Διάσταση απόψεων σχετικά με τη δημοσιονομική πορεία και τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους καταγράφηκαν μεταξύ των μελών του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, σύμφωνα με την ανακοίνωση που εκδόθηκε μετά από την ολοκλήρωση της συνεδρίασης του Εκτελεστικού Συμβουλίου του Ταμείου για την Ελλάδα.
Τα μέλη του ΔΝΤ τάχθηκαν υπέρ της διεύρυνσης της φορολογικής βάσης στη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων και του εξορθολογισμού των συνταξιοδοτικών δαπανών, ενώ επανέλαβαν τη σύστασή τους για προώθηση των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας.
Αναλυτικότερα, στην ανακοίνωση του Ταμείου τονίζεται ότι «η Ελλάδα έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο στη μείωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών από την έναρξη της κρίσης μέχρι σήμερα», αλλά «η εκτεταμένη δημοσιονομική εξυγίανση και η εσωτερική υποτίμηση έχουν οδηγήσει σε υψηλό κόστος την κοινωνία, κάτι που αντανακλάται στη μείωση των εισοδημάτων και την εξαιρετικά υψηλή ανεργία».
Σύμφωνα με την ανακοίνωση, τα μεγάλα κόστη προσαρμογής, καθώς και η πολιτική αστάθεια που ακολούθησε οδήγησαν σε καθυστερήσεις στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων από την τελευταία έκθεση του άρθρου 4, οι οποίες κορυφώθηκαν με την κρίση εμπιστοσύνης στα μέσα του 2015.
Ωστόσο, όπως σημειώνεται, η κατάσταση έχει σταθεροποιηθεί από τότε, καθώς οι αρχές ξεκίνησαν ένα νέο πρόγραμμα προσαρμογής που υποστηρίζεται από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας.
Τα συμπεράσματα της συνεδρίασης του ΔΝΤ για την Ελλάδα
Το ΔΝΤ επισημαίνει ότι οι συνεχιζόμενες μεταρρυθμίσεις και η χρηματοδότηση από τους Ευρωπαίους εταίρους, οδήγησαν την ελληνική οικονομία σε μέτρια ανάπτυξη το 2016. Εκτιμά παράλληλα ότι η ανάπτυξη αναμένεται να επιταχυνθεί τα επόμενα χρόνια, σημειώνοντας πάντως ότι αυτό που εξαρτάται από την πλήρη και έγκαιρη εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής, συμπεριλαμβανομένης της ταχείας εξάλειψης των capital controls που τέθηκαν σε εφαρμογή στα μέσα του 2015.
Βάσει του τρέχοντος προγράμματος, το Ταμείο αναφέρει ότι η μακροχρόνια ανάπτυξη αναμένεται να φθάσει λίγο κάτω από το 1% του ΑΕΠ και το πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα προβλέπεται να διαμορφωθεί μεσοπρόθεσμα σε περίπου 1,5% του ΑΕΠ. Επισημαίνεται ακόμη ότι οι πτωτικοί κίνδυνοι για τις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προοπτικές παραμένουν σημαντικοί και σχετίζονται με την ελλιπή ή καθυστερημένη εφαρμογή των πολιτικών.
Για το δημόσιο χρέος τονίζεται ότι είχε φτάσει στο 179% του ΑΕΠ στο τέλος του 2015 και δεν είναι βιώσιμο.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση του ΔΝΤ, οι περισσότεροι Εκτελεστικοί Διευθυντές συμφώνησαν με την αξιολόγηση των στελεχών του Ταμείου που ασχολούνται με την Ελλάδα, ενώ ορισμένα μέλη του διοικητικού συμβουλίου «είχαν διαφορετικές απόψεις σχετικά με τη δημοσιονομική πορεία και τη βιωσιμότητα του χρέους».
