Αρχές της δεκαετίας του ’60, ένας νέος αποφασίζει να γίνει ηθοποιός. Οι γονείς του, άνθρωποι της βιοπάλης, έχουν αντιρρήσεις. Αλλά πιο έντονα αντιδρά ο μεγάλος του αδελφός. «Καλλιτέχνης θα γίνεις; Έχεις τρελαθεί; Θα πεινάσεις!» του λέει. Ο νεαρός επιμένει, χωρίς καλά καλά να ξέρει τι είναι αυτό που τον σπρώχνει προς την υποκριτική. «Μερικές φορές τα πράγματα μας βρίσκουν, δεν τα επιλέγουμε. Οδηγούμαστε κάπου, χωρίς να οδηγούμε εμείς το άρμα· μας πάει αυτό προς κάποια κατεύθυνση», μου λέει ο Νίκος Γαλανός, ο πρωταγωνιστής της ιστορίας. «Έτσι κι εγώ πήγα στη δραματική σχολή του Κωστή Μιχαηλίδη τυχαία, σχεδόν ασυνείδητα. Όμως, με το που άρχισα να μελετώ και να ανακαλύπτω αυτόν τον συναρπαστικό κόσμο, μαγεύτηκα».
Η «τύχη» είναι μια λέξη που επαναλαμβάνει συχνά στην κουβέντα μας όταν μιλάει για την καριέρα του, η οποία μετράει ήδη πενήντα και πλέον χρόνια. «Ήμουν κλειστός και ντροπαλός, δεν μου άρεσε η πολλή συνάφεια του κόσμου, όπως λέει ο Καβάφης. Τα πιο σημαντικά γεγονότα στην πορεία μου συνέβησαν μάλλον τυχαία. Συμπτωματικά με είδε η Τζένη Καρέζη -σπουδαστή ακόμη στη σχολή- και με έβγαλε στο θέατρο, με έναν μικρό ρόλο στο “Ζητήστε τη Βίκυ”, ένα μπουλβαράκι του Μαρκ Ζιλμπέρ Σοβαζόν, που ανέβασε στο Θέατρο Χατζηχρήστου. Ήταν Νοέμβρης του 1967. Την επόμενη χρονιά, πάλι συμπτωματικά, ο Φιλοποίμην Φίνος και ο σκηνογράφος Μάρκος Ζέρβας με πρότειναν στον Νίκο Φώσκολο κι εκείνος με έχρισε πρωταγωνιστή στη “Λεωφόρο του μίσους”. Φαίνεται πως κάτι υπάρχει και κινεί τα νήματα - ο αόρατος κοσμικός ιστός: άλλος το λέει τύχη, άλλος μοίρα. Ο Καρλ Γιουνγκ το ονόμασε συγχρονικότητα...»
Ως συμπρωταγωνιστής της Αλίκης Βουγιουκλάκη στον κινηματογράφο, ο Νίκος Γαλανός είδε τη δημοτικότητά του να εκτινάσσεται σε ύψη δυσθεώρητα.
Από την Tζένη στην Αλίκη
Στη Φίνος Φιλμ ο Νίκος Γαλανός έμεινε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70. Στο θέατρο, αφού είχε συνεργαστεί σε σημαντικές παραστάσεις με την Καρέζη και τον Καζάκο, μεταπήδησε στον θίασο της Βουγιουκλάκη. Κουραστήκατε να σας ζητούν να... αποκαλύπτετε τα μυστικά της Αλίκης; τον ρωτώ. Γελάει. «Η Αλίκη ήταν φίλη μου, μέχρι το τέλος. Λέγαμε πράγματα που ποτέ δεν θα αποκαλύψω», απαντά. Το 1970, ως συμπρωταγωνιστής της στην ταινία «Ένα αστείο κορίτσι», ο Νίκος Γαλανός είδε τη δημοτικότητά του να εκτινάσσεται σε ύψη δυσθεώρητα. Πότε συνειδητοποίησε ότι είχε γίνει κινηματογραφικό ίνδαλμα; «Ποτέ! Δεν είχα ούτε τον χρόνο ούτε την... προδιάθεση να με απασχολήσει αυτό. Ποτέ δεν έγινα θεατής του εαυτού μου, ούτε δέσμιος της εικόνας μου. ΠΟΤΕ! Να το γράψετε με κεφαλαία, παρακαλώ. Να σκεφτείτε πως, όταν πήγα να δω την πρώτη μου ταινία, με δύο φίλους, σε έναν κινηματογράφο της Πατησίων, ντρεπόμουν τόσο πολύ, που μπήκα στην αίθουσα μόλις έσβησαν τα φώτα και έφυγα με το που έπεσαν οι τίτλοι τέλους, πριν φωτιστεί και πάλι. Είχα ενοχές, λες και έκανα κάτι κακό».
