Οι Έλληνες πλοιοκτήτες που «επένδυσαν» στις πτωχεύσεις ναυτιλιακών

Οι Έλληνες πλοιοκτήτες που «επένδυσαν» στις πτωχεύσεις ναυτιλιακών

Η Navios Maritime Partners της Αγγελικής Φράγκου και η Capital Maritime and Trading του Βαγγέλη Μαρινάκη περιλαμβάνονται μεταξύ των ναυτιλιακών εταιρειών που επένδυσαν αρκετά εκατομμύρια δολάρια σε αγορές πλοίων από πλειστηριασμούς τραπεζών. Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιοποίησε η εταιρεία αποτιμήσεων Vesselsvalue, στη διάρκεια του 2017 πλοιοκτήτες με έδρα τις ΗΠΑ και Έλληνες εφοπλιστές πρωταγωνίστησαν στην αγορά πλοίων από εταιρείες που βρέθηκαν σε κατάσταση distress.

Ειδικότερα οι ναυτιλιακές από τις ΗΠΑ απέκτησαν από εταιρείες που βρέθηκαν σε δυσχερή θέση 52 πλοία δαπανώντας 624 εκατ. δολ.

Στη δεύτερη θέση βρέθηκαν οι πλοιοκτήτες με έδρα την Ελλάδα οι οποίοι απέκτησαν σε πλειστηριασμούς 20 πλοία δαπανώντας 385 εκατ. δολ. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2016 οι αμερικανικές εταιρείες δεν είχαν αποκτήσει κανένα πλοίο σε τραπεζική δημοπρασία, γεγονός που σημαίνει ότι παρατηρήθηκε αλλαγή συμπεριφοράς.

Τα περισσότερα πλοία τα απέκτησε πάντως η Navios Μaritime Partners της Αγγελικής Φράγκου, την οποία η Vesselsvalue εντάσσει στις αμερικανικές εταιρείες. Η Navios Partners απέκτησε τον περασμένο Απρίλιο 14 πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων στα 113 εκατ. δολ. από τη Rickmers Maritime, η οποία στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσής της δήλωσε ότι θα αποχωρήσει από τον κλάδο των containerships. Από τα 14 containerships τα 11 είναι μεταφορικής ικανότητας 4.250 TEU το ένα και τα τρία 3.450 TEU το ένα.

Η εξαγορά των 14 containerships ήταν η τρίτη μαζική αγορά των τελευταίων χρόνων για την κα Φράγκου και τις ναυτιλιακές εταιρείες που ελέγχει.

Το 2013 η Νavios Holdings απέκτησε 10 πλοία (πέντε δεξαμενόπλοια και πέντε containerships) από την τράπεζα HSH Norbank, ενώ το 2015 από την ίδια τράπεζα η Navios Maritime Partners σε κοινοπραξία με τη Navios Maritime Holdings και τη Navios Maritime Acquisition αγόρασε άλλα 14 distress πλοία, επτά dry bulk carriers και επτά containerships.

Ωστόσο, την πρώτη θέση με βάση υπολογισμού την αξία εξαγοράς μεταξύ των αμερικανικών εταιρειών κατέχει η JP Morgan Global Maritime, η οποία το 2017 απέκτησε 12 πλοία αντί 250 εκατ. δολ. Τη δεύτερη θέση με βάση υπολογισμού την αξία αγοράς καταλαμβάνει η Eagle Bulk Shipping, η οποία τον Φεβρουάριο του 2017 αγόρασε εννέα πλοία μεταφοράς χύδην ξηρού φορτίου τύπου «Crown-63 Ultramax» αντί του ποσού των 153 εκατ. δολ. από τη νορβηγική ναυτιλιακή εταιρεία Greenship Bulk Trust.

Την πεντάδα συμπληρώνουν η Rowan Companies η οποία απέκτησε δύο πλοία αντί 60 εκατ. δολ. και η Enterprise Offshore Drilling η οποία αγόρασε 13 πλοία αντί 22,2 εκατ. δολ.
Αναφορικά με την ελληνική παρουσία στην αγορά πλοίων από πλειστηριασμούς το 2017, η Vesselsvalue σημειώνει ότι οι Έλληνες εφοπλιστές απέκτησαν, όπως προαναφέρθηκε, 20 πλοία δαπανώντας 385 εκατ. δολ.

Τα περισσότερα χρήματα για αγορές πλοίων διέθεσε η Capital Maritime and Trading του Βαγγέλη Μαρινάκη, η οποία αγόρασε πέντε πλοία αντί 165 εκατ. δολ., ενώ ακολουθεί η Alassia Newships Management της οικογένειας Χατζηιωάννου με αγορές δύο πλοίων αντί 48,3 εκατ. δολ. Στην τρίτη θέση βρέθηκε η Dryships με αγορές δύο πλοίων αντί 46,5 εκατ. δολ. και ακολουθεί η Seanergy Maritime Corp με αγορά ενός πλοίου αντί 29,5 εκατ. δολ. και η Eastern Mediterranean Maritime με αγορά δύο πλοίων αντί συνολικού τιμήματος 24 εκατ. δολ.

Η Vesselsvalue σημειώνει ότι παρατηρούνται αγορές και άλλων πλοίων, ωστόσο δεν έχει εξακριβωθεί ακόμη ποιοι είναι οι Έλληνες πλοιοκτήτες που τα απέκτησαν.

Η VesselaValues επισημαίνει ακόμη ότι οι εξαγορές ήταν στοχευμένες σε πλοία μεταφοράς χύδην ξηρού φορτίου, containerships και offshore δραστηριοτήτων. Πρόκειται για τρεις κατηγορίες πλοίων που το 2016 κατέγραψαν ιστορικά χαμηλά αναφορικά με τις αξίες πλοίων, ενώ τους πρώτους μήνες του 2017 παρατηρείται μία ανάκαμψη των τιμών.

Πολλοί παράγοντες των αγορών επισημαίνουν ότι η συνεχιζόμενη πτώση του ρυθμού τοποθέτησης νέων παραγγελιών πλοίων θα εξισορροπήσει την προσφορά και τη ζήτηση, επαναφέροντας τις αξίες των assets σε υψηλότερα επίπεδα.

Πηγή: Ναυτεμπορική, του Λάμπρου Καραγεώργου