Το καλοκαίρι που έγινε θάνατος

Όταν το μεσημέρι της Δευτέρας είδαμε στον αττικό ουρανό να αιωρείται το πορφυρόγκριζο σύννεφο που διήνυσε τα 50 χιλιόμετρα που χωρίζουν την Αθήνα από την Κινέττα, η ελπίδα ήταν ακόμη ζωντανή. Ευελπιστούσαμε ότι στη μάχη με τις φλόγες οι πυροσβέστες, οι κάτοικοι, τα ζωντανά θα έβγαιναν νικητές. Μέχρι το απόγευμα η ζυγαριά δεν είχε γείρει, ο αγώνας συνεχιζόταν. Όταν όμως γύρω στις 4 και μισή μάθαμε για μια μικρή εστία φωτιάς στην Καλλιτεχνούπολη και λίγη ώρα αργότερα για την αστραπιαία προέλασή της προς τον Νέο Βουτζά, το Μάτι, τη Ραφήνα, η καρδιά όλων άρχισε να βουλιάζει. Η ελπίδα, βραχνιασμένη από τον καπνό, καψαλισμένη από τις φλόγες, με τα μαυρισμένα της δάχτυλα να μη φτάνουν να μετρήσουν τους νεκρούς, δεν έχει τη δύναμη ακόμα να τινάξει από πάνω της τα αποκαΐδια. Σιγά σιγά, αργότερα, όταν όλοι μας, ελπίζουμε, θα έχουμε γίνει λίγο σοφότεροι. Τρεις άνθρωποι που βρέθηκαν δίπλα στις φλόγες και γλίτωσαν με λίγα –σωματικά και ψυχικά– τραύματα μίλησαν στο «Κ» για τις ώρες της αγωνίας και της καταστροφής.

Η βιβλιοθήκη, ό,τι απέμεινε από ένα σπίτι στο Μάτι. © ANGELOS TZORTZINIS/αfp/visualhellas.gr

Στέλλα Θεοδώρου, δημοσιογράφος, Μάτι: «Φτάνει μια στιγμή για να χάσεις τα πάντα»

Ήταν από αυτές τις ημέρες που η θεά Τύχη έχει το πάνω χέρι, ήταν από αυτές τις μέρες που συνειδητοποιείς ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο. Φτάνει μια στιγμή από αυτές που δεν πιστεύεις ποτέ ότι θα ζήσεις. Μια στιγμή για να τα χάσεις όλα ή να κερδίσεις ό,τι πιο πολύτιμο έχεις.

Μάτι 2018, δεκάδες νεκροί μέσα στη στάχτη και στα αποκαΐδια. Για όλους όσοι ήμασταν εκεί τίποτα δεν θα είναι πια το ίδιο.

Μάτι, ώρα 9 το πρωί. Ξύπνησα και ήπια καφέ στον κήπο κάτω από τα πεύκα. Μέσα στο σπίτι κοιμάται ο μικρός, ο 14χρονος Χρήστος, και ο κολλητός του ο Γιώργος. Τα τάμπλετ κάτω στο πάτωμα και σκέφτομαι μήπως να μην πάμε σήμερα στην Αργυρά Ακτή. Είναι 5 λεπτά από το σπίτι, αλλά πάλι θα θέλουν να φύγουν και να παίξουν ηλεκτρονικά. Και κάπως έτσι κινήσαμε για Ζούμπερι... Ο Ανδρέας θα επέστρεφε από τη δουλειά και θα πήγαινε στο σπίτι στο Μάτι.

Ώρα 5 το απόγευμα. Καπνός στο Ζούμπερι, με τα παιδιά να παίζουν στη θάλασσα. Πάμε να φύγουμε. Από πού είναι η φωτιά; Κανείς μας δεν γνώριζε. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο με προορισμό το Μάτι.

Έβλεπα καπνό, μετά από λίγο φλόγες, με τα παιδιά στο αυτοκίνητο. Στο Μάτι δεν έμπαινε κανείς. Έβγαιναν δεκάδες αυτοκίνητα, όσα πρόλαβαν να φύγουν νωρίς.

Και ο Ανδρέας; Ο δικός μου Ανδρέας εγκλωβισμένος στην παραλία στο Μάτι μαζί με εκατοντάδες άλλους ανθρώπους. Είχε επιστρέψει από τη δουλειά, κοιμόταν. Βγήκε από το σπίτι την ώρα που ήδη καίγονταν τα δέντρα πίσω του. Το αυτοκίνητο μπροστά του, δεν το πήρε, δευτερόλεπτα για μια απόφαση που θα έκρινε τη ζωή του, όπως φάνηκε. Βγήκε στην παραλία, στα βράχια που έκαιγαν. Εγώ με τα παιδιά σε άλλη παραλία, μακριά, ασφαλείς, αλλά στην αγωνία.