Δηλαδή δεν καβάλησε το καλάμι; Γελάει. «Όχι. Ακόμα και όταν βρέθηκε μπροστά μου, αρνήθηκα να το χρησιμοποιήσω. Όχι μόνο λόγω του χαρακτήρα μου. Ήταν και η εποχή τέτοια, το πλαίσιο, δεν παρασυρόσουν εύκολα. Οι περισσότεροι ηθοποιοί είχαν μια απίστευτη σεμνότητα. Σπάνια έβλεπες “ψωνισμένους”. Θα σας πω ένα παράδειγμα: ο Ανδρέας Μπάρκουλης, που τότε μεσουρανούσε, ήταν εκείνος που με παρακίνησε να πάω στον Φίνο. “Είσαι πολύ καλός, πήγαινε. Μόλις σε δει, θα σε κρατήσει”, μου έλεγε. Ξέρετε πολλούς που θα έκαναν σήμερα κάτι τέτοιο για έναν νεότερο συνάδελφό τους;»
Ο Νίκος Γαλανός δεν νοσταλγεί το παρελθόν. Θυμάται τα πάντα, ειδικά τη δεκαετία του ’60, «τότε που στην Πλάκα, στην “Κατακόμβη”, όπου τραγουδούσε ο Γιάννης Πουλόπουλος, απήγγειλα Σεφέρη», αλλά προτιμά να ζει το τώρα. «Πολλοί άνθρωποι τρώγονται με το παρελθόν, σκέφτονται όσα έκαναν ή δεν έκαναν και βασανίζονται. Δεν πέφτω στην παγίδα να λέω “Τι καλά που ήταν τότε!” ή “Πόσο ωραία πέρασα με εκείνο το πρόσωπο” ή “Πόσα λεφτά έβγαζα κάποτε”. Δεν ανατρέχω στα παλιά και δεν γυρίζω ποτέ πίσω. Είμαι του σήμερα και έως έναν βαθμό του αύριο, αλλά μη φανταστείτε ότι κάνω πολλά όνειρα. Ζω τη στιγμή».
Ούτε ρόλους και παραστάσεις νοσταλγεί; «Έχω παίξει ρόλους εύπεπτους και άλλους που ήταν κοντά στην ψυχοσύνθεση και στον χαρακτήρα μου, οπότε ο βαθμός δυσκολίας ήταν χαμηλός. Αλλά και κάποιους πολύπλοκους, ζόρικους, που απαιτούσαν να ψάξω πολύ, να βουτήξω βαθιά, για να βγάλω στην επιφάνεια τον χαρακτήρα που υποδυόμουν. Αυτή η διαδικασία είναι μαγική. Πάντα την απολάμβανα. Ευτυχώς το έζησα κάμποσες φορές αυτό: στην “Αυλή των θαυμάτων” του Ιάκωβου Καμπανέλλη στο Εθνικό Θέατρο και σε μερικά έργα του Τενεσί Ουίλιαμς, όπως το “Καλοκαίρι και καταχνιά” και το “Τριαντάφυλλο στο στήθος” μεταξύ άλλων. Αυτό το ψάξιμο με ενδιέφερε ανέκαθεν. Αν ήταν επιτυχία ή όχι η παράσταση κι αν θα με χειροκροτούσε το κοινό χλιαρά ή με ενθουσιασμό, αυτά δεν με απασχολούσαν. Γι’ αυτό και ποτέ δεν ζήλεψα συνάδελφο. Η τέχνη πρέπει να σε κάνει καλύτερο άνθρωπο. Αν αυτό δεν συμβαίνει, αν δεν σε ωθεί να κάνεις κάθε φορά ένα βήμα προς την κατεύθυνση της αυτογνωσίας, μένεις κενός άνθρωπος – και κακός ηθοποιός».
Απελευθερωμένος από πολλές δουλείες
Στο σήμερα λοιπόν. Στην παράσταση «Χτυποκάρδια στο θρανίο» του Αλέκου Σακελλάριου, που έχει ανεβεί στο θέατρο Ήβη, σε σκηνοθεσία Λάκη Λαζόπουλου. Ερμηνεύει τον πατέρα της Λίζας Παπασταύρου, που είχε ενσαρκώσει στη μεγάλη οθόνη η Αλίκη Βουγιουκλάκη. «Παίζω έναν ρόλο μικρό, βοηθητικό, μη φανταστείτε ότι είναι τίποτα σπουδαίο. Τώρα θα μου πείτε, γιατί δέχτηκα; Για να σας πω την αλήθεια, επειδή είχα χρόνια να κάνω θέατρο και μου είχε λείψει η ατμόσφαιρα της παράστασης, η μυρωδιά του καμαρινιού. Γι’ αυτό. Δεν με πειράζει που ο ρόλος είναι... τοσοδούλης. Άλλος στη θέση μου μπορεί να το έκανε από ανάγκη και μέσα του να υπέφερε. Από πρωταγωνιστής, κομπάρσος; Εγώ δεν σκέφτομαι έτσι».
Πριν από λίγα χρόνια ο Νίκος Γαλανός άρχισε να αντιμετωπίζει προβλήματα στη μέση του. Αυτά, σε συνδυασμό με μια αποτυχημένη χειρουργική εμπέμβαση, του έχουν στερήσει δραστηριότητες που πολύ αγαπά. «Λατρεύω το τένις και ό,τι έχει σχέση με εκδρομές. Αλλά δεν κινούμαι πια όσο θέλω. Δεν μπορώ ούτε να τρέχω ούτε να παίρνω τα βουνά και τα λαγκάδια, όπως παλιά. Αυτό με έχει επηρεάσει ψυχολογικά έως έναν βαθμό, αλλά δεν το βάζω κάτω. Είμαι 72 ετών. Καλά πέρασα έως τώρα, λέω στον εαυτό μου. Διαβάζω βιβλία ψυχολογίας και ψυχανάλυσης, βλέπω ταινίες, κυρίως επιστημονικής φαντασίας. Έχω απελευθερωθεί από πολλές δουλείες, είμαι ολιγαρκής. Αγαπώ το θέατρο, αλλά δεν είμαι όπως κάποιοι συνάδελφοι, που θέλουν να πεθάνουν πάνω στο σανίδι: τους βλέπεις στον δρόμο να σέρνονται, γεροντάκια, και την ώρα της παράστασης γίνονται θηρία. Όχι, η ζωή μου δεν είναι πάνω στο σανίδι. Μπορώ να ζήσω και χωρίς το θέατρο. Δεν υπάρχω μέσα από τη μαρκίζα...» ■
Πηγή: Καθημερινή, της Τασούλας Επτακοίλη