Η πρόσφατη απόφαση του μονομελούς διοικητικού πρωτοδικείου της Θεσσαλονίκης, με την οποία κρίθηκε παράνομη η κατάργηση των δώρων Πάσχα και Χριστουγέννων σε συνταξιούχο που προσέφυγε κατά διατάξεων του νόμου 4051/12 και όρισε την επιστροφή ποσού 11.184,57 στον συνταξιούχο, προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις και διαφορετικές ερμηνείες, αλλά και τη δημόσια τοποθέτηση επί του θέματος της αρμόδιας υπουργού Έφης Αχτσιόγλου. Συγκεκριμένα, το δικαστήριο, σύμφωνα με την απόφαση (αριθμός 3037/2018), θεωρεί ότι παράνομα κόπηκαν τα δώρα κύριας και επικουρικής σύνταξης με βάση τους νόμους (4093/12, 4051/12) και ορίζει ότι ο ΕΦΚΑ και το ΕΤΕΑΕΠ οφείλουν να επιστρέψουν στον ενάγοντα αποζημίωση ύψους 6.689 ευρώ για την κύρια σύνταξη ο ΕΦΚΑ και 4.495 ευρώ για την επικουρική το ΕΤΕΑΕΠ (σύνολο 11.184,57 ευρώ).
Τα ερωτήματα
Συνεπώς τα εύλογα ερωτήματα που προκύπτουν έπειτα από αυτή την εξέλιξη έχουν σχέση με τα εξής ζητήματα:
α) Είναι άμεσα εκτελεστή η απόφαση του διοικητικού πρωτοδικείου; Δηλαδή ο ΕΦΚΑ και το ΕΤΕΑΕΠ θα πρέπει άμεσα να επιστρέψουν το ποσό των 11.184,57 ευρώ στον συνταξιούχο, ή μπορεί ο ΕΦΚΑ και το ΕΤΕΑΕΠ να ασκήσουν έφεση και η υπόθεση να εκδικαστεί σε δεύτερο βαθμό; Η απάντηση σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία και νομολογία είναι ότι ο ΕΦΚΑ και το ΕΤΕΑΕΠ μπορούν να ασκήσουν έφεση επί της απόφασης και να χρησιμοποιήσουν κάθε ένδικο μέσο. Άρα, μπορεί η απόφαση που εξέδωσε το μονομελές διοικητικό πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης να κριθεί και σε δεύτερο βαθμό, όπως συμβαίνει συνήθως σε τέτοιου είδους υποθέσεις.
β) Ποιους συνταξιούχους αφορά αυτή η υπόθεση; Νομικοί κύκλοι επεσήμαναν στη «ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ» ότι το θέμα χρήζει ιδιαίτερης προσοχής, καθώς οι νομικές ερμηνείες και προσεγγίσεις μπορεί να διαφέρουν και επεσήμαναν ότι η υπόθεση αφορά καταρχήν τους συνταξιούχους του τέως ΙΚΑ.
γ) Τι ισχύει με την αναδρομικότητα διεκδίκησης των χρημάτων; Δηλαδή, μέχρι πόσα χρόνια πίσω μπορεί να διεκδικήσει αναδρομικά ένας συνταξιούχος; Σύμφωνα με την απόφαση 296/2017 του Ελεγκτικού Συνεδρίου μπορούν να διεκδικηθούν αναδρομικά πέντε ετών. Η απόφαση 296/2017 αναφέρει ότι «η αξίωση κατά του Δημοσίου που αφορά στην καταβολή αποζημίωσης, λόγω στέρησης συνταξιοδοτικών παροχών, για χρονικό διάστημα προγενέστερο του χρόνου που καθορίσθηκε με απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου ως χρόνος έναρξης καταβολής της σύνταξης, υπόκειται σε πενταετή παραγραφή, η οποία άρχεται από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο αυτή γεννήθηκε και κατέστη δικαστικώς επιδιώξιμη». Επισημαίνεται ότι συγκεκριμένη απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου αφορούσε «παραγραφή χρηματικών απαιτήσεων συνταξιούχου του δημοσίου».
