Ο Νίκολας Ρεγκ που πέθανε 90 ετών είχε ιδιαίτερη σχέση με το ροκ και τους μουσικούς του

Ο Νίκολας Ρεγκ που πέθανε 90 ετών είχε ιδιαίτερη σχέση με το ροκ και τους μουσικούς του

Ο Ρεγκ βγήκε από τα σπλάγχνα της κινηματογραφικής βιομηχανίας, ήταν το παιδί για όλες τις δουλειές που απέδειξε πως μπορούσε να φτάσει ψηλά στην πυραμίδα, ζούσε όμως και σε έναν παράλληλο δικό του κόσμο. Ηρθε σε σύγκρουση με την κινηματογραφική βιομηχανία, με τις κυρίαρχες αντιλήψεις της περί ψυχαγωγίας, από την πρώτη του ταινία, το χαοτικό «Performance» το 1970, υπογράφοντας μια σκανδαλώδη τοιχογραφία ροκ παρακμής. Στη συνέχεια, πολύ πιο συγκροτημένος, «πείραξε» βασικούς κανόνες της γραμμικής αφήγησης. Οι δημιουργικότερες στιγμές του ήταν ένας διαρκής πειραματισμός με την κίνηση, τα χρώματα και τις σκιές. Μια δυναμική άσκηση ισορροπίας γύρω από το κέντρο βάρους του κινηματογραφικού κάδρου. Πρωταρχική του ύλη ήταν το φως, που το χειρίστηκε όσο λίγοι κινηματογραφιστές, και βασικό του εργαλείο το μοντάζ, με το οποίο έδωσε νέα δυναμική στον χωρόχρονο.

Πηγαίο ταλέντο

Ο Ρεγκ υπήρξε μοντέρνος σε μια εποχή που ο μοντερνισμός φαινόταν πως είχε ολοκληρώσει τον κύκλο του στον κινηματογράφο. Στο σινεμά του, όμως, δεν ταίριαζε η ετικέτα «σινεμά του δημιουργού». Ο Ρεγκ φαινόταν και αντιφατικός. Είχε μια παράξενη ανατρεπτική ζωντάνια, αλλά και μια ενστικτώδη τάση προς τη σιγουριά της κλασικής αφήγησης.

Επίσης, ήταν τελειομανής (είχε μανία με την τεχνική αρτιότητα της φόρμας) και τον διέκρινε εξαιρετική αίσθηση ρυθμού και αρμονίας. Η ένταση και η αριστοτεχνική ατμόσφαιρα, βασικά στοιχεία των ταινιών του, ήταν επακόλουθα της ευρηματικής χρήσης του οπτικού μέσου. Ο Ρεγκ είχε πηγαίο ταλέντο. Το σινεμά γι’ αυτόν δεν σήμαινε στεγνή παράθεση ιδεών, ούτε δίνη εμμονών σαν κι αυτές που καταπίνουν μεγαλόσχημους καλλιτέχνες. Ηταν πληθωρικός (ενίοτε αυτοκαταστροφικά) και πολύ ροκ! Ο Ρεγκ, τέλος, είναι ο σκηνοθέτης που έντυσε την Τζούλι Κρίστι στην πιο ερωτική σκηνή του αγγλικού σινεμά, με τη βοήθεια του παράλληλου μοντάζ, στο αριστουργηματικό του «Μετά τα μεσάνυχτα» (ελληνικός τίτλος του «Don’t Look Now»). Ο Ρεγκ γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1928 και όταν τέλειωσε το σχολείο βρέθηκε από τύχη στο σινεμά, στα Marylebone Studios που έψαχναν παιδί για να σερβίρει τσάι και να χτυπάει την κλακέτα στα γυρίσματα.

Από τα χρόνια της κλακέτας ο Ρεγκ εξέφραζε τις ανησυχίες του με τρόπο που μάλλον δεν ταίριαζε με τη θέση του στο πλατό. Στα γυρίσματα ενός b movie πλησίασε τον παραγωγό για να του πει πως ο τίτλος της ταινίας, «Η μεγαλύτερη περιπέτεια του Ταρζάν», ήταν ατυχής. Επρόκειτο για επεισόδιο μιας σειράς και ο υπερθετικός δεν άφηνε εναλλακτικές λύσεις για το επόμενο επεισόδιο. Πώς θα το τιτλοφορούσαν για να είναι συνεπείς με τη λογική; «Η απογοητευτική περιπέτεια του Ταρζάν»; Το περιστατικό το αναφέρει ο ίδιος σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «The Telegraph» πριν από μερικά χρόνια.

