναίκα, την οποία εκείνος όρισε κληρονόµο του.

Η ίδια σε συνέντευξη τον Οκτώβριο του 2011 ανέφερε για τον ποιητή και σύντροφό της:

Τυπική ηµέρα δεν υπήρχε. Αναζητούσε τη συνέχεια ενός στίχου για πολύ καιρό, µπορεί για δεκαετίες ολόκληρες – δεν ήταν από τους ποιητές που ολοκλήρωναν ένα ποίηµα µέσα σε ένα εύλογο διάστηµα µιας ηµέρας ή µιας εβδοµάδας. Υπήρχαν περίοδοι που δούλευε παράλληλα κείµενα ή συλλογές. Όταν έγραφε, σταµατούσε να διαβάζει και να ζωγραφίζει και αφοσιωνόταν σε αυτό που δούλευε. ∆εν του άρεσε ένα κείµενο που ο ίδιος θεωρούσε ανολοκλήρωτο να παραµένει. Είχε την τόλµη και κατέστρεφε έργα ηµιτελή, εικαστικά, τα πάντα. Με την κυκλοφορία µας ποιητικής συλλογής απαλλασσόταν από χειρόγραφα και δακτυλόγραφα που σχετίζονταν µε αυτήν, παρέχοντας στον εαυτό του την ελευθερία να δει καθαρά το επόµενο βήµα. Σαφώς, έγραφε πολύ περισσότερο το βράδυ παρά το πρωί. Όσο και αν στην ποίησή του ένας ουσιαστικός φυσικός και µεταφυσικός άξονας είναι το φως, στη δουλειά του προτιµούσε την ησυχία της νύχτας. Εγώ είχα τη χαρά να βλέπω έναν άνθρωπο καθαρό και απόλυτο στις αρχές του, με μια ευθύτητα και τιμιότητα απέναντι στον εαυτό του και τους άλλους, που σήμερα σπανίζουν δραματικά. Και πάντως, ακόμα και μετά το Νόμπελ, δεν έπαψε να ζει σε ένα διαμέρισμα 45 τ.μ., το οποίο νοίκιαζε! Η πιο τρυφερή ανάμνησή του ήταν, όπως μου έλεγε, ήταν που επισκέφθηκε ένα σχολείο στη Βάρκιζα, και τα παιδιά του φώναξαν Γειά σου Οδυσσέα!


Ο ποιητής του Αιγαίου

50122 elytis nobel

Κατά την παραλαβή του Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Ο Οδυσσέας Ελύτης αποτέλεσε έναν από τους τελευταίους εκπροσώπους της λογοτεχνικής γενιάς του ’30, ένα από τα χαρακτηριστικά της οποίας υπήρξε το ιδεολογικό δίλημμα ανάμεσα στην ελληνική παράδοση και τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό. Ο ίδιος ο Ελύτης χαρακτήριζε τη δική του θέση στη γενιά αυτή ως παράξενη, σημειώνοντας χαρακτηριστικά: «Από το ένα μέρος ήμουνα ο στερνός μιας γενιάς, που έσκυβε στις πηγές μιας ελληνικότητας, κι απ’ την άλλη ήμουν ο πρώτος μιας άλλης που δέχονταν τις επαναστατικές θεωρίες ενός μοντέρνου κινήματος».

Το έργο του έχει επανειλημμένα συνδεθεί με το κίνημα του υπερρεαλισμού, αν και ο Ελύτης διαφοροποιήθηκε νωρίς από τον «ορθόδοξο» υπερρεαλισμό που ακολούθησαν σύγχρονοί του ποιητές, όπως ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο Νίκος Εγγονόπουλος ή ο Νικόλαος Κάλας. Επηρεάστηκε από τον υπερρεαλισμό και δανείστηκε στοιχεία του, τα οποία ωστόσο αναμόρφωσε σύμφωνα με το προσωπικό του ποιητικό όραμα, άρρηκτα συνδεδεμένο με το λυρικό στοιχείο και την ελληνική λαϊκή παράδοση.

Η μεταγενέστερη πορεία του Ελύτη υπήρξε πιο ενδοστρεφής, επιστρέφοντας στον αισθησιασμό της πρώιμης περιόδου του, και σε αυτό που ο ίδιος ο Ελύτης αποκαλούσε ως έκφραση μιας «μεταφυσικής του φωτός»: «Έτσι το φως, που είναι η αρχή και το τέλος κάθε αποκαλυπτικού φαινομένου, δηλώνεται με την επίτευξη μιας ολοένα πιο μεγάλης ορατότητας, μιας τελικής διαφάνειας μέσα στο ποίημα που επιτρέπει να βλέπεις ταυτοχρόνως μέσα απ’ την ύλη και μέσα από τη ψυχή».

Ιδιόμορφο, αλλά και ένα από τα σημαντικότερα έργα του Ελύτη, μπορεί να χαρακτηριστεί το σκηνικό ποίημα Μαρία Νεφέλη (1978), στο οποίο χρησιμοποιεί — για πρώτη φορά στην ποίησή του — την τεχνική του κολάζ.

Πέρα από το ποιητικό του έργο, ο Ελύτης άφησε σημαντικά δοκίμια, συγκεντρωμένα στους τόμους Ανοιχτά Χαρτιά (1974) και Εν Λευκώ (1992), καθώς και αξιόλογες μεταφράσεις Ευρωπαίων ποιητών και θεατρικών συγγραφέων.

Ο ποιητής του Αιγαίου απεβίωσε στις 18 Μαρτίου του 1996 από ανακοπή καρδιάς στην Αθήνα.

Σουρεάλ και φυσιολάτρης, δε θα βρω λόγια να περιγράψω έναν άξιο χειριστή της γλώσσας, με προηγμένη αισθητική, εκείνον που σμίλευσε τη χώρα τούτη, τους ανθρώπους της και τα εδάφη της, τα πάθη της και την αλμύρα της, της θάλασσας και των δακρύων της στο αλφάβητο. Γι’ αυτό καλύτερα να τον μάθει κανείς από το έργο του και από τα λόγια που συνταίριαξε ο ίδιος. Εξύψωσε την απεραντοσύνη του γαλάζιου της Ελλάδας και της λατρείας του έρωτα. Θα μιλώ στα νερά, και ναι θα κλαίω, και κάθε φορά θα σκέφτομαι εκείνη τη γεύση τρικυμίας…

Στίχοι από το Μονόγραμμα.


Ακολουθεί ένα σύντομο βίντεο με τον ίδιο τον ποιητή να διαβάζει απόσπασμα από το Άξιον Εστί.

via: maxmag.gr