Το δικαστήριο
Η πρωτόδικη απόφαση του μονομελούς διοικητικού πρωτοδικείου της Θεσσαλονίκης στηρίχθηκε στην απόφαση 2287/ 2015 της ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία τον Ιούνιο του 2015 είχε κρίνει κατά πλειοψηφία (14-11) αντισυνταγματικές τις περικοπές επί των κύριων και επικουρικών συντάξεων του ιδιωτικού τομέα και των ΔΕΚΟ το 2012. Τότε, το Συμβούλιο της Επικρατείας ασχολήθηκε με την προσφυγή μίας συνταξιούχου του τέως ΙΚΑ, η οποία ζητούσε να της επιστραφούν τα ποσά των συντάξεων που κόπηκαν με δύο διαφορετικούς νόμους, καθώς και τα δώρα Πάσχα και Χριστουγέννων.
Τι έλεγε το ΣτΕ
Με την απόφασή του το ΣτΕ έκρινε ότι οι επίμαχες μειώσεις των κύριων και επικουρικών συντάξεων είναι αντισυνταγματικές και είναι, ως εκ τούτου, «ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες, διότι δεν διενεργήθηκαν μετά από μελέτη των συνολικών επιπτώσεών τους στο βιοτικό επίπεδο των θιγόμενων συνταξιούχων με αποτέλεσμα να μην καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος της συμβατότητάς τους με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ». Μάλιστα στην απόφασή του το ανώτατο δικαστήριο επεσήμανε ότι δεν πρόλαβαν να περάσουν δύο χρόνια από τις πρώτες περικοπές συντάξεων του 2010 και ήρθαν και πρόσθετες περικοπές το 2012 και έτσι, όπως επί λέξει ανέφερε η απόφαση «ο νομοθέτης δεν εδικαιολογείτο πλέον να προχωρήσει σε σχετικές ρυθμίσεις χωρίς ειδική έρευνα του αντικειμένου αυτών, αλλ' όφειλε να προβεί σε εμπεριστατωμένη μελέτη, προκειμένου να διαπιστώσει και να αναδείξει τεκμηριωμένα ότι η λήψη των συγκεκριμένων μέτρων ήταν συμβατή με τις σχετικές συνταγματικές δεσμεύσεις, τις απορρέουσες, μεταξύ άλλων, από το θεσμό της κοινωνικής ασφαλίσεως, τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας και την προστασία της αξίας του ανθρώπου».
Όπως ανέφερε το σκεπτικό της Ολομέλειας του ΣτΕ, το κράτος και η δημόσια διοίκηση θα έπρεπε πριν προβούν στις περικοπές του 2012 να έχουν καταθέσει επιστημονική μελέτη για τις επιπτώσεις στο βιοτικό επίπεδο των συνταξιούχων. Παράλληλα η απόφαση άφηνε αιχμές και για την επιτυχία των μνημονίων, αναφέροντας ότι τα μέτρα «δεν είχαν αποδώσει τα αναμενόμενα και η οικονομική ύφεση είχε ενταθεί με ρυθμούς που είχαν ανατρέψει τις αρχικές προβλέψεις».
Το σκεπτικό
Στην απόφασή του το ΣτΕ, στην οποία στηρίχθηκε και το σκεπτικό της πρόσφατης απόφασης του πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, αναφέρεται κατά λέξη ότι: «…Ο ν. 4051/2012, με το άρθρο 6 του οποίου μειώθηκαν αναδρομικά κατά 12%, όπως αναλυτικά προαναφέρθηκε, οι κύριες συντάξεις που υπερβαίνουν τα 1.300 ευρώ και οι επικουρικές συντάξεις, με κλιμάκωση του ποσοστού μειώσεως (10%, 15% και 20%) αναλόγως του ύψους αυτών και με κατοχύρωση κατώτατου ορίου 200 ευρώ, καθώς και ο ν. 4093/2012, με το άρθρο πρώτο του οποίου, αφ' ενός μεν μειώθηκαν εκ νέου, σε ποσοστά από 5% έως και 20%, οι από οποιαδήποτε πηγή και για οποιαδήποτε αιτία συντάξεις, που υπερβαίνουν αθροιστικώς τα 1.000 ευρώ, αφ' ετέρου δε καταργήθηκαν πλέον για όλους τους συνταξιούχους τα επιδόματα και δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας. Οι τελευταίες ως άνω διατάξεις ψηφίσθηκαν όταν είχε πλέον παρέλθει διετία από τον πρώτο αιφνιδιασμό της οικονομικής κρίσεως και αφού εν τω μεταξύ είχαν σχεδιασθεί και ληφθεί τα βασικά μέτρα για την αντιμετώπισή της».
