Λεπτομέρειες για εισφορές μισθωτών με έσοδα από ελευθέρο επάγγελμα ή αγροτική δραστηριότητα
Ριζικές αλλαγές στον τρόπο υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών για όσους έχουν διπλή ή τριπλή απασχόληση και αντίστοιχες πηγές εισοδημάτων φέρνει η νέα εγκύκλιος του ΕΦΚΑ για την παράλληλη απασχόληση, η οποία αλλάζει τα δεδομένα από την 1/1/2017. Η πρώτη μεγάλη ανατροπή αφορά την κατάργηση της διάκρισης μεταξύ των «παλαιών» (πριν από την 31/12/1992) ασφαλισμένων και των νέων (μετά την 1//1/1993) ασφαλισμένων, καθώς οι τελευταίοι μέχρι και πέρυσι εξαιρούνταν από την υποχρέωση διπλών ασφαλίστρων για διπλή απασχόληση.
Στο εξής, και οι ασφαλισμένοι μετά το 1993 που έχουν διπλή απασχόληση θα κληθούν να πληρώσουν διπλές ασφαλιστικές εισφορές. Η μηνιαία επιβάρυνση θα ανέρχεται για κύρια στο 26,95% για το δεύτερο εισόδημα και στις περιπτώσεις που υπάρχει υποχρέωση για επικουρική ασφάλιση και εφάπαξ παροχές η επιβάρυνση θα ανέρχεται στο 27,95%. Εκτιμάται ότι στην κατηγορία αυτή των ασφαλισμένων υπάγονται περίπου 220.000 άτομα.
Σύμφωνα με την εγκύκλιο, έπειτα από διασταύρωση των στοιχείων των ασφαλισμένων με τα αντίστοιχα εισοδήματα που δήλωσαν στην εφορία για το 2015, ορίζονται τρεις βασικές πηγές εισοδημάτων οι οποίες θα συνυπολογίζονται για τον προσδιορισμό της βάσης των ασφαλιστικών εισφορών τους και είναι οι εξής:
Πηγή Α: Εισοδήματα από Επιχειρηματική Δραστηριότητα στα οποία περιλαμβάνονται εισοδήματα από επιχειρηματική δραστηριότητα, από παροχή υπηρεσιών, από αμοιβές μελών εταιρειών, εισοδήματα διαχειριστή Ιδιωτικής Κεφαλαιουχικής Εταιρείας (ΙΚΕ) και από μονοπρόσωπη ΙΚΕ, καθώς και μερίσματα ανωνύμων εταιρειών.
Πηγή Β: Εισοδήματα από Αγροτική Δραστηριότητα
Πηγή Γ: Εισοδήματα από Μισθωτές Υπηρεσίες στα οποία περιλαμβάνονται εισοδήματα από μισθωτές υπηρεσίες και από αμοιβές μελών Δ.Σ.
Το εισόδημα καθορίζει τη βάση υπολογισμού των εισφορών
Όπως αναφέρει η εγκύκλιος, οι ασφαλισμένοι, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής τους στην ασφάλιση, για τους οποίους προκύπτει βάσει γενικών, ειδικών ή καταστατικών διατάξεων, όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, υποχρεωτική ασφάλιση σε δύο ή περισσότερους φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς ασφάλισης που εντάσσονται στον ΕΦΚΑ, καταβάλλουν για κάθε αναληφθείσα επαγγελματική δραστηριότητα τις προβλεπόμενες ασφαλιστικές εισφορές, όπως αυτές καθορίζονται από τον παρόντα νόμο. Στην περίπτωση αυτή για τις πλέον της πρώτης αναληφθείσες επαγγελματικές δραστηριότητες δεν εφαρμόζεται η υποχρέωση καταβολής ελάχιστης μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς.
Βάση υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών από 1/1/2017 αποτελούν οι μηνιαίες αποδοχές σε περίπτωση μισθωτής απασχόλησης και το μηνιαίο εισόδημα από την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας σε περίπτωση άσκησης ελεύθερου επαγγέλματος ή αυτοαπασχόλησης ή αγροτικής δραστηριότητας. Συνεπώς για τον καθορισμό της βάσης υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών θα πρέπει να προσδιοριστεί το ύψος του εισοδήματος που προέρχεται από κάθε αναληφθείσα επαγγελματική δραστηριότητα.
