Έφυγε από τη ζωή η διακεκριμένη λογοτέχνις, Μαρία Λαμπαδαρίδου – Πόθου. Άφησε την τελευταία της πνοή, το πρωί του Σάββατου 17 Ιουνίου, σε ηλικία 90 ετών, στον τόπο που γεννήθηκε, τη Λήμνο.
Η Λαμπαδαρίδου Πόθου συμπλήρωσε πέντε πλήρεις δεκαετίες δημιουργίας συγγράφοντας ποίηση, θεατρικά έργα, μυθιστορήματα και δοκίμια. Ήταν από τους λίγους ανθρώπους με τους οποίους διατηρούσε αλληλογραφία ο εμβληματικός συγγραφέας, Σάμουελ Μπέκετ.
Το κείμενο που ανάρτησε ο γιός της, Εμμανουήλ Πόθος, περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο τον χαρακτήρα και τη ζωή της.
“Η Μαρία άγγιξε με το λαμπερό πνεύμα της, το έργο της, και την προσωπικότητα της πολλούς ανθρώπους. Από ένα ταπεινό ξεκίνημα, σε μια φτωχική αλλά πνευματική οικογένεια, έζησε τα πρώτα της χρόνια στη Λήμνο.
Για τη Μαρία πάντα η Λήμνος ήταν το πρωταρχικό της σπίτι. Ποτέ δεν σταμάτησε να την αγαπάει και σήμερα βρισκόμαστε εδώ, γιατί αυτή ήταν η επιθυμία της. Επίσης η Λήμνος είναι και ελπίζω θα παραμείνει το μέρος στο οποίο έχει αφήσει κάποια κομμάτια της ζωής της, στην αίθουσα της, η οποία δημιουργήθηκε με πολύ φροντίδα από το δήμο και πολλούς ανθρώπους στο νησί.
Η Λήμνος για τη Μαρία ήταν πνεύμονας στη ζωή της, γεμάτη από ανθρώπους που αγάπησε και την αγάπησαν.
Το πρώτο βήμα της Μαρίας στον λογοτεχνικό κόσμο έγινε στην Αθήνα, με τις σπουδές της στην Παντειο. Μετέπειτα, μπόρεσε να συντηρήσει τον εαυτό της με μια δουλειά στο δημόσιο, μέχρι που κατάφερε, μέσω μιας υποτροφίας, να βρεθεί στο Παρίσι, στη Σορβόννη, για περαιτέρω σπουδές στο θέατρο.
Έτσι λοιπόν, από τη Λήμνο, και με ένα αρχικό σχέδιο να κάνει καριέρα στη μοδιστρική, βρέθηκε σε ένα χώρο διανοούμενων και προχωρημένης νόησης. Εκείνα τα χρόνια ήταν ταραγμένα με τη δικτατορία στην Ελλάδα.
Με τον τρόπο που μπορούσε και με τα εφόδια που είχε, η Μαρία συνείσφερε και αυτή στον αγώνα κατά της δικτατορίας.
Η δικτατορία πέρασε, η Μαρία παντρεύτηκε τον πατέρα μου, Μινω, απέκτησε εμένα, άφησε τη δουλειά της στο δημόσιο, και αφοσιώθηκε στο συγγραφικό και ποιητικό της έργο.
Πόσες νύχτες μας κράτησαν άγρυπνους τα κατορθώματα του Πορφυριου και οι περιπέτειες του Αλκαμένη. Πόσο άμεσα αισθανθήκαμε τη δύναμη του όρκου του Κωσταντίνου. Και πόσο θαυμάσαμε τη Δοξανιο και τη Μαρουλα, αυτές τις εντυπωσιακές ηρωιδες του παλαιού κόσμου.
Η Μαρία ως συγγραφέας και ποιήτρια κατάκτησε τις καρδίες μας, όπως οι ήρωες της κατάκτησαν τα εμπόδια τους. Η αγάπη για την πατρίδα της, η πίστη της στο Θεό, οι υπαρξιακές αναζητήσεις της, η σχέση γονιού με παιδί, και η ανησυχία της για το περιβάλλον ήταν κάποια από τα αγαπημένα της θέματα που μέχρι το τέλος της ζωής της προσπάθησε να αναδείξει στο έργο της.
Η Μαρία και ο Μινως δημιούργησαν μια ευτυχισμένη οικογένεια και ένα όμορφο σπιτικό. Ζήσαμε πολλά ευτυχισμένα χρόνια μαζί. Η Μαρία ήταν εξαιρετική σύζυγος, μητέρα, και φίλη, και πάντα είχε αγάπη και χρόνο για τους ανθρώπους γύρω της.
Τα τελευταία χρόνια ήταν πιο δύσκολα, καθώς το πάντα ακμαίο μυαλό της δεν συμβάδισε με το εύθραυστο σώμα της.