Αυτή η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία συνεδρίασε υπό την προεδρία, τότε, του Σ. Ρίζου, είχε ουσιαστικά προαναγγελθεί το διάστημα που προηγήθηκε μέχρι τον Ιούνιο του 2015 από τα αποτελέσματα των διασκέψεων που είχαν γίνει. Επισημαίνεται ότι η απόφαση του ΣτΕ δεν είχε αναδρομική ισχύ, αλλά αφορούσε μόνο τους 15 συνταξιούχους που προσέφυγαν στο ΣτΕ. Σύμφωνα με εκτιμήσεις νομικών κύκλων -που όμως δεν έχουν επιβεβαιωθεί- την περίοδο εκείνη περίπου 2.000 συνταξιούχοι είχαν προσφύγει στα διοικητικά δικαστήρια ανά τη χώρα επιδιώκοντας το ίδιο αποτέλεσμα. Δηλαδή, την επιστροφή των χρημάτων που κατά τη γνώμη τους αντισυνταγματικά τους είχαν περικοπεί.
Ποιος κρίνει τη διάρκεια αναδρομικότητας
Με απόφαση του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου (αριθμός 4/2001) κρίθηκε ότι αγωγή που ασκείται κατά του Δημοσίου και έχει ως αντικείμενο την καταβολή αποζημίωσης για χρονικό διάστημα προγενέστερο του χρόνου που καθορίσθηκε, με πράξη ή απόφαση του αρμόδιου προς απονομή σύνταξης οργάνου, υπάγεται στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου και όχι των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, διότι οδηγεί εμμέσως σε μεταβολή του χρόνου έναρξης των οικονομικών αποτελεσμάτων του συνταξιοδοτικού δικαιώματος και κατ' αυτόν τον τρόπο αφορά σε θέμα που ανήκει στη συνταγματικά προσδιορισμένη ειδική και αποκλειστική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου αυτού.
Η θέση της υπουργού Εργασίας
Για το θέμα της απόφασης του διοικητικού πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης αλλά και της απόφασης του ΣτΕ του 2015 η υπουργός Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου (φωτογραφία) δήλωσε τα εξής: «Οι αγωγές που έχουν ασκηθεί μέχρι το 2015 κατά πάσα πιθανότητα θα ευδοκιμήσουν, διότι το Συμβούλιο της Επικρατείας είχε δώσει σαφή κατεύθυνση και προφανώς το ελληνικό κράτος, το ελληνικό Δημόσιο, συμμορφώνεται με τις αποφάσεις της δικαιοσύνης. Αλλά, προσοχή, αφορά αγωγές οι οποίες έχουν ασκηθεί πριν από την κρίση του ΣτΕ. Από τη δική μας πλευρά, η κυβέρνηση το 2016 προχώρησε στην ασφαλιστική μεταρρύθμιση, η οποία εναρμονίστηκε πλήρως με την κρίση του ΣτΕ, δηλαδή έθεσε καινούργιους ενιαίους κανόνες για όλους τους ασφαλισμένους, για όλους τους συνταξιούχους, χωρίς διακρίσεις, προστατεύοντας τα καταβαλλόμενα ποσά των συντάξεων».
Τι μπορούν να διεκδικήσουν οι συνταξιούχοι
Όπως επεσήμαναν νομικοί με μεγάλη εμπειρία σε τέτοιους είδους υποθέσεις, το θέμα της διεκδίκησης αναδρομικών είναι ένα από τα πιο σύνθετα ζητήματα, καθώς εκτός από τη νομική πλευρά του, η οποία μπορεί να υποβληθεί σε διαφορετικές ερμηνείες έχει και την οικονομική διάσταση αλλά και την πολιτική.
Όμως, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές μπορούν να διεκδικηθούν: α) επιστροφές παρακρατήσεων 5 ετών από συντάξεις αντί των δύο που προέβλεπε η απόφαση του ΣτΕ και β) είναι διεκδικήσιμα όχι μόνο τα ποσά από τις παράνομες παρακρατήσεις των νόμων του 2012, αλλά και από την κατάργηση της 13ης και 14ης σύνταξης.
Πηγή: Ναυτεμπορική, του Στέλιου Παπαπέτρου