Τα μέλη του δ.σ. επαίνεσαν τις προσπάθειες των ελληνικών αρχών για τη σημαντική οικονομική προσαρμογή και τη διόρθωση των ανισορροπιών από το 2010 με όχημα τις μεταρρυθμίσεις. Αναγνώρισαν ακόμη ότι η προσαρμογή αυτή είχε «βαρύ τίμημα» για την κοινωνία που, σε συνδυασμό με τα υψηλά ποσοστά φτώχειας και ανεργίας, συνέβαλαν στην επιβράδυνση της υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων. Συνέστησαν παράλληλα στις ελληνικές αρχές να επιταχύνουν την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων ώστε να καταστεί εφικτή η επιστροφή σε υψηλότερη ανάπτυξη και η βιωσιμότητα του χρέους.
Όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση, τα περισσότερα μέλη του δ.σ. συμφώνησαν ότι δεν χρειάζεται περαιτέρω δημοσιονομική εξυγίανση αυτή τη στιγμή από την Ελλάδα, δεδομένης της εντυπωσιακής προσαρμογής, η οποία αναμένεται να φέρει το μεσοπρόθεσμο πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα στο περίπου 1,5% του ΑΕΠ, ενώ ορισμένοι διευθυντές τάχθηκαν υπέρ της καταγραφής πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2018. Τα μέλη του δ.σ. τάχθηκαν υπέρ της εξισορρόπησης της δημοσιονομικής πολιτικής με διεύρυνση της φορολογική βάσης στη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων και τον εξορθολογισμό των συνταξιοδοτικών δαπανών, ώστε να δημιουργηθεί χώρος για στοχευμένη κοινωνική στήριξη προς ευπαθείς ομάδες με χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές.
Τα περισσότερα μέλη του Δ.Σ. τάχθηκαν υπέρ μιας δημοσιονομικά ουδέτερης «επανεξισορρόπησης», ωστόσο ορισμένα μέλη θεώρησαν ότι οι μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν να στηρίξουν προσωρινά υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά θα υλοποιηθούν μόλις το παραγωγικό κενό κλείσει, έτσι ώστε οι επιπτώσεις στην ανάκαμψη να ελαχιστοποιηθούν.
Τόνισαν ακόμη την ανάγκη καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και αντιμετώπισης του μεγάλου επιπέδου των φορολογικών οφειλών, αλλά και την ανάγκη μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων για να υποστηριχτεί η πιστωτική επέκταση.
Κάλεσαν επιπλέον τις ελληνικές αρχές να επιταχύνουν την εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας.
Όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση, αν και αναγνωρίστηκε ότι το βάρος της προσαρμογής έχει πέσει δυσανάλογα στους μισθωτούς, επισημάνθηκε η ανάγκη να διατηρηθούν οι υφιστάμενες μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και να συμπληρωθούν με επιπλέον προσπάθειες προς την κατεύθυνση των ομαδικών απολύσεων.
Τα περισσότερα στελέχη του ΔΝΤ εξέφρασαν την εκτίμηση ότι παρά τις τεράστιες θυσίες της Ελλάδας και την γενναιόδωρη υποστήριξη των Ευρωπαίων εταίρων θα απαιτηθεί περαιτέρω ελάφρυνση για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας του χρέους, επισημαίνοντας πάντως την ανάγκη η ανακούφιση του χρέους να συνδεθεί με ρεαλιστικές παραδοχές σχετικά με την ικανότητά της Ελλάδας να παράγει συνεχή πλεονάσματα και μακροπρόθεσμη ανάπτυξη.
Υπογράμμισαν ακόμη ότι η ελάφρυνση του χρέους θα πρέπει να συμπληρωθεί με την ισχυρή εφαρμογή πολιτικών για την αποκατάσταση της ανάπτυξης και της βιωσιμότητας.
Η επόμενη έκθεση του άρθρου 4 για την ελληνική οικονομία αναμένεται σε 12 μήνες.
Πηγή: Ναυτεμπορική