Στην αγόρευσή του στη Βουλή, στις 28 Μαρτίου 2024, στο κλείσιμο της συζήτησης της πρότασης δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης της Ν.Δ. για την υπόθεση των Τεμπών, ο πρωθυπουργός κ. Κυριάκος Μητσοτάκης υποστήριξε ότι η εκλεγμένη από τον λαό κυβέρνηση -όχι μόνον η δική του, αλλά η εκάστοτε δημοκρατικά νομιμοποιημένη κυβέρνηση- δεν νοείται να υποκύπτει σε εκβιασμούς οικονομικών συμφερόντων. Και έχει απόλυτο δίκιο, ασφαλώς.
Δεν υπάρχει δημοκρατικός πολίτης σε αυτή τη χώρα που να μη συμφωνεί με την παραπάνω θέση που εξέφρασε ο πρωθυπουργός, παρότι διάχυτη είναι η εντύπωση στην κοινή γνώμη -ακόμη και μεταξύ σημαντικής μερίδας συντηρητικών ψηφοφόρων του κυβερνώντος κόμματος- ότι η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη έχει τύχει, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, πρωτοφανούς στην πρόσφατη πολιτική ιστορία του τόπου μας υποστήριξης εκ μέρους μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων. Μια προβληματική έκφραση αυτής της υποστήριξης προς την παρούσα κυβέρνηση αποτελεί το είδος της ενημέρωσης το οποίο προσφέρουν ο Τύπος και τα ΜΜΕ που ελέγχουν αυτές οι οικονομικές δυνάμεις. Πρόκειται για φαινόμενο με έντονες αρνητικές συνέπειες για την ποιότητα του κοινοβουλευτικού μας βίου, αφού υπονομεύει την πολυφωνία και την ισότιμη διακίνηση διαφορετικών κοινωνικών και πολιτικών ιδεών και απόψεων πάνω σε σειρά κρίσιμων ζητημάτων για την οργάνωση του κοινού μας βίου.
Η εν λόγω διαπίστωση γύρισε τη σκέψη μου αρκετά χρόνια πίσω, σ’ ένα παλαιό, αγαπημένο μου βιβλίο, του Σταύρου Ψυχάρη, με τίτλο «Οι μνηστήρες της εξουσίας στο παιχνίδι της αλήθειας» («Το Βήμα», 2013 [1977]). Ο Ανδρέας Παπανδρέου, στην αντιπολίτευση ακόμη τότε, στη συνομιλία του με τον Σταύρο Ψυχάρη, αναφέρεται στην πρώτη γνωριμία του με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, το 1960, με αφορμή την πρόθεση του τελευταίου να τον καλέσει από την Αμερική για να του αναθέσει να οργανώσει ένα Κέντρο Οικονομικών Ερευνών στην Ελλάδα. Λέει επί λέξει ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ: «Ο Καραμανλής, τότε, στις συζητήσεις που είχα μαζί του (είχα δυο-τρεις), είπε μερικά ενδιαφέροντα πράγματα σε μένα. Μίλησε για το ελληνικό κατεστημένο και το χτύπησε. Μίλησε για τις 500 οικογένειες που κυριαρχούν στην Ελλάδα» (όπ.π., σελ.186).
Αλήθεια, σήμερα, 64 χρόνια μετά, μπορούμε -παρά την αναμφισβήτητα μεγάλη πρόοδο που συντελέστηκε στο επίπεδο λειτουργίας των πολιτικών και πολιτειακών θεσμών από τη μεταπολίτευση του 1974 και εντεύθεν- να ισχυριστούμε ότι δεν υπάρχουν, αν όχι συγκεκριμένες οικογένειες, πάντως σίγουρα συγκεκριμένα εγχώρια οικονομικά συμφέροντα, που επιθυμούν και επιχειρούν να χειραγωγήσουν την πολιτική ζωή του τόπου; Μάλιστα, μήπως, ενώ στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα έγιναν βήματα προς το καλύτερο, σήμερα βρισκόμαστε ενώπιον ενός πισωγυρίσματος στο συγκεκριμένο θέμα;
Το ερώτημα προκύπτει διότι είχαμε σαφή δείγματα γραφής εκ μέρους του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Ανδρέα Παπανδρέου, δηλαδή συγκεκριμένες αποφάσεις και ενέργειές τους, επί τη βάσει των οποίων μπορούμε να συναγάγουμε ότι οι τοτινοί -κάποιοι εξ αυτών και τωρινοί- οικονομικοί ολιγάρχες του τόπου μας δεν μπορούσαν να επιβάλουν τη θέλησή τους στις κυβερνήσεις των δύο αυτών πρωθυπουργών ως προς τον χειρισμό διαφόρων οικονομικών θεμάτων, όταν εκείνες συνέβαινε να έχουν αντίθετη άποψη.
Το ίδιο ισχύει, ασφαλώς, και για μερικούς από τους διαδόχους τους, όχι όμως για όλους. Τέλος, ας θυμηθούμε ότι υπήρξε κάποτε κι ένας υπουργός Συντονισμού των κυβερνήσεων του Κωνσταντίνου Καραμανλή -τόσο προδικτατορικά, όσο και μεταπολιτευτικά-, ο διανοούμενος Παναγής Παπαληγούρας, που δήλωνε ότι, με την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, η οικονομία θα υπηρετεί την επίτευξη «υψηλότερων σκοπών, όπως είναι οι πολιτικοί σκοποί, και οι πολιτικοί σκοποί θα είναι υπηρετικοί άλλων, ακόμα υψηλότερων σκοπών, όπως είναι οι πολιτιστικοί σκοποί. Και οι σκοποί της εξυψώσεως της ποιότητας της ζωής του ανθρώπου» (όπ.π., σελ. 160). Αλήθεια, ποιος σύγχρονος αριστερός Ελληνας πολιτικός θα διατύπωνε μια τέτοια άποψη για την τριγωνική σχέση οικονομίας, πολιτικής και πολιτισμού;
Επομένως, ναι, συμφωνούμε με τον πρωθυπουργό, κ. Κυριάκο Μητσοτάκη, ότι η κάθε δημοκρατικά εκλεγμένη από τον λαό κυβέρνηση αυτού του τόπου είναι η μόνη που νομιμοποιείται να τον κυβερνά. Αποφασίζοντας όχι μόνον για τα της οικονομίας αλλά και για κάθε άλλο θέμα που ανήκει στην αρμοδιότητα της εκτελεστικής εξουσίας. Είναι, επίσης, αυτονόητο ότι όλες οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας μας οφείλουν να συμφωνήσουν μαζί του ως προς την αναγκαιότητα τούτο να καταστεί σαφές σε όσους το αμφισβητούν στην πράξη. Αν όμως όλοι συνταχθούν με τον κ. πρωθυπουργό έμπρακτα και αποφασιστικά ως προς αυτό το θέμα, αφήνοντας στην άκρη μικροκομματικές σκοπιμότητες, είναι εκείνος, άραγε, έτοιμος και πρόθυμος να συγκρουστεί με τους οικονομικούς ολιγάρχες που μέχρι χθες τον στήριζαν ανεπιφύλακτα και σήμερα τον υπονομεύουν; To μπορεί, για χάρη όχι μόνον της κυβέρνησής του αλλά της ίδιας της δημοκρατίας;
Πηγή: Εφημερίδα των συντακτών
Γιώργος Λ. Ευαγγελόπουλος, Καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας και Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο