Διονύσης Τσακνής: Η εφηβεία μου, συνέπεσε με αυτό που ονομάζουμε σήμερα ως επανάσταση στο χώρο της μουσικής
Αποκλειστική συνέντευξη του Διονύση Τσακνή.
Όλοι αγαπάμε την μουσική, οι μουσικοί ακόμα περισσότερο, σκέφτηκα να πάρω την πρωτοβουλία να ζητήσω από καλλιτέχνες μας να γράψουν τις πρώτες τους εμπειρίες, ο Διονύσης που είναι όπως εμείς και σχεδόν όλοι οι καλλιτέχνες ερωτευμένος με την μουσική, ανταποκρίθηκε άμεσα.
Όλα αυτά τα χρόνια, μόνος του και με τις πολλές συνεργασίες του μας έχει χαρίσει αξέχαστες στιγμές και πάνω απ' όλα είναι από αυτούς που τα τραγούδια του πάντα προχωρούσαν με τον χρόνο και με τις τάσεις της μουσικής, αλλά και της κοινωνίας μας.
Δείτε τι μας έγραψε:
Η εφηβεία μου, συνέπεσε με αυτό που ονομάζουμε σήμερα ως επανάσταση στο χώρο της μουσικής, δηλαδή την σαρωτική εμφάνιση της διεθνούς rock σκηνής. Μεγάλωνα ταυτόχρονα με τα τραγούδια των BEATLES των ROLLING STONES, του DYLAN, των JETΗRO TULL και όλων των άλλων «μάγων» της μουσικής. Στο Woodstock κόντευα ήδη τα 15.
Στο σπίτι, οι επιρροές δεν ήταν λίγες επίσης. Άλλα ήδη μουσικής βέβαια, (πιο κλασσικά ίσως) αλλά, η μουσική παρούσα. Επίσης και τα χωνιά (ηχεία τα λέμε σήμερα) των λιγοστών μεν αλλά ιδιαίτερα δημοφιλών λαϊκών μαγαζιών, παρόντα και ηχηρά, ιδιαίτερα τις καλοκαιρινές νύχτες με λίγο αεράκι. Δίπλα και το θερινό σινεμά με τις ταινίες και τα επίκαιρα για τους νέους με τα μακριά μαλλιά και το περίεργο κούρεμα.
Ο πατέρας έπαιζε λίγο κιθάρα, οπότε όταν έφερνα κάποια κιθάρα φίλου στο σπίτι, μάλλον είχαμε ανταγωνισμό. Αργότερα, μου αγόρασε μία, μόνο που έπρεπε να προσαρμοστώ παίζοντας σα δεξιόχειρας που δεν ήμουν. Όταν είδα τον Jimi Hendrix στην ταινία για το Woodstock, αποφάσισα πως ήμουν τελείως ηλίθιος που δε μου πέρασε απ’ το μυαλό, να βάλω τις χορδές ανάποδα...
Στα 14 και το πρώτο συγκρότημα. Και πού να βρεις όργανα; Ένα παλιό κασετόφωνο συνδεδεμένο με κάψα στη σόλο κιθάρα, έπαιζε το ρόλο του ενισχυτή, κάποια σπασμένα πιατίνια, πεταμένα στα σκουπίδια από πλανόδιο τσίρκο που είχε επισκεφτεί την πόλη και κάποιοι αναποδογυρισμένοι πλαστικοί κουβάδες για τύμπανα, με αυτοσχέδια μπότα παρακαλώ, ήταν ο εξοπλισμός μας στο υπόγειο του σπιτιού, ενός μέλους μας. Όταν η μπάντα διευρύνονταν και με πλήκτρα (που δεν υπήρχαν) ο ακορντεονίστας, ξάπλωνε το όργανο πλάγια και έβαζε το μικρότερο ξάδελφό του (τραγουδιστής σήμερα ) να τραβάει και να ανοιγοκλείνει τη φυσούνα έτσι ώστε ο ίδιος να χρησιμοποιεί τα δυο του χέρια μόνο στη δεξιά πλευρά του οργάνου, όπως οι πιανίστες.