Οι πληροφορίες λιγοστές, κινητά χωρίς μπαταρία και τα μάτια του Χρήστου να θαμπώνουν από τα δάκρυα. «Μαμά, ο μπαμπάς;» Του έδινα κουράγιο και αυτός σε εμένα. Ο Ανδρέας ήταν στα βράχια, μπροστά σε ένα ξενοδοχείο. Μέσα στο ξενοδοχείο τραυματίες με εγκαύματα. «Μόνο μήνυμα να μου στέλνεις», μου έλεγε. «Τελειώνει η μπαταρία». Τηλεφωνούσα επί ώρες σε λιμενικό, πολιτική προστασία, πυροσβεστική. «Κυρία μου, δεν έχουμε εικόνα, σε ποιο ξενοδοχείο είπατε; Να μας καλέσει». «Τι λέτε, κύριε; Πώς να σας καλέσει;» Τα πλωτά του λιμενικού έφταναν, έπαιρναν τους τραυματίες, αλλά όχι από αυτό το σημείο. Ο Ανδρέας έμεινε επί ώρες στην παραλία, το λιμενικό δεν έφτανε για όλους, είχαν κλήσεις από παντού. Άνθρωποι καμένοι, άλλοι έπεφταν στη θάλασσα, μια τρέλα. Έφτασε καψαλισμένος στις 2 τα ξημερώματα σε έναν κεντρικό δρόμο και από εκεί κάποια καλά παιδιά τον έφεραν μέχρι τη Νέα Μάκρη. Δεν είχα δει ποτέ από κοντά άνθρωπο να βγαίνει από φωτιά, καψαλισμένο. Είδα τον δικό μου άνθρωπο.

Στο σπίτι όπου μέναμε έμεινε ο σκελετός, το αυτοκίνητο, τα ρούχα μας, τα πράγματά μας όλα καμένα. Δεν έχει καμία σημασία. Δίπλα μας καμένα αυτοκίνητα με απανθρακωμένους. Σπίτια σκελετοί, αυτοκίνητα σκελετοί, αποκαΐδια, στάχτη.

Εκεί που έκανα μπάνιο με το δικό μου το παιδί βρέθηκαν μάνες απανθρακωμένες με τα παιδιά στην αγκαλιά. Αδιανόητο. Φτάνει μια στιγμή για να ανατρέψει όλα όσα πίστευες ότι είναι δεδομένα και να συνειδητοποιήσεις ότι το πιο σημαντικό είναι να τους έχεις όλους σφιχτά στην αγκαλιά σου. Να πεις αυτό που ξεχνάς: «Ξέρεις πόσο σ’ αγαπώ».

Βαγγέλης Ιωάννου, δημοσιογράφος, Ραφήνα: «Τι μέρα κι αυτή, Θεέ μου!»

Στην αρχή ψάχναμε να βρούμε λεπτομέρειες για μια φωτιά στα σύνορα Πεντέλης και Ραφήνας. Μέχρι να μάθουμε πού, πώς και γιατί, σκάει μήνυμα στο inbox: «Έκκληση για βοήθεια από τον Νέο Βουτζά». Αυτό ήταν. Μαύροι καπνοί είχαν ζώσει τα σωθικά μας. Να φυσάει διαβολεμένα.

