Ιάκωβος Καμπανέλλης (2 Δεκεμβρίου 1921-29 Μαρτίου 2011): θεατρικός συγγραφέας και ποιητής από τη Νάξο.
Τι ωραία που είν’ η αγάπη μου
με το καθημερνό της φόρεμα
κι ένα χτενάκι στα μαλλιά.
Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία.
Κοπέλες του Άουσβιτς,
του Νταχάου κοπέλες,
μην είδατε την αγάπη μου;
Την είδαμε σε μακρινό ταξίδι,
δεν είχε πια το φόρεμά της
ούτε χτενάκι στα μαλλιά.
Τι ωραία που είν’ η αγάπη μου,
η χαϊδεμένη από τη μάνα της
και τ’ αδελφού της τα φιλιά.
Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία.
Κοπέλες του Μαουτχάουζεν,
κοπέλες του Μπέλσεν,
μην είδατε την αγάπη μου;
Την είδαμε στην παγερή πλατεία
μ’ ένα αριθμό στο άσπρο της το χέρι,
με κίτρινο άστρο στην καρδιά.
Τι ωραία που είν’ η αγάπη μου,
η χαϊδεμένη από τη μάνα της
και τ’ αδελφού της τα φιλιά.
Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία.
Η Ειρήνη Παππά απαγγέλλει από το Άσμα Ασμάτων του Σολομώντα, 4ος αιώνας, π.Χ. Η μετάφραση και ποιητική απόδοση ανήκει στον Λευτέρη Παπαδόπουλο και η μουσική στον Βαγγέλη Παπαθανασίου (δίσκος "Ραψωδίες", 1986).
Ὄμορφη ποὺ εἶσαι, ἀγάπη μου! Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι!
Γλυκειὰ σὰν τοῦ περιστεριοῦ καὶ τρυφερὴ ἡ ματιά σου·
καμιὰ ἀπὸ τὶς ὄμορφες δὲν παραβγαίνει μπρός σου.
Ἐσὺ ‘σαι κρινολούλουδο καὶ κεῖνες εἶναι ἀγκάθια,
ἴδια μὲ κόκκινη κλωστὴ τὰ κόκκινά σου χείλη.
Σὰ ρόδι ποὺ τὸ κόψανε στὴ μέση πίσω ἀπ᾿ τὸ πέπλο σου
μοῦ φαντάζει τὸ ροδομάγουλό σου.
Τὰ δυό σου στήθια μοιάζουνε δίδυμα ζαρκάδια,
ποὺ νὰ βοσκήσουν βγήκανε μὲς στ᾿ ἀνθισμένα κρίνα.
Φίλα με, μὲ ὅλα τὰ φιλιὰ ποὺ ἔχεις μὲς στὸ στόμα.
Μέθα με στῆς ἀγκάλης σου τὸ πιὸ γλυκὸ κρασί.
Καὶ τ᾿ ὄνομά σου, ἄρωμα, μύρο χυμένο κάτω.
Ὅλων τῶν μύρων τ᾿ ἄρωμα, κι ἡ εὐωδιὰ ἐσύ ‘σαι.
Ναί, πιὸ πολὺ κι ἀπ᾿ τὸ κρασὶ μεθῶ ὅταν μ᾿ ἀγγίζεις.
Νὰ σ᾿ ἀγαπᾶνε, ἄντρα μου, αὐτὸ μονάχα ἀξίζεις.
Ὄμορφη κι ἀψεγάδιαστη, εἶσαι ἀγαπημένη.
Μοῦ ῾χεις κλέψει τὴν καρδιὰ ἀγάπη μου, ἀδελφή μου.
Μ᾿ ἕνα σου βλέμμα μοναχά, μιὰ χάντρα στὸ λαιμό σου.
Μέλι κερήθρας στάζουνε τὰ δυὸ γλυκά σου χείλη.
Μέλι καὶ γάλα ἀργοκυλοῦν στὴ γλώσσα σου ἀπὸ κάτω.
Κῆπος κλειστός, ὁλάνθιστος εἶσαι ἀγαπημένη.
Πηγὴ μὲ γάργαρο νερό, παράδεισος ἀπὸ δροσιὲς τὸ κάθε σου αὐλάκι.
Κανέλα, μοσχοκάλαμο κι ὁ νάρδος μὲ τὸν κρόκο
καὶ ρίζες τοῦ Λιβάνου ἀρωματικὲς καὶ σμύρνα κι ἀλόη
κι ὅποιο μύρο πεῖς σὲ σένα εὐωδιάζουν.
Σήκω, βοριά, ἔλα, νοτιά, φυσῆξτε τὰ κλωνιά μου,
νὰ ξεχυθοῦν νὰ σκορπιστοῦν παντοῦ οἱ εὐωδιές μου.
Σήκω, βοριά, ἔλα νοτιά, φυσῆξτε τὰ κλωνιά μου,
νὰ ξεχυθοῦν νὰ σκορπιστοῦν παντοῦ τ᾿ ἀρώματά μου.
Κι ἂς κατέβει ὁ ἄνδρας μου στὸν κῆπο πού ῾ν᾿ δικός του,
γιὰ νὰ γευτεῖ ὅποιον καρπὸ ἀπ᾿ τὰ κλαδιά μου θέλει.