«Αν είμαι διατεθειμένος να πληρώσω το τίμημα, μπορώ» - Χόρχε Μπουκάι

«Αν είμαι διατεθειμένος να πληρώσω το τίμημα, μπορώ» - Χόρχε Μπουκάι

Ένας άνθρωπος προχωράει απελπισμένος στην έρημο. Μόλις έχει πιει την τελευταία σταγόνα νερό από το παγούρι του. Ο ήλιος που καίει πάνω από το κεφάλι του και οι γύπες που τον περιτριγυρίζουν, προμηνύουν το επικείμενο τέλος του.

«Νερό!» φωνάζει. «Νερό! Λίγο νερό!»

Βλέπει από δεξιά να έρχεται προς το μέρος του ένας βεδουίνος πάνω σε μια καμήλα.

«Δόξα τω Θεώ!» λέει. «Νερό σε παρακαλώ… νερό!»

«Δεν μπορώ να σου δώσω νερό» του λέει ο βεδουίνος. «Είμαι έμπορος, και το νερό είναι απαραίτητο για να ταξιδεύει κανείς στην έρημο».

«Πούλησε μου λίγο νερό» τον εκλιπαρεί εκείνος. «Θα σε πληρώσω…»

«Αδύνατον ‘εφέντη’. Δεν πουλάω νερό, πουλάω γραβάτες.»

«Γραβάτες;;;»

«Ναι, κοίτα τι ωραίες γραβάτες… Αυτές εδώ είναι ιταλικές και είναι προσφορά, οι τρεις δέκα δολάρια… Κι αυτές εδώ, από ινδικό μετάξι, αθάνατες… Κι αυτές εδώ…»

«Όχι… όχι… Δεν θέλω γραβάτες, νερό θέλω… Φύγε! Φύγεεε!»

Ο έμπορος συνεχίζει τον δρόμο του, και ο διψασμένος εξερευνητής προχωράει σταθερά μέσα από την έρημο. Σκαρφαλώνει σε έναν αμμόλοφο και βλέπει να έρχεται από αριστερά άλλο έμπορος. Οπότε, τρέχει προς το μέρος του και λέει:

«Πούλησε μου λίγο νερό, σε παρακαλώ…»

«Νερό δεν γίνεται» του απαντάει ο έμπορος, «έχω όμως να σου προσφέρω τις καλύτερες γραβάτες της Αραβίας…»

«Γραβάτες!!! Δεν θέλω γραβάτες! Θέλω νερό!» φωνάζει ο άνθρωπος απελπισμένος.

«Έχουμε προσφορά» επιμένει ο άλλος. «Αγοράζοντας δέκα γραβάτες, παίρνεις ακόμα μία δωρεάν…»

«Δεν θέλω γραβάτες!!!»

«Μπορείς να πληρώσεις σε τρεις άτοκες δόσεις και με πιστωτική κάρτα. Έχεις πιστωτική κάρτα;»

Φωνάζοντας έξαλλος, ο διψασμένος συνεχίζει το δρόμο του προς το πουθενά. Λίγες ώρες αργότερα κι ενώ σέρνεται πια, ο ταξιδιώτης σκαρφαλώνει σε έναν ψηλό αμμόλοφο κι από ‘κει ατενίζει τον ορίζοντα. Δεν μπορεί να πιστέψει αυτό που βλέπουν τα μάτια του. Μπροστά, στα χίλια μέτρα, βλέπει καθαρά μια όαση. Μερικούς φοίνικες και μια απίστευτη βλάστηση γύρω από τη γαλάζια αντανάκλαση του νερού. Ο άνδρας τρέχει προς τα εκεί φοβούμενος μήπως είναι οφθαλμαπάτη. Δεν είναι όμως, η όαση είναι αληθινή...Το μέρος φυλάσσεται. Το προστατεύει ένας φράκτης με μία μόνο είσοδο που τη φυλάει ένας φρουρός...

«Σας παρακαλώ, αφήστε με να περάσω. Χρειάζομαι νερό… νερό. Σας παρακαλώ…»

«Αδύνατον κύριε. Απαγορεύεται αυστηρά η είσοδος χωρίς γραβάτα.»