Παρόλο που συνειδητοποιούσε τις δυσκολίες υγείας που είχε, μέχρι τις τελευταίες μέρες της η ζωή της Μαρίας ήταν γεμάτη ένταση! Θα μας λήψη αυτή η ένταση, το χιούμορ σου, η αγάπη σου, και η φροντίδα σου, που τόσο γενναιόδωρα μας πρόσφερες όσο ήσουν μαζί μας”.
«Παιδί, στη Λήμνο της Κατοχής, έζησα το παράλογο και την ανθρώπινη εξόντωση. Κι ύστερα, στα κατοπινά χρόνια, όταν η Λήμνος ήταν ένα νησί ξεχασμένο, χωρίς ίχνος βιβλιοπωλείου, εγώ προσπαθούσα να βρω τους δρόμους της ποίησης.
»Από εκείνα τα τραυματικά βιώματα έμαθα πως υπερρεαλισμός είναι η καθημερινή μας ζωή. Υπάρχουμε σε παράλληλα επίπεδα, σε παράλληλες πραγματικότητες, αναδυόμενες η μία μέσα από την άλλη, θραύσματα από μνήμη και όνειρο, από λάμψεις του βιωμένου μας χρόνου.
»Σπούδασα εργαζόμενη, πήρα υποτροφία για τη Σορβόννη, έγραψα για την ανυπέρβατη άβυσσο του Μπέκετ και την ελληνική υπέρβαση του Ελύτη. Τα βιβλία μου έβγαιναν ένα ένα, μου άνοιγαν δρόμους.
»Οταν κυκλοφόρησε το βιβλίο “Τα μονοπάτια του Αγγέλου μου”, από τις εκδόσεις Πατάκη, που ήταν σελίδες από τα ημερολόγιά μου, συνειδητοποίησα πως τίποτα δεν μου ανήκει.
»Ως πλάσματα ενός εφήμερου βίου δεν ορίζουμε τίποτα από αυτό που είμαστε. Υπάρχουμε πάνω σε μια ελάχιστη στιγμή, εύθραυστη και ροϊκή μέσα στην ατέρμονη ροϊκότητα του χρόνου. Kαι μόνο εκείνο που δίνουμε είναι δικό μας».
Για τον τρόπο με τον οποίο εργάστηκε δήλωσε:
«Προσπάθησα να φτάσω σε μια καθαρότητα της όρασης. Με την παρατήρηση, που είναι άσκηση της αντίληψης, να βρω τη δική μου διαίσθηση για τον κόσμο και για την ύπαρξη. Ζητούσα το ουσιώδες που κρύβει η κάθε στιγμή, να το μετα-ποιήσω σε λόγο, σε ποίηση.
»Σε όλα τα βιβλία μου, αναζήτησα το χαμένο ιερό της ψυχής. Την έσω γνώση και αλήθεια. “Τι είναι ιερό;” ρωτάει ένας ήρωάς μου τον μοναχό Θαβώρ. Κι εκείνος απαντά: “Η συνάντησή σου με αυτό που σε υπερβαίνει”. Οι ήρωές μου με βοηθούσαν να καταλάβω. Μια ηρωίδα μου είπε: “Η διαφορά των ανθρώπων δεν είναι ταξική, ούτε ιδεολογική ή κοινωνική.
»Είναι μια διαφορά ποιότητας της αντίληψης”. Ο φόβος και η σκληρότητα, το άδικο, είναι το πρώτο “υλικό” για ένα μυθιστόρημα. Ομως, πέρα από αυτά, εγώ αναζητούσα την καθαρότητα στη δικαιοσύνη και στην υπέρβαση. Μπορεί, λέω, γι’ αυτό τα βιβλία μου να αγαπήθηκαν από ένα αναγνωστικό κοινό. Ισως βοήθησαν και τη δική τους ψυχή.
»Από βιβλίο σε βιβλίο, προσπαθούσα να δω εκείνο που δεν φαίνεται. Την άλλη αλήθεια. Την άλλη γνώση. Αυτό με παίδευε: η μεταφυσική διάσταση της ζωής. Αυτή ολοκληρώνει την ελλιπή όρασή μας, έλεγα. Την ελλιπή νόησή μας. Αυτή περιέχει το Αρρητο και το Αδηλο. Το “Ολον”, όπως το είπε ο Αριστοτέλης στα Μετά τα Φυσικά».
»Ταξίδι στο όνειρο ο κινούμενος χρόνος της ζωής μου, έλεγα πάντα. Σήμερα το λέω διαφορετικά: “Κάποιο χέρι θα με ξεριζώσει απ’ τ’ όνειρο Οπως λουλούδι που το πάτησε ο Καιρός Τι ονειρεύτηκα; Τι ονειρεύτηκα; Δεν θα θυμούμαι πια”».