Από την Marina Papageorgiou
Έχεις τα post-reading blues. Διάβασες τις τελευταίες γραμμές του βιβλίου που κατοικούσες ως χθες, προσπαθώντας να συγκρατήσεις το ρυθμό σου για να μην σου γλιστρήσουν βιαστικά (το κάνουν αυτό οι τελευταίες γραμμές αν δεν κόψεις ταχύτητα). Είναι αυτό το «ρελαντί»· που πρέπει να συγκεντρωθείς λίγο περισσότερο για να το πετύχεις και να κλείσεις μια ανάγνωση όπως της αξίζει.
Έμεινες για μια στιγμή στο κενό κι ένιωσες πάλι τη λύπη, πως έχασες δυο-τρεις-τέσσερις φίλους και ξεσπιτώθηκες από τους χώρους και τα δωμάτια, εκεί που σε άφηναν τόσο καιρό να κάθεσαι στην άκρη και να κοιτάς.
Και μετά, είπες «πρέπει να αλλάξω σπίτι, να νοικιάσω σε άλλη οικογένεια, σε μια που να μην μοιάζει μαζί τους. Ας πούμε, να μην μείνω σε ισπανόφωνους κι ας αλλάξω και εποχή, ας πάω σε Έλληνες σημερινούς ..ή σε σπίτι βικτωριανό αυτή τη φορά, σε ένα από αυτά με τις μεγάλες βιβλιοθήκες, ή σε κάτι τελείως διαφορετικό, ας είναι και έξω, στο γαλαξία.» Για να γυρίσεις τελείως σελίδα, για να αντικαταστήσεις τη συντροφιά, τα πρόσωπα και τους τόπους. Να βρεις κι άλλα, κι άλλους. Όχι αμέσως, σε λίγες μέρες ίσως, μην τους γυρίσεις και την πλάτη, κατοικούν ακόμη γύρω σου.
Αν δεν είσαι σίγουρος προς τα πού πηγαίνεις, βάλε μια καρέκλα μπροστά στη βιβλιοθήκη, κοίταξε τις ράχες των βιβλίων και ρώτησε (λίγο κοφτά, δικαιολογείται η δυσπιστία έως ότου σε κατακτήσουν οι επόμενοι): «ποιος έχει σειρά;»