Με τον ίδιο τρόπο συνέχισε να διατυπώνει τις απόψεις του και τις αντιρρήσεις του και αργότερα, όταν είχε κατακτήσει τη θέση του βοηθού διευθυντή φωτογραφίας σε ταινίες όπως ο «Λόρενς της Αραβίας» ή ο «Δόκτωρ Ζιβάνγκο». Στα γυρίσματα του δεύτερου ο Ντέιβιντ Λιν δεν ανέχτηκε τα σχόλιά του και τον έδιωξε. Ο Ρεγκ, πάντως, εξελίχτηκε σε κορυφαίο διευθυντή φωτογραφίας.

Με τους σταρ της ροκ

Το πέρασμά του στη σκηνοθεσία ήταν και αυτό εν μέρει ζήτημα τύχης. Το 1970 ο σεναριογράφος Ντόναλντ Κάμελ αναζητούσε έναν νέο σκηνοθέτη, με ιδιαίτερη ματιά και στυλ, για το «Performance». Ο Ρεγκ τράβηξε την προσοχή του, παρότι δεν είχε ιδέα τι είδους ταινία θα ήθελε να γυρίσει. Ηταν ήδη αναγνωρισμένος διευθυντής φωτογραφίας, με επαίνους για τη «Μάσκα του κόκκινου θανάτου» του Ρότζερ Κόρμαν (1964), το «Φάρεναϊτ 451» του Φρανσουά Τριφό (1966), και την «Πετούλια» του Ρίτσαρντ Λέστερ (1968).

Ο Κάμελ αφέθηκε στους πειραματισμούς του Ρεγκ και το φιλμ κύλησε στον αφρό του ροκ και της αντικουλτούρας. Η δοκιμαστική προβολή του προκάλεσε μέχρι και στομαχικές διαταραχές στον παραγωγό, που δεν μπορούσε να πιστέψει ότι έβλεπε τον Μικ Τζάγκερ σε σκηνές με ελεύθερο σεξ και ναρκωτικά. «Η Warner απείλησε πως θα μου κάνει μήνυση επειδή δεν της παρέδωσα την ταινία που προσδοκούσε» λέει ο Ρεγκ.

Παράλληλα, οι κριτικές ήταν κάτι χειρότερο από μαχαίρι. Ο Ρεγκ είχε ιδιαίτερη σχέση με το ροκ και τους μουσικούς του, τρεις από τις τέσσερις διάσημες ταινίες του έχουν ως πρωταγωνιστές ροκ σταρ.

Μετά τον Τζάγκερ ήρθε η σειρά του Ziggy Stardust/ Ντέιβιντ Μπάουι, στον «Ανθρωπο που έπεσε στη Γη» (στην πιο παράξενη ίσως ταινία επιστημονικής φαντασίας), και του Αρτ Γκαρφάνκελ στη «Δύναμη της σάρκας». Κατά τον Ρεγκ «οι ροκ σταρ φωτίζουν καλύτερα από τους ηθοποιούς την κινηματογραφική οθόνη». Ο Ρεγκ έγινε πηγή έμπνευσης για νεότερους σκηνοθέτες, ένας από αυτούς είναι και ο Μάικλ Γουιντερμπότομ. Δεν θα ’ταν υπερβολή να πούμε, πως η σκηνή του τέλους στο αριστουργηματικό «Μετά τα μεσάνυχτα» έχει στοιχειώσει τον Ντέιβιντ Λιντς. Οι ταινίες του αγαπήθηκαν από τους θεατές που αντιλαμβάνονται το σινεμά ως ένα φως που σε ταράζει όταν πέφτει άπλετο στο εσωτερικό σου σκοτάδι.

Μετά τα μεσάνυχτα (Don’t Look Now, 1973)
Το αριστούργημα του Νίκολας Ρεγκ ήρθε την ίδια χρονιά με τον «Εξορκιστή». Πρόκειται για μεταφυσικό θρίλερ, από το βιβλίο της Δάφνης ντι Μοριέ, σε μια Βενετία, λίκνο του πολιτισμού, που τα θεμέλιά της σαπίζουν. Η ερωτική σκηνή με την πανέμορφη Τζούλι Κρίστι και τον Ντόναλντ Σάδερλαντ έχει γράψει ιστορία, ενώ το αλλόκοτο τέλος, που συνεχίζει να προκαλεί ανατριχίλα, είναι πλάγια αναφορά στη «Μάσκα του κόκκινου θανάτου».