Πώς ασφαλίζονται οι τρεις πηγές εισοδήματος
Με βάση τον ανωτέρω καθορισμό των πηγών εισοδήματος, η βάση υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών σε περίπτωση υποχρέωσης καταβολής πολλαπλών ασφαλιστικών εισφορών καθορίζεται ως εξής:
Α. Άσκηση μίας μισθωτής απασχόλησης και μίας μη μισθωτής απασχόλησης (ελεύθερο επάγγελμα ή αυτοαπασχόληση ή αγροτική δραστηριότητα)
Για τον καθορισμό της βάσης υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών στην περίπτωση αυτή εξετάζεται αρχικά το εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες (Πηγή Γ) και διακρίνονται οι εξής τέσσερις περιπτώσεις:
1. Εάν το εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες (Πηγή Γ) υπερβαίνει το ανώτατο όριο μηνιαίου εισοδήματος (5.860,80 ευρώ), οι ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονται επί του ανώτατου ορίου σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν.4387/2016 και δεν εξετάζονται τα εισοδήματα που προκύπτουν από τις άλλες δύο πηγές εισοδημάτων (Πηγή Α και Β).
2. Εάν το εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες (Πηγή Γ) δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο, τότε εξετάζεται το εισόδημα από την άσκηση ελεύθερου επαγγέλματος ή αυτοαπασχόλησης ή αγροτικής δραστηριότητας (Πηγή Α και Β). Σε ασφαλιστικές εισφορές υπόκειται το σύνολο του εισοδήματος από την Πηγή Α ή Β, ή μέρος αυτού και μέχρι τη συμπλήρωση του ανώτατου ορίου του μηνιαίου εισοδήματος των 5.860,80 ευρώ.
3. Εάν το άθροισμα του εισοδήματος από μισθωτές υπηρεσίες (Πηγή Γ) και από την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας ή αγροτικής δραστηριότητας (Πηγή Α και Β) δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο μηνιαίου εισοδήματος (5.860,80 ευρώ) και δεν υπολείπεται του κατωτάτου ορίου μηνιαίου εισοδήματος (586,08 ευρώ σε περίπτωση άσκησης ελεύθερου επαγγέλματος ή αυτοαπασχόλησης ή 410,26 ευρώ σε περίπτωση αγροτικής δραστηριότητας), τότε το σύνολο του εισοδήματος από μισθωτές υπηρεσίες (Πηγή Γ) υπόκειται σε ασφαλιστική εισφορά σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν.4387/2016, καθώς και το σύνολο του εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα ή αγροτική δραστηριότητα (Πηγή Α ή Β) υπόκειται σε ασφαλιστική εισφορά σύμφωνα με το άρθρο 39 ή 40 του ν.4387/2016.
4. Εάν το άθροισμα του εισοδήματος από μισθωτές υπηρεσίες (Πηγή Γ) και από την άσκηση επιχειρηματικής ή αγροτικής δραστηριότητας (Πηγή Α ή Β) υπολείπεται του κατώτατου ορίου μηνιαίου εισοδήματος (586,08 ευρώ σε περίπτωση άσκησης ελεύθερου επαγγέλματος ή αυτοαπασχόλησης ή 410,26 ευρώ σε περίπτωση αγροτικής δραστηριότητας), τότε το σύνολο του εισοδήματος από μισθωτές υπηρεσίες (Πηγή Γ) υπόκειται σε ασφαλιστική εισφορά σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν.4387/2016, ενώ το ποσό του εισοδήματος που υπολείπεται μέχρι τη συμπλήρωση του κατωτάτου ορίου (586,08 ή 410,26 ευρώ) υπόκειται σε ασφαλιστική εισφορά σύμφωνα με το άρθρο 39 του ν.4387/2016 ή σύμφωνα με το άρθρο 40 του ν.4387/2016.
Σημειώνουμε ότι κατά την πρώτη εφαρμογή της ρύθμισης, και μέχρι των ολοκλήρωση των απαιτούμενων μηχανογραφικών προσαρμογών, προκειμένου να προσδιοριστεί εάν ο ασφαλισμένος απασχολείται ως μισθωτός, αναζητούνται τα σχετικά στοιχεία από τις πιο πρόσφατα διαθέσιμες Αναλυτικές
Περιοδικές Δηλώσεις (ΑΠΔ) και για τον καθορισμό του ύψους των μηνιαίων αποδοχών από το πιο πρόσφατο εκκαθαρισμένο φορολογικό έτος.