«Βαγγέλη, σώσε μας, πάρε κάποιον τηλέφωνο, τα ’καψε όλα η φωτιά». Πάλι ο Νίκος! Τι να κάνω… «Εκκενώνουν σπίτια στη Διασταύρωση, η φωτιά πέρασε σαν άνεμος από τη Λ. Μαραθώνος. Μέσα σε λίγα λεπτά Μάτι, Κόκκινο Λιμανάκι, Μπλε, Άγιος Νικόλας, Σκουφαίικα». Φίλοι, γνωστοί, συγγενείς. Τηλέφωνα από παντού. «Τι γίνεται στη Ραφήνα; Καιγόσαστε;». Σειρήνες σφυρίζουν αδιάκοπα, η καμπάνα της Παντοβασίλισσας χτυπά, κόλαση στους δρόμους. «Το παιδί πού είναι; Γυρίζει από Αθήνα και ο κεντρικός δρόμος έχει μπλοκάρει. Τους πάνε από αλλού». Ένας γείτονας πετάει τη βόμβα: «Έρχομαι από το Κόκκινο Λιμανάκι κι έχει νεκρούς»! Ευτυχώς, ήρθε το παιδί. «Φεύγω, πάω να κάνω ρεπορτάζ». Όλοι στον δρόμο. Αυτοκίνητα. Ο κόσμος στις παραλίες. Παντού απαγορευτικά. Φεύγω, πάω λιμάνι. Φέρνουν κόσμο με τα σκάφη του λιμενικού, αλλά και ιδιωτικά. Μια κοπέλα να φωνάζει στο κινητό «μαμά, νερό, μαμά, νερό» κι ύστερα να σωριάζεται στην αγκαλιά μιας φίλης της. Ένας πατέρας αγκαλιά με τον γιο του που τρέμει σαν το ψάρι. Γονείς ψάχνουν τα παιδιά τους. Μια γυναίκα την αδελφή της. «Μα πότε θα ’ρθουν;»

Έρχεται το πρώτο. Ένας τραυματίας και όλοι οι άλλοι καλά. Τρόπος του λέγειν καλά. Υγιείς πες το καλύτερα. Το ΕΚΑΒ, το λιμενικό να δίνουν αγώνα. Να και το δεύτερο. Στο επόμενο όμως; Οι άνδρες του λιμενικού κατεβάζουν μια μαύρη σακούλα. Ένας άνθρωπος νεκρός. Και μετά κι άλλος, κι άλλος...Πότε θα τελειώσει το κακό;

Καμένο εστιατόριο στην παραλιακή Κινέττα. © Eurokinissi/ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΗΣ

Δημήτρης Μιχαλάκης, φωτορεπόρτερ: «Στη Συρία μόνο έχω ξαναδεί τέτοια φρίκη...»

Φτάσαμε στον Νέο Βουτζά στις 12 το βράδυ, μαζί με τον συνάδελφο Γιώργο Μουτάφη. Άγνωστη περιοχή για εμάς, πηγαίναμε στα τυφλά στην αρχή. Η εικόνα ήταν συγκλονιστική. Έμοιαζε σαν κάποιο βομβαρδιστικό να είχε ρίξει ναπάλμ και να είχε ισοπεδώσει την περιοχή. Επικρατούσε νεκρική σιγή. Μέσα στην ησυχία ακούσαμε νιαουρητά, ένα μικρό γατί κάτω και η μαμά του καψαλισμένη πάνω σε ένα πανύψηλο μισοκαμένο δέντρο. Δεν ξέρω τι με έπιασε, αλλά είπα «δεν φεύγω, αν δεν κατεβάσω αυτή τη γάτα». Ο Γιώργος έριχνε φως με τον φακό κι εγώ σκαρφάλωνα 20 λεπτά σε ένα δέντρο μισοκαμένο. Την έφτασα, την έπιασα από τον σβέρκο και έκανα άλλα 20 λεπτά να κατέβω, με τον Γιώργο να κρατάει ένα σεντόνι για να την πετάξω μέσα. Όταν μπήκαμε στο Μάτι, ένας ξενοδόχος μάς είπε: «Παιδιά, τα πράγματα είναι χειρότερα από την Ηλεία». Σαστίσαμε, είπαμε αποκλείεται. «Καλά, κοιτάξτε πίσω από το αμάξι», ανταπάντησε και εκεί σε μια κάθετη οδό της Ποσειδώνος είδαμε τον πρώτο νεκρό. Έχω βρεθεί στη Συρία, στη Μοσούλη, στο Αλέπο, στον Καύκασο, αλλά τέτοιο πράγμα δεν έχω ξαναδεί. Άνθρωποι-κάρβουνα, μια εγκαταλελειμμένη εμπόλεμη ζώνη, λιωμένο αλουμίνιο στον δρόμο. Πιο πολύ μας ένοιαζε πια να βοηθήσουμε, παρά να φωτογραφίσουμε. Από ένα σημείο και μετά, απλώς δίναμε νερά στον κόσμο και τους μεταφέραμε με το αυτοκίνητο. Όταν πας στη Συρία, είσαι προετοιμασμένος να δεις τα πάντα, έχουν πόλεμο. Όταν βλέπεις την ίδια φρίκη 25 χιλιόμετρα από το σπίτι σου, σε ένα παραθεριστικό θέρετρο όπου μέχρι λίγες ώρες πριν παιδάκια έκαναν μπάνιο, το σοκ δεν περιγράφεται... ■

Πηγή: Καθημερινή