Οι δίσκοι 33 στροφών από τους οποίους αντλούσαμε πληροφορίες, λιγοστοί. Ανακάλυψα πως αν έβαζα την ταχύτητα στις 45 στροφές, διακρινόταν πολύ καθαρά, η γραμμή του μπάσου. (Δοκιμάστε το, θα το καταλάβετε, αν δεν το ξέρετε ήδη).
Το ραδιόφωνο στα μεσαία και στα βραχέα (FM δεν υπήρχε) ήταν πηγή νέων μουσικών πληροφοριών.
Το πιο θετικό ξάφνιασμα η φωνή του Γιάννη Πετρίδη από το σταθμό των ενόπλων δυνάμεων της Λάρισας. Ο Γιάννης υπηρετούσε τη θητεία του στη διπλανή πόλη και έκανε καθημερινές εκπομπές. Από εκεί μαθαίναμε και περιμέναμε...
Ο δαιμόνιος ντράμερ μας μουσικός σήμερα με σπουδές και ειδίκευση στην ηλεκτρονική μουσική και με ξεχωριστό ταλέντο μάλιστα, κατάφερε να μάθει τον τετραψήφιο αριθμό τηλεφώνου του μέντορά μας: 4481. Και όταν τέθηκε για συζήτηση το όνομα του συγκροτήματος, δεν αργήσαμε να υιοθετήσουμε την πρόταση για “Forty four and eighty one the group of magic number”. Το είπα πριν κάποια χρόνια στο Γιάννη και με κοίταζε επί ώρα σαστισμένος.
Στα 16 μου, δέχτηκα και μια πολύ κολακευτική πρόταση από τα μέλη ενός συγκροτήματος μεγαλύτερων παιδιών (τελειόφοιτοι του εξατάξιου Γυμνασίου) να αντικαταστήσω το μπασίστα τους, μιας και οι υποχρεώσεις του για διάβασμα εν όψει πανεπιστημίου είχαν προτεραιότητα. Πήγα στην αποχαιρετιστήρια συναυλία τους να ακούσω το πρόγραμμα των τραγουδιών τους για να προετοιμαστώ και ακούγοντας το “Don't let me be misunderstood “ στην πρώτη χαρακτηριστική αλλαγή των ακόρντων, σκέφτηκα πως δε θα μπορούσα να ασχοληθώ με τίποτα άλλο εκτός από τη μουσική.
Βρεθήκαμε στο «Μύλο» της Θεσσαλονίκης παίζοντας στην επάνω αίθουσα ο Βασίλης, ο Λαυρέντης κι εγώ και ο Eric Burton στην κάτω και του είπα πόσα χρωστάω στον ίδιον και στους Αnimals.
Περνώντας τα χρόνια και η εποχή της αθωότητας η μουσική εκτός από μαγεία και χόμπι, γίνεται επάγγελμα. Το ξάφνιασμα και η ανατριχίλα σε ένα νέο άκουσμα δεν με εγκατέλειψε ευτυχώς, μέχρι και σήμερα.
Αυτό που σίγουρα άλλαξε, είναι ο τρόπος που προσεγγίζω κάτι που θα ακούσω. Συλλαμβάνω τον εαυτό μου να μετράει για να βρει το μέτρο, να πιθανολογεί και να υπολογίζει τα BPM της ταχύτητας του κομματιού, τις μετατροπίες, τα ηχοχρώματα των οργάνων. Ειδικά στην καθαρή λεγόμενη μουσική. Στα τραγούδια κάνοντας τα ίδια, αυτομάτως προσπαθώ να κατατάξω , να εντοπίσω πιθανές αντιγραφές ,να βρω τις επιρροές.
Α και κάτι άλλο! Δε μπορώ να ακούσω μουσική με παρέα, εκτός και αν προκύπτει κάποια συζήτηση για κάτι εντελώς συγκεκριμένο, οπότε η συνακρόαση καθίσταται απαραίτητη.
Και αν κάποιος με ρωτήσει πότε ήταν καλύτερα, τότε ή σήμερα, ειλικρινώς δεν ξέρω τι να απαντήσω...
Διονύσης Τσακνής
Συνθέτης - στιχουργός