Η μικρή κόρη του Τζον και της Λόρα Μπάξτερ πνίγεται σε μια λίμνη έξω από την έπαυλή τους στα περίχωρα του Λονδίνου. Το ζευγάρι μετακομίζει για ένα διάστημα στη Βενετία όπου ο Τζον (αρχιτέκτονας και συντηρητής έργων τέχνης) έχει αναλάβει την αναστήλωση μιας εκκλησίας. Εκεί, μια τυφλή ηλικιωμένη γυναίκα που διαθέτει την έκτη αίσθηση λειτουργεί ως «ενδιάμεσος» ανάμεσα στη Λόρα και το χαμένο της παιδί.

Το παιχνίδι ανάμεσα στο αγγλικό γοτθικό θρίλερ της δεκαετίας του ’50 (τα μοτίβα του τρόμου) και στο μοντέρνο σινεμά (η κρίση ενός παντρεμένου ζευγαριού) είναι υποβλητικό και συναρπαστικό. Ο Ρεγκ επιμένει στο υγρό στοιχείο και στην μπαρόκ ατμόσφαιρα που κάνουν τη Βενετία να μοιάζει με πέρασμα προς τον Αδη. Ο Τζον, «μεσάζων» κατ’ επάγγελμα ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον, είναι σαν τον Ορφέα που κατεβαίνει κλιμακωτά στον Αδη. Αρχικά τον τραβάει η απώλεια του παιδιού του. Κατόπιν, η φυγή της Ευρυδίκης του. Ο πρωτότυπος τίτλος «Don’t Look Now» υπαινίσσεται τον μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης.

Η δύναμη της σάρκας (Bad Timing, 1980)
H δεύτερη ταινία του Ρεγκ που δεν πρέπει να χάσετε. Ο ελληνικός της τίτλος την αδικεί. Ο αυθεντικός, που σημαίνει κακή συγκυρία, ταιριάζει ακριβώς στο θέμα της. Μια Αμερικανίδα, που ζει στη Βιέννη, χαροπαλεύει ύστερα από απόπειρα αυτοκτονίας. Παράλληλα, ο εραστής της, ένας Αμερικανός ψυχαναλυτής, ανακρίνεται από έναν αστυνόμο. Το υλικό της ανάκρισης και οι μνήμες του ψυχαναλυτή συνθέτουν αποσπασματικά την εικόνα της θυελλώδους σχέσης του με τη γυναίκα. Με τον Αρτ Γκαρφάνκελ και την Τερέζα Ράσελ. Μετά την ταινία ο Ρεγκ την παντρεύτηκε.

Ο άνθρωπος που έπεσε στη Γη (The man who Fell to Earth, 1976)
Ενας εξωγήινος πέφτει σαν Σούπερμαν στην Αμερική αναζητώντας νερό για τον άνυδρο πλανήτη του. Η παρουσία του Μπάουι ήρθε κουτί σε μια ταινία που ήθελε να απεικονίσει το κενό του καταναλωτικού τρόπου ζωής εκείνα τα χρόνια.

Περιπλάνηση (Walkabout, 1971)
Η σύγκρουση των πολιτισμών μέσα από την ιστορία δύο παιδιών που διασχίζουν την έρημο της Αυστραλίας με τη βοήθεια ενός νεαρού Αβορίγινα. Το σενάριο είναι του Εντουαρντ Μποντ και η φωτογραφία για Οσκαρ.

Παράστασις (Performance, 1970)
Ροκ ψυχεδέλεια, σεξ και χάος. Με Μικ Τζάγκερ, Τζέιμς Φοξ, Ανίτα Πάλενμπεργκ.

Μια νύχτα με τη Μέριλιν (Insignificance, 1985)
O πατέρας της σύγχρονης φυσικής, ο Αλμπερτ Αϊνστάιν, και το εκτυφλωτικό sex symbol του μεταπολεμικού Χόλιγουντ, η Μέριλιν Μονρόε, συναντιούνται σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου. Στη συνάντηση είναι παρών και ο γερουσιαστής Μακάρθι. Πρόκειται για κωμωδία.

Eureka (1982)
Φιλόδοξη ταινία, βασισμένη στην αληθινή ιστορία ενός χρυσοθήρα. Ο Ρεγκ, όμως, δεν κατάφερε να γίνει ένας νέος Ορσον Ουέλς. Με τον Τζιν Χάκμαν.​​

Πηγή: Καθημερινή, Μια εξαιρετική αναφορά στον σκηνοθέτη με αφορμή το αφιέρωμα στις Νύχτες πρεμιέρας το 2015, από τον Δημήτρη Μπούρα