Β. Άσκηση μίας μισθωτής απασχόλησης και πολλαπλών μη μισθωτών απασχολήσεων (ελεύθερο επάγγελμα ή αυτοαπασχόληση ή αγροτική δραστηριότητα)
Εφαρμόζονται τα περιλαμβανόμενα στην ανωτέρω περίπτωση 1 (μία μισθωτή απασχόληση και μία μη μισθωτή απασχόληση). Ως προς τον καθορισμό του εισοδήματος που υπόκειται σε ασφαλιστικές εισφορές, λαμβάνεται καταρχήν το εισόδημα από τη μισθωτή απασχόληση και προστίθεται εν συνέχεια το εισόδημα από κάθε μη μισθωτή δραστηριότητα κατά φθίνουσα τάξη μεγέθους (από το μεγαλύτερο προς το μικρότερο).
Επισημαίνουμε ότι εάν ασκείται ταυτόχρονα ελεύθερο επάγγελμα και αυτοαπασχόληση, κατά την πρώτη εφαρμογή της ρύθμισης, δεν είναι δυνατός ο διαχωρισμός των εισοδημάτων που προκύπτουν από κάθε δραστηριότητα. Δεδομένου όμως ότι μπορεί το ύψος του ασφαλίστρου να διαφοροποιείται μεταξύ των δραστηριοτήτων (ασφαλισμένοι κάτω 5ετίας για την αυτοαπασχόληση) ή να έχει εφαρμογή η ρύθμιση του άρθρου 98 του ν.4387/2016 για τους αυτοαπασχολούμενους, το εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα (Πηγή Α) θεωρείται ότι κατά 50% προέρχεται από την άσκηση ελεύθερου επαγγέλματος και κατά 50% από την αυτοαπασχόληση.
Άσκηση πολλαπλών μη μισθωτών απασχολήσεων
1. Άσκηση ελεύθερου επαγγέλματος και αυτοαπασχόλησης, οπότε το εισόδημα που υπόκειται σε ασφαλιστικές εισφορές προέρχεται εξ ολοκλήρου από επιχειρηματική δραστηριότητα (Πηγή Α) και θεωρείται ότι κατά 50% προέρχεται από την άσκηση ελεύθερου επαγγέλματος και κατά 50% από την αυτοαπασχόληση. Σε κάθε υποσύνολο του εισοδήματος εφαρμόζονται τα ποσοστά ασφαλίστρου που προβλέπονται κατά περίπτωση από το άρθρο 39 του ν.4387/2016 και οι ρυθμίσεις του άρθρου 98 του ν.4387/2016. Ως κατώτατο όριο μηνιαίου εισοδήματος θεωρείται το ποσό των 586,08 ευρώ και εφαρμόζονται τα προβλεπόμενα κατά περίπτωση ποσοστά ασφαλίστρου για ασφαλισμένους με λιγότερα ή περισσότερα από 5 έτη ασφάλισης.
2. Άσκηση ελεύθερου επαγγέλματος ή αυτοαπασχόλησης και αγροτικής δραστηριότητας, οπότε το εισόδημα που υπόκειται σε ασφαλιστικές εισφορές προέρχεται από επιχειρηματική δραστηριότητα (Πηγή Α) και από αγροτική δραστηριότητα (Πηγή Β). Ως προς τον καθορισμό του εισοδήματος που υπόκειται σε ασφαλιστικές εισφορές, το εισόδημα από κάθε πηγή κατατάσσεται κατά φθίνουσα τάξη μεγέθους (από το μεγαλύτερο προς το μικρότερο). Σε κάθε υποσύνολο του εισοδήματος εφαρμόζονται τα ποσοστά ασφαλίστρου που προβλέπονται κατά περίπτωση από το άρθρο 39 και 40 του ν.4387/ 2016, καθώς και οι ρυθμίσεις του άρθρου 98 του ν.4387/2016 εάν υπάρχει αυτοαπασχόληση. Ως κατώτατο όριο μηνιαίου εισοδήματος θεωρείται το ποσό των 586,08 ευρώ και εφαρμόζονται τα προβλεπόμενα κατά περίπτωση ποσοστά ασφαλίστρου άνω και κάτω 5ετίας και του άρθρου 40 του ν.4387/2016.
Πηγή:Ναυτεμπορική, του Στέλιου Παπαπαπέτρου