Κριτική της νέας ταινίας της Debra Granik «Leave No Trace»

Κριτική της νέας ταινίας της Debra Granik «Leave No Trace»

Από τον Κωστή Δ. Μπίτσιο

«Leave No Trace»
7/10

Στο Leave No Trace η Granik ξαναδουλεύει με την μόνιμη συνεργάτιδά της Anne Rosellini (Winter’s Bone, 2010). Βασισμένες στο βιβλίο My Abandonment (2009) του Peter Rock (1967), αφηγούνται μια σημερινή αμερικανική ιστορία, που δυσκολεύεσαι να χωνέψεις ότι συμβαίνει: Πολίτες των σύγχρονων ΗΠΑ επιλέγουν να εγκαταλείψουν την κοινωνία και να ζήσουν ως κατασκηνωτές στα μεγάλα πάρκα της χώρας τους. Η κεντρική σχέση του σεναρίου αφορά σε έναν πατέρα και στην ανήλικη κόρη του. Η αγάπη πατρός-κόρης μελετήθηκε πρόσφατα και στο θρίλερ Searching https://www.apotis4stis5.com/film-tv/filmtv/33966-aneesh-chaganty-searching (7/10). Περισσότερο ξεσπιτωμένοι και λιγότερο άστεγοι, ο Will (Ben Foster) και η κόρη του Tom (Thomasin Harcourt McKenzie) βρίσκουν καταφύγιο σε καταπράσινη περιοχή του Πόρτλαντ της Πολιτείας του Όρεγκον. Κάποια στιγμή οι αστυνομικές αρχές της πόλης ανακαλύπτουν τον άτυπο καταυλισμό και μέσω οργανωμένων δομών τοποθετούν την μονογονεϊκή οικογένεια σε μία φάρμα, που προσφέρει στέγη και δουλειά στους κατατρεγμένους ήρωες. Σύντομα όμως οι διαφορετικές ανάγκες του Will και της Tom θα συγκρουστούν.

Όπως η σκηνοθέτις ανέδειξε το 2010 το ταλέντο της 20χρονης Jennifer Lawrence, με την τρίτη μεγάλου μήκους ταινία της συστήνει φέτος στο ευρύ κοινό την 18χρονη Νεοζηλανδή ηθοποιό Thomasin McKenzie. Μέλος καλλιτεχνικής οικογένειας (με την μητέρα της Miranda Harcourt ανήκαν στο καστ του Hobbit του 2014) η μικρή υποδύεται καταπληκτικά την προέφηβη Tom. Καταδικασμένη να ακολουθεί τις αναζητήσεις και τις αποδράσεις του πατέρα της, γρήγορα ανακαλύπτει τα θέλω της, αφού έρχεται σε επαφή με ένα φιλόξενο περιβάλλον. Ούσα κοινωνική και φιλομαθής, καταλήγει ότι μπορεί να ενταχθεί σε μία κοινωνία, που την περιβάλλει με αγάπη, προσπαθώντας να είναι συγκαταβατική με το εγώ του πατέρα της. Ο Ben Foster από την άλλη, εξίσου λακωνικός και υποστηρικτικός, παίζει με επιτυχία τον άνθρωπο, που δεν θέλει να κουράζει τους γύρω του με τα βάσανά του. Ο ηθοποιός καταφέρνει να πείσει ως βετεράνος του πολέμου, που καταφέρνει να κρύβει τον πόνο του, πίσω από το μυστήριο βλέμμα του και την αδάμαστη επιμονή και υπομονή του. Έχοντας αυτοπεριθωριοποιηθεί, πιστεύει πως η απομόνωση είναι η καλύτερη λύση και για την υγεία της κόρης του.

Το φιλμ είναι αφιερωμένο στην μνήμη του ακτιβιστή Jack Fahey (1942-2017), που ενέπνευσε τις σεναριογράφους, όταν έστηναν τον ρόλο του Will. Συνηθισμένη σε δεύτερο, αλλά χαρακτηριστικό, ρόλο η καλή καρατερίστα Dale Dickey, που έπαιζε και στο Winter’s Bone. Από την ίδια ταινία και ο νεαρός Isaiah Stone.

Χωρίς να γίνεται κάτι το φοβερά δραματικό στο φιλμ, η σκηνοθέτις καταφέρνει να διατηρεί το ενδιαφέρον. Η τέχνη της απογειώνεται όταν καθοδηγεί πατέρα και κόρη μέσα στα δάση του Όρεγκον. Ως θεατής αποζητάς τις στιγμές, που η οικογένειά τους αποτραβιέται από τα κοινά, γιατί τότε η ταινία γίνεται και πιο απολαυστική. Η σιωπή της φύσης, αναδεικνύει τους κώδικες συνεννόησης, που έχουν αναπτύξει Will και Tom. Και οι δύο γνωρίζουν πως ότι δρόμο και να διαλέξουν, θα μείνουν για πάντα ενωμένοι.

Trivia: Ακούγεται το Moon Boat, συνεργασία της Kendra Smith (The Dream Syndicate) και The Magician’